Archives

Author Archive for savvas

Quercus alnifolia

Name/Όνομα:   Δρυς η κληθρόφυλλη (σκληθρόφυλλη)

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Quercus alnifolia# Poech.

Common name/Κοινό Όνομα:  Golden oak, Λατζιά

Family/Οικογένεια:   FAGACEAE

 

Description

Plant:   Evergreen monoecious* shrub or small tree, growing up to 10 m high.

Branches:  Much branched with grey bark; old branches with vertical furrows; twigs are initially gray or greenish, covered with dense stellate hairs.

Leaves:  Alternate, simple, and petiolate; blade obovate, oblong-ovate or suborbicular, very often with convex appearance, dark green and shining above, with golden-brownish hairs beneath, margins strongly or slightly serrate, sometimes entire, apex acute or rounded, base cuneate or rounded; stipules hairy, linear-oblanceolate.

Flowers:  Unisexual, male flowers in dense, hanging or spreading, many-flowered catkins**; perianth cup-shaped, thinly hairy externally, with 6 oblong, subacute lobes; stamens 6, anthers oblong and yellow, exserted; female flowers solitary or in groups of 2-3, sessile or shortly stalked in the leaf axils; involucre scaly; ovary with 3 carpels; styles 3.

Flowering time:  April-May.  Fruiting time:  November-December.

Fruit:  Obovate or subcylindrical nut (acorn) with apiculate apex and narrow base, seated on a woody scaly cupule (acorn cup), solitary or in clusters.

Habitat:   Igneous areas at Troodos with Pinus brutia, from 660-1500 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus.

alnifolia# =  The leaves resemble the leaves of “Alnus glutinosa”

Monoecious* = Male and female reproductive organs in separate flowers on the same plant.

Catkin** = Cylindrical, hanging or drooping spike with unisex flowers.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλής μόνοικος* θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μ.

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι με γκρίζο ξηρόφλοιο.  Παλαιοί κλάδοι φέρουν εξωτερικά κατακόρυφες σχισμές ή αυλακώσεις.  Νεαροί κλάδοι είναι αρχικά πρασινωποί ή γκρίζοι και καλυμμένοι με πυκνές αστεροειδείς τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και έμμισχα.  Έλασμα ελαφρά κυρτωμένο, αντωειδές, προμήκες-ωοειδές ή υποκυκλικό, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και γυαλιστερή άνω επιφάνεια, με χρυσοκαστανές τρίχες στην κάτω, παρυφές (χείλη) έντονα ή ελαφρά πριονωτές, κορυφή μυτερή ή στρογγυλεμένη, βάση στρογγυλή ή ευθύγραμμη.  Παράφυλλα τριχωτά, γραμμοειδή-αντιλογχοειδή.

Άνθη:   Μονογενή με τα αρσενικά άνθη σε πυκνούς, απλωμένους ή κρεμάμενους, πολυανθείς ίουλους**.  Περιάνθιο κυπελλοειδές, ελαφρά τριχωτό εξωτερικά, με 6 προμήκεις και σχεδόν μυτερούς λοβούς.  Στήμονες 6, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, εξερχόμενοι.  Θηλυκά άνθη μεμονωμένα ή σε δέσμες των 2-3 ανθέων, άμισχα ή κοντόμισχα στις μασχάλες των φύλλων.  Σύνολο βρακτίων σε λεπιοειδή κατασκευή.  Ωοθήκη με 3 καρπόφυλλα και 3 στύλους.

Άνθιση:   Απρίλης-Μάιος.  Καρποφορία:  Νοέμβριος-Δεκέμβριος.

Καρπός:   Αντωειδές ή σχεδόν κυλινδρικό κάρυο (βαλανίδι), με μυτερή κορυφή και στενή βάση, καθισμένο πάνω σε κυπελλοειδή βάση, με έντονα και κυρτά προς τα έξω λέπια, μεμονωμένα ή σε δέσμες.

Ενδιαίτημα:   Σε πυριγενείς περιοχές στο Τρόοδος μαζί με τραχεία πέυκη, από 600-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου.

 

Το όνομα ¨σκληθρόφυλλη¨ αναφέρεται στην ομοιότητα των φύλλων με τα φύλλα του ¨Σκλήδρου- Alnus glutinosa  

Μόνοικο* =  Φυτό με χωριστά τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό, δηλ στήμονες και ύπερος σε διαφορετικά άνθη, στο ίδιο φυτό.

Ίουλος** =  Κυλινδρικός, κρεμάμενος  ή αποπίπτων  στάχυς, με μονογενή άνθη δηλ. υπάρχουν ίουλοι αρσενικοί ή θηλυκοί.

Tordylium carmeli

Name/Όνομα:   Τορδύλιον το καρμήλιον*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Tordylium carmeli** (Labill.) Al-Eisawi  

Common name/Κοινό Όνομα:   Carmel cow parsnip

Family/Οικογένεια:   APIACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

 Synonyme  “ Synelcosciadium carmeli “ (Labill.) Boiss.

 

Description

Plant:  Annual, growing up to 150 cm high.  

Stem/s:   Erect, much branched, somewhat angular below, slightly ribbed, green, covered with rather long and whitish stiff hairs (hispid), while adpressed thick hairs cover the upper part of the stems.   

Leaves:   Alternate, petiolate, oblong in outline, blade pinnately divided into 5-9 segments, which are obovate, sessile, and covered with stiff hairs, while the margins are irregularly serrate-dentate; petiole channeled above, and hispid.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, In lax, terminal and many-flowered sciadia (umbels); umbels 3-7, rays unequal, becoming erect in fruit; bracts up to 6, linear, acute and hispid; bracteoles similar but smaller; petals 5, white, deeply 2-lobed, the outer longer, with stiff hairs externally; stamens 5, filaments glabrous, arising between the lobes, anthers yellow; ovary inferior, carpels 2 with a slender carpophore between them, styles 2, erect, arising from a thick base (stylopodium), stigma 1.

Flowering time:   May-June.

Fruit:    Schizocarp, dry, suborbicular, strongly compressed, with 2 pale brown and densely covered with hispid hairs, mericarps.       

Habitat:   Rare in Cyprus and it is found at roadsides, stony hillsides, field limits, waste ground, 25-750 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

carmeli**  = from the name of mount Carmel in Israel.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές με ύψος μέχρι 150 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, πολύκλαδοι, κάπως γωνιώδεις, ελαφρά ραβδωτοί, πράσινοι και καλυμμένοι χαμηλά με ασπριδερές και λίγο μακριές αδρότριχες, ενώ ψηλά υπάρχουν αδρότριχες παράλληλες με τον βλαστό.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, έμμισχα, προμήκη στο περίγραμμα, έλασμα διαιρείται σε 5-9 τμήματα, που είναι αντωειδή, άμισχα και καλυμμένα με αδρότριχες, ενώ τα χείλη είναι άνισα οδοντωτά-πριονωτά.  Μίσχος με αδρότριχες και αυλακωτός από πάνω.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρά, επάκρια και πολυανθή σκιάδια.  Σκιάδια 3-7, με άνισες ακτίνες, παίρνουν όρθια θέση στην καρποφορία.  Βράκτια μέχρι 6, γραμμοειδή, οξυκόρυφα και με αδρότριχες.  Βρακτίδια παρόμοια αλλά μικρότερα.  Πέταλα 5, λευκά, βαθειά διαιρεμένα σε 2 λοβούς, φέρουν αραιές αδρότριχες εξωτερικά, ενώ τα περιφερειακά  είναι μεγαλύτερα.  Στήμονες 5, νήμα γυμνό, διερχόμενο μεταξύ των λοβών των πετάλων, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη υποφυής, καρπόφυλλα 2, με λεπτή συνδετική συσκευή μεταξύ τους (καρποφόριον), στύλοι 2, αναδυόμενοι από μια χοντρή βάση το στυλοπόδιο, στίγμα 1.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Σχιζοκάρπιον, ξηρό, σχεδόν κυκλικό, έντονα πιεσμένο πλευρικά, και με 2 καστανά και με πυκνές αδρότριχες, μερικάρπια.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, άγονα εδάφη και πετρώδεις πλαγιές, από 25-750 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή περιοχή.

 

carmeli**=  αναφέρεται στο βουνό Carmel στο Ισραήλ. 

Lomelosia divaricata

Name/Όνομα:   Λομελόσια η απλωμένη*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Lomelosia divaricata (Jacq.) Greuter & Burdet

Family/Οικογένεια:   DISPACACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:    Annual herb growing up to 40 cm hogh.

Stem/s:   Erect or spreading, usually branched, slightly angular or almost cylindrical, purplish and thinly hairy.

Leaves:  Basal leaves opposite, simple, usually entire, oblanceolate, thinly hairy, apex obtuse, base flat, sheathing; upper leaves divided into 3 or more unequal, narrow, oblanceolate, subacute, and hairy lobes.

Flowers:  Zygomorphic and hermaphrodite, in lax, pedunculate, many-flowered, hemispherical, and terminal capitula, developed in spreading cymes; peduncles slender, ± hairy, often purplish, very long, much exceeding the subtending leaves; involucral bracts 6 in 2 series, the outer longer, green, oblanceolate, covered with rather thick whitish hairs, much exceeding the outer florets;  calyx cup-shaped below, with 5 triangular teeth; each tooth terminates in a long and conspicuous, dark, reddish-purplish bristle (all 5 bristles), much exceeding the corona;  florets pink or purple; corolla funnel-shaped, with 5 unequal lobes; stamens 4, free, filaments glabrous, anthers oblong and yellow, shortly exceeding corolla; ovary inferior, unicellular, developed in a cup-shaped, 8-ribbed, membranous  corona; style 1, excerted from corolla, stigma simple; ovary inferior, unicellular, developed in a cup-shaped, 8-ribbed, membranous  corona; style 1, stigma obscurely 2-lobed.

Flowering time:  March-May.

Fruit:   Achene.    

Habitat:   Roadsides, field limits, stony slopes, from 0-1100 m alt

Native:   Southern Europe to Iraq.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 40 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή απλωμένοι, πολύκλαδοι, σχεδόν κυλινδρικοί ή ελαφρά γωνιώδεις, πορφυροί και τριχωτοί.

Φύλλα:  Φύλλα βάσης αντϊθετα, απλά, ακέραια, αντιλογχοειδή, ελαφρά τριχωτά, πλατυκόρυφα και με επίπεδο μίσχο που περιβάλλει εν μέρει τον βλαστό.  Ανώτερα φύλλα διαιρεμένα σε 3 ή περισσότερους, άνισους, στενούς, αντιλογχοειδείς, σχεδόν οξυκόρυφους και τριχωτούς λοβούς.

Άνθη:   Ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκρια, πολυανθή και ημισφαιρικά κεφάλια, που αναπτύσσονται σε χαλαρές, απλωμένες και με μακρύ ποδίσκο, θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Ποδίσκοι λεπτοί, ± τριχωτοί, συχνά πορφυροί, με μεγάλο μήκος ώστε να ξεπερνούν αβίαστα τα υποκείμενα φύλλα.  Σύνολο βρακτίων 6 σε 2 σειρές, τα εξωτερικά μακρύτερα, πράσινα, αντιλογχοειδή, καλυμμένα με μάλλον χοντρές και ασπριδερές τρίχες, ξεπερνώντας σε μήκος τα εξωτερικά ανθίδια.  Κάλυκας κυπελλοειδής χαμηλά, με 5 τριγωνικά δόντια, έκαστο των οποίων φέρει στο άκρον του, μακριά και με κοκκινοπορφυρό χρώμα αδρότριχα (σύνολο 5), που ξεπερνά το μήκος της κορώνας.  Ανθίδια ρόδινα ή πορφυρά.  Στεφάνη χοανοειδής, με 5 άνισους λοβούς.  Στήμονες 4, νήμα ελεύθερο και άτριχο, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, που ξεπερνούν λίγο την στεφάνη.  Ωοθήκη υποφυής, με 1 καρπόφυλλο, που αναπτύσσεται σε μια κυπελλοειδή και μεμβρανώδη κορώνα, που φέρει 8 ακτινωτές ραβδώσεις.  Στύλος 1 εκτός στεφάνης, στίγμα με δυσδιάκριτο 2-λοβο άκρο.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, πετρώδεις πλαγιές, από 0-1100 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Νότια Ευρώπη μέχρι το Ιράκ.

Datura metel

Name/Όνομα:   Ντατούρα μέτελ.*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Datura metel L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Angel´s trumpet, devil´s trumpet, horn of plenty, thornapple, hindu datura, metel.

Family/Οικογένεια:   SOLANACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Ornamental perennial shrub, growing up to 120cm high, but with the right pruning takes a tree-like appearance and can reach 2 m height; canopy almost spherical.  All parts are toxic.

Stem/s:   Erect or spreading, stout, woody, much branched, dark violet to violet-blackish, and glabrous; old branches are furrowed.

Leaves:   Alternate, petiolate, simple, broadly ovate to ovate-elliptic, blade asymmetric at basis, entire or toothed, glabrous or minutely hairy beneath.

Flowers:  Showy, actinomorphic and hermaphrodite, solitary or in few-flowered axillary cymes; sepals 5, fused, forming a green and glabrous tubular calyx which its base persistent in fruit; odd sepal longer than the others; corolla funnel-shaped, double or triple, greenish-white, terminated in 10 fused lobes; petals 5, fused and folded, white, yellow, violet or dark purple; stamens 5, alternating with the petals, filaments free, whitish-chestnut and glabrous, anthers oblong, purplish, basifixed**, introrse*, dehiscing longitudinally; ovary superior, carpels 2, style 1, straight, violet and glabrous, stigma 2-lobed.

Flowering time: September-October(Cyprus).

Fruit:   Dehiscent capsule, spherical, spiny and warty, green, becoming brown and hard at maturity, enclosing numerous brown, circular, compressed and sulcate seeds.  

Habitat:   Disturbed and waste areas, sandy beaches, dry areas in low elevation.

Native:   Southeastern China.

 indrorse* = facing inward.

basifixed** =  Anther attached to the filament by its base.

Περιγραφή

Φυτό:   Διακοσμητικός και πολυετής θάμνος ύψους μέχρι 120 εκ, αλλά με κατάλληλο κλάδεμα παίρνει μορφή μικρού δέντρου με ύψος μέχρι 2 μ.   Κώμη σχεδόν σφαιρική.  ΌΛΑ ΤΑ ΜΈΡΗ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΞΙΚΑ

Βλαστός/οί:  Όρθιοι ή απλωμένοι, δυνατοί και κάπως ξυλώδεις, πολύκλαδοι, γυμνοί και με σκούρο βιολετί ή μαυριδερό χρώμα.  Παλαιοί κλάδοι φέρουν κατά μήκος σχισμές.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, έμμισχα, απλά, πλατειά-ωοειδή ή ωοειδή-ελλειπτικά, έλασμα ασύμμετρο στη βάση, ακέραιο ή οδοντωτό, γυμνό ή με μικροσκοπικά τριχίδια στην κάτω επιφάνεια.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, μονήρη ή σε ολιγοανθείς μασχαλιαίες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Σέπαλα 5, συμφυόμενα, σχηματίζοντας ένα πράσινο και άτριχο σωληνοειδή κάλυκα, του οποίου το μονήρες σέπαλο είναι μακρύτερο των άλλων, ενώ η βάση του παραμένει στον καρπό.  Στεφάνη χοανοειδής, διπλή ή και τριπλή, λευκοπράσινη που καταλήγει ψηλά σε 10 συμφυόμενους λοβούς.  Πέταλα 5, συμφυόμενα και με τάση αναδίπλωσης, λευκά, κίτρινα, πορφυρά ή με βιολετί χρώμα.  Στ¨ημονες 5, κατ εναλλαγή με τα πέταλα, νήμα ελεύθερο, λευκοκασυανό και γυμνό, ανθήρες προμήκεις, πορφυροί, προσκολλημένοι με τη βάση τους στο νήμα, με κατά μήκος σκίσιμο και με μέτωπο προς το κέντρο του άνθους.  Ωοθήκη επιφυής, καρπόφυλλα 2, στύλος 1, ευθύς, γυμνό και με βιολετί χρώμα, στίγμα 2-λοβο.

Άνθιση:   Σεπτέμβριος-Οκτώβριος (Κύπρος).

Καρπός:   Διαρρηκτή, σφαιρική, ακανθώδης και με ανώμαλες εκφύσεις κάψα, αρχικά πράσινη, γινόμενη καφέ στην ωρίμανση, περικλείοντας πολυάριθμα καφέ, κάπως κυκλικά, συμπιεσμένα πλευρικά και με αυλακώσεις σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Άγονες και κατοικημένες περιοχε΄ς, αμμώδεις παραλίες και σε ξηρές περιοχές μικρού υψομέτρου.

Πατρίδα:   Νοτιανατολική Κίνα.

Cichorium pumilum

Name/Όνομα:  Κιχώριον το πυγμαίον*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Cichorium pumilum Jacq.

Common name/Κοινό Όνομα:  Dwarf chicory, αγριοραδίκι, πικραλίδα.

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:  Annual, up to 60 cm high.  

Stem/s:   Erect or spreading, much branched, angled, sulcate, glabrous or with sparse stiff hairs and rather thick spreading branches.

Leaves:   Basal leaves oblong-oblanceolate or lyrate, entire or toothed, ± glabrous, often with stiff white hairs, short-stalked; upper leaves alternate, smaller, ovate or lanceolate, acute or obtuse, more hairy than basal leaves, very often with rather dense stiff hairs especially above and on the main veins beneath, partly surrounding the stem at the base.

Flowers:   Capitula in terminal and axillary, few-flowered branched spikes, on thick and leafy branches; axillary capitula stemless, terminal short-stalked; involucre campanulate; phyllaries in 2 series, the outer about 8, are semi-erect, forming a calyculus, they are ovate-elliptic, covered with sparse stiff hairs, shorter than the inner ones, apex acute or with acute, short, and reddish-brown, spine-like appendage; inner phyllaries oblong and narrow; florets blue, sometimes white, ligules spreading oblong-obovate with 5-toothed apex and short and soft hairs externally, filaments glabrous, anthers linear; style hairy above, branches arcying.

Flowering time:   March-June

Fruit:    Achene.   

Habitat:  Roadsides, field limits, stony hillsides, from 0-1200 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές με ύψος μέχρι 60 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή απλωμένοι, πολύκλαδοι, γωνιώδεις και ραβδωτοί, γυμνοί ή με αραιές αδρές τρίχες και με κάπως χοντρούς και απλωμένους κλάδους.

Φύλλα:     Φύλλα βάσης προμήκη-αντιλογχοειδή ή λυροειδή, με κοντό μίσχο, ακέραια ή οδοντωτά, ± άτριχα, συχνά με ασπριδερές αδρότριχες. Ανώτερα φύλλα κατ εναλλαγή, μικρότερα, ωοειδή ή λογχοειδή, οξυκόρυφα ή πλατυκόρυφα, περισσότερο τριχωτά από της βάσης, πολύ συχνά με κάπως πυκνές αδρότριχες ειδικά στην πάνω επιφάνεια και στα κύρια νεύρα της κάτω, ενώ στη βάση τους περιβάλλουν εν μέρει τον βλαστό.

Άνθιση:   Κεφάλια σε επάκριους και μασχαλιαίους ολιγοανθείς στάχεις, σε χοντρούς και φυλλοφόρους  κλάδους.  Μασχαλιαία κεφάλια χωρίς ποδίσκο, επάκρια κεφάλια με κοντό ποδίσκο.  Σύνολο φυλλαρίων σε καμπανοειδή σχηματισμό.  Φυλλάρια σε 2 σειρές, τα περίπου 8 εξωτερικά είναι ημιόρθια, σχηματίζοντας μια κατασκευή που μοιάζει με κάλυκα, είναι ωοειδή-ελλειπτικά, και φέρουν αραιές αδρότριχες, είναι μικρότερα των εσωτερικών, οξυκόρυφα ή με κοκκινοκαστανή και ακανθώδη μικρή προεξοχή.  Εσωτερικά φυλλάρια στενά και προμήκη.  Ανθίδια μπλε, κάποτε λευκά, γλωσσίδια προμήκη-αντωειδή, με 5 δόντια στην κορυφή τους και με κοντές και μαλακές τρίχες εξωτερικά, ανθήρες γραμμοειδείς και νήμα γυμνό.  Στύλος με τρίχωμα και με καμπυλωτούς κλάδους ψηλά.

Άνθιση:  Μάρτιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, πετρώδεις πλαγιές, από 0-1200 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

 

Lathyrus odoratus

Name/Όνομα:   Λάθυρος ο εύοσμος.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Lathyrus odoratus L.

Common name/Κοινό Όνομα: Sweet pea, Vetchling, Μοσχομπίζελο.  

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

 

Description

Plant:   Annual herb growing up to 2 m high if supported. 

Stem/s:   Climbing and much branched, angled or strongly winged, glaucous-green, shortly hairy.

Leaves:   Alternate, compound, leaflets 2 (1 pair), with a branched tendril at apex, blade ovate or elliptic, sessile, minutely hairy, margins entire, somewhat wavy; rachis oblong, winged and hairy; stipules semi-sagittate. 

Flowers:   Fragrant, zygomorphic and hermaphrodite, in few-flowered, axillary racemes; pedicels arcing at unopened flowers; calyx campanulate, 5-lobed, lobes equal, oblong-lanceolate, greenish, hairy, acute, often with reflexed margins; corolla purple, 5-lobed; standard petal erect, suborbicular, wings oblong reduced at the base, keel boat-shaped, upcurved at apex; stamens 10, 9 fused, 1 free, filaments white and glabrous, free part about the 1/2 of their length, anthers basifixed, oblong and yellow; ovary superior, style 1, upcurved, greenish and hairy.

Flowering time: March-May

Fruit:   Legume, oblong-linear, pubescent, without wings, enclosing up to 9, suborbicular brown and glabrous seeds.      

Habitat:  Roadsides, meadows, fields, open forests and disturbed areas.

Native:   Italy.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 2 μ εάν στηριχθεί κατάλληλα.

Βλαστός/οί:   Αναρριχόμενοι, πολύκλαδοι, γωνιώδεις ή πτερυγωτοί, γλαυκοπράσινοι και με κοντό τρίχωμα.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή και σύνθετα, με 2 φυλλάρια ( 1 ζεύγος)  και με διακλαδωμένη έλικα μεταξύ των φυλλαρίων στην κορυφή του άξονα.  Έλασμα ωοειδές προς ελλειπτικό, άμισχο, με πολύ μικρά σαν χνούδι τριχίδια, χείλη ακέραια κάπως κυματοειδή.  Ο άξονας  πάνω στον οποίο στηρίζονται τα φυλλάρια είναι προμήκης, τριχωτός και με πτερύγια.  Παράφυλλα ημι-σαϊτοειδή.

Άνθη:   Εύοσμα, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε ολιγοανθείς μασχαλιαίους βότρεις.  Ποδίσκοι σε μη ανοικτά άνθη καμπυλωτοί ή κρεμάμενοι.  Κάλυκας καμπανοειδής, 5-λοβος, λοβοί ισομήκεις, προμήκεις-λογχοειδείς, πρασινωποί, τριχωτοί και μυτεροί, ενώ συχνά τα χείλη τους στρέφονται προς τα κάτω.  Στεφάνη πορφυρή και πεντάλοβοι.  Πέτασος όρθιος και σχεδόν ημικυκλικός, πτέρυγες προμήκεις με στενή βάση, τρόπιδα σε σχήμα βάρκας και με ανυψωμένο το άκρο του.  Στήμονες 10, 9 συμφυείς και 1 ελεύθερος, νήμα λευκό και γυμνό, ενώ το ελεύθερο τους τμήμα είναι περίπου το μισό του μήκους τους, ενώ το άκρο τους ενώνεται με τη βάση του κίτρινου ανθήρα.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, πρασινωπός και τριχωτός με ανυψωμένο το άκρο του.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Χέδρωψ, προμήκης-γραμμοειδής, τριχωτός και χωρίς πτέρυγες, περικλείοντας μέχρι 9, σχεδόν σφαιρικά, γυμνά και με καφέ χρώμα σπέρματα

Ενδιαίτημα:  Εισαγόμενο είδος, σε λιβάδια, κατά μήκος δρόμων, σε αγρούς και ανοικτά δάση (στην πατρίδα του).  Στην Κύπρο ως διακοσμητικό σε κήπους και πάρκα.

Πατρίδα:   Ιταλία.

 

Staphisagria macrosperma

Name/Όνομα:   Σταφισάγρια η μακρόσπερμη*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Staphisagria macrosperma** Spach

Common name/Κοινό Όνομα: Stavesacre, Staphisaigre(Fr), Lice-bane(En), matapiojos(Sp), Bit out(Tur),  Αγριοσταφίδα, Παπαζότο, Ψειροβότανο.

Family/Οικογένεια:   RANUNCULACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Synonym**   “  Delphinium staphisagria-Δελφίνιο η αγριοσταφίδα  ”

 

 

Description

Plant:    Biennial, up to 1 m high, highly toxic.

Stem/s:   Erect, robust, usually unbranched, greenish, covered with long, spreading, soft and whitish hairs.

Leaves:    Alternate, simple, blade nearly orbicular in outline, distinctly divided into 5-9, oblong-lanceolate,  and acute segments, shortly pubescent on both sides, petiole long and pubescent; upper leaves smaller with 4-5, linear-lanceolate segments.

Flowers:  Showy, zygomorphic and hermaphrodite, in lax, axillary or terminal racemes; pedicels greenish, pubescent, longer than flower; bracts with 3 linear and densely pubescent lobes; sepals 5, obovate to broadly-ovate, greenish-yellow on opening, becoming blue starting from edges, pubescent externally; spur very short;  petals 4, whitish blue, the lower pair obovate, thinly pubescent, the upper pair whitish with some bluish stripes and spur-like appendages; stamens numerous, anthers oblong becoming mature not at the same time; ovary superior, carpels 3.

Flowering time:  May-June.

Fruit:   Inflated follicles with brown seeds.

Habitat:    Streambeds and rocky slopes, 25-1075 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Φυτό με υψηλή τοξικότητα και ύψος μέχρι 1 μ.

Βλαστός/οί:   Όρθιος, δυνατός, συνήθως χωρίς διακλάδωση, πρασινωπός και καλυμμένος με μαλακές, μακρές και ασπριδερές σαν μετάξι τρίχες.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, απλά, με έλασμα σχεδόν κυκλικό στο περίγραμμα, έντονα διαιρεμένο σε 5-9, προμήκη-λογχοειδή και οξυκόρυφα τμήματα, με κοντό χνούδι και στις 2 επιφάνειες, και με τριχωτό μίσχο.  Ανώτερα φύλλα μικρότερα με 4-5 γραμμοειδή-λογχοειδή τμήματα.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρούς, επάκριους και μασχαλιαίους βότρεις.  Ποδίσκοι πρασινωποί, τριχωτοί και μακρύτεροι των ανθέων.  Βράκτια με 3 γραμμοειδείς και τριχωτούς λοβούς.  Σέπαλα 5, αντωειδή προς πλατειά-ωοειδή, τριχωτά εξωτερικά, με κιτρινοπράσινο χρώμα στην αρχή, γίνονται σταδιακά μπλε ξεκινώντας από τα χείλη του φύλλου.  Πλήκτρο πολύ κοντό.  Πέταλα 4, με άσπρο-μπλε χρώμα, το κατώτερο ζεύγος έχει αντωειδές έλασμα και πολύ μικρό τρίχωμα, το ανώτερο ζεύγος είναι ασπριδερό με μερικές μπλε ρίγες ή ζώνες και με πληκτροειδές άκρο.  Στήμονες πολυάριθμοι με προμήκεις ανθήρες που δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα.  Ωοθήκη επιφυής με 3 καρπόφυλλα.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Διογκωμένα κάρυα με καφέ σπέρματα.

Ενδιαίτημα:  Υγρά κανάλια και βραχώδεις πλαγιές, από 25-1075 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

 

Consolida ajacis

Name/Όνομα:   Κονσολίντα του Αίαντα.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Consolida ajacis (L.) Schur

Common name/Κοινό Όνομα:  Giant larkspur, Larkspur, Doubtful Knight’s Spur, Καπουτσίνος.

Family/Οικογένεια:   RANUNCULACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:    Annual, up to 100 cm high.

Stem/s:   Erect, single or branched above, cylindrical, greenish or purplish, covered with sparse and short whitish hairs, becoming glabrous with age.

Leaves:  Opposite, broadly ovate in outline, deeply divided into entire, linear, petiolate or sessile segments (above), slightly hairy, often with silky appearance.    

Flowers:  Showy, zygomorphic and hermaphrodite, in lax, terminal and many-flowered, spike-like racemes; bracteoles narrow-linear and hairy; pedicels about the half as long as the flower; petals and sepals right blue, pink or bluish-violet; sepals 5, slightly hairy externally, the 4 are spreading, abruptly reduced at the base, the 2 lateral are broadly-ovate, the other 2 narrower, the upper is erect, forming a  bifid, hood-like apex in front and a straight or upcurved spur in the back; petals 4, glabrous, the upper 2 form an inner hood protecting the reproductive organs; stamens numerous with light blue anthers; ovary superior.

Flowering time:   May-June.

Fruit:   Follicle with numerous black seeds.    

Habitat:  Roadsides, fields, meadows, from 150- 1650 m alt.

Native:   Southern Europe, Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 100 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιος, απλός ή με διακλάδωση, κυλινδρικός, πρασινωπός ή πορφυρός, καλυμμένος με αραιές κοντές και ασπριδερές τρίχες.

Φύλλα:     Αντίθετα, πλατειά-ωοειδή στο περίγραμμα, έλασμα βαθειά διαιρεμένο σε ακέραια, γραμμοειδή και έμμισχα ή άμισχα τμήματα (ψηλά), ελαφρά τριχωτά, συχνά με λαμπερή σαν μετάξι όψη.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρούς, επάκριους και πολυανθείς σαν στάχυα βότρεις.  Βρακτίδια στενά γραμμοειδή και τριχωτά.  Ποδίσκοι περίπου στο μισό του μήκους του άνθους.  Σέπαλα και πέταλα σε λαμπερό μπλε, ρόδινο ή ιώδες χρώμα.  Σέπαλα 5, ελαφρά τριχωτά εξωτερικά, τα 4 είναι απλωμένα με απότομη ελάττωση του πλάτους στη βάση, τα 2 πλάγια είναι πλατειά-ωοειδή, τα άλλα 2 στενότερα, το άνω σέπαλο είναι όρθιο, και σχηματίζει στο μπροστινό του άκρο μια κατασκευή σαν κουκούλα με 2-λοβη κορυφή, ενώ στο πίσω μέρος σχηματίζει πλήκτρο που μπορεί να είναι οριζόντιο ή λίγο ανυψωμένο στο άκρο του.  Πέταλα 4, άτριχα, εκ των οποίων τα ανώτερα 2 σχηματίζουν εσωτερική κουκούλα για προστασία των αναπαραγωγικών οργάνων.  Στήμονες πολυάριθμοι με μπλε ανθήρες.  Ωοθήκη επιφυής.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Ελαφρά τριχωτός θύλαξ, με πολυάριθμα μαύρα σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, λιβάδια και όρια αγρών, από 150-1650 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νότια Ευρώπη, Μεσογειακή ζώνη.

Euphorbia veneris

Name/Όνομα:   Ευφορβία της αφροδίτης

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Euphorbia veneris M.S. Khan.

Common name/Κοινό Όνομα:   Aphrodite’s Spurge, Γαλόχορτον, Sütleğen (Tu).

Family/Οικογένεια:   EUPHORBIACEAE

 

Description

Plant:   Monoecious perennial plant with milky latex and woody rootstock, growing up 40 cm high.

Stem/s:   Several single stems, ascending or decumbent, cylindrical, glaucous or tinged with purple, and glabrous.

Leaves:   Cauline leaves are alternate, simple, entire, elliptic-lanceolate, sessile, glabrous, glaucous, acute or mucronate at apex; ray leaves whorled, oblong-obovate, forming an almost rounded structure; raylet or cyathial leaves opposite, broadly-ovate, yellowish-green, minutely mucronate at apex, rounded at the basis; primary rays 3-7, secondary rays 0-2.

Flowers:  In green gyathia, on terminal, compound, umbel-like (pseudosciadium) inflorescences; involucre cup-shaped; each cyathium consists of a single female flower and few male flowers, accompanied by 4 nectary glands; male flower consists of a single stamen on the top of a pedicel and the female flower consists of a single ovary on its own pedicel, crowned by 3 styles and a 2- lobed stigma; there are 4 nectary glands of various shapes, oblong, drop-shaped or kidney-shaped, which are green, becoming red with age;  each of the 4 glands bear usually 2 short, cylindrical horns (generally one at each end), which are yellowish-green, becoming chestnut to purplish later; ovary superior, 3-sided, carpels 3, 3-parted ovary, I ovule in each part.

Flowering time:   February-June.

Fruit:     3-sided, dehiscent capsule (regma).

Habitat:     Roadsides, rocky slopes, open pine forests, sunny areas, from 700-1700 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus, locally common at mountains of Troodos.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μόνοικο πολυετές φυτό ύψους μέχρι 40 εκ,, με γαλακτώδη χυμό και ξυλώδη ρίζα..

Βλαστός/οί:  Αρκετοί απλοί βλαστοί, ανερχόμενοι ή κατακλιμένοι, κυλινδρικοί, με γλαυκό χρώμα αλλά και με πορφυρή χροιά, άτριχοι.  

Φύλλα:     Φύλλα βλαστού κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, ελλειψοειδή’λογχοειδή, άμισχα, με γλαυκό χώμα, μυτερά στην κορυφή ή με μικρή μυτερή προεκβολή.  Ανώτερα φύλλα σε σπόνδυλο, είναι προμήκη-αντωειδή και έχουν ακτινοειδή διάταξη δημιουργώντας μια σχεδόν κυκλική κατασκευή.   Φύλλα κυαθίου αντίθετα, πλατειά-ωοειδή, κιτρινοπράσινα, με μικρή μυτερή προεξοχή στην κορυφή τους, ενώ η βάση είναι στρογγυλεμένη.  Πρωτογενείς ακτίνες 3-7, δευτερογενείς ακτίνες 0-2.

Άνθη:   Σε πράσινα κυάθια, πάνω σε  επάκριες ταξιανθίες που μοιάζουν με σύνθετα σκιάδια

( ψευδοσκιάδια ).  Σύνολο βρακτίων σε κυπελλοειδή σχηματισμό.  Κάθε κυάθιο αποτελείται από ένα απλό θηλυκό άνθος περιτριγυρισμένο από 4 νεκταριοφόρους αδένες.  Το αρσενικό άνθος αποτελείται από ένα απλό στήμονα στην κορυφή ενός ποδίσκου και το θηλυκό άνθος αποτελείται από μια απλή ωοθήκη πάνω στο δικό της ποδίσκο και φέρει στην κορυφή της 3 στύλους που καταλήγουν σε 2-λοβο στίγμα.  Υπάρχουν επίσης 4 νεκταριοφόροι αδένες με διάφορα σχήματα, μπορεί να είναι προμήκεις, να μοιάζουν με σταγόνα ή με ημισέλινο ή ακόμα να έχουν νεφροειδές σχήμα, είναι πρασινωποί αρχικά αλλά τελικά κόκκινοι και κάθε ένας από αυτούς φέρει συνήθως 2 κοντά και κυλινδρικά κεράτια δηλ 1 σε κάθε άκρο, είναι αρχικά πρασινοκίτρινα, αλλά με την πάροδο του χρόνου παίρνουν καστανό προς πορφυρό χρώμα.  Ωοθήκη επιφυής, τρίπλευρη, με 3 καρπόφυλλα και 3 διαμερίσματα, 1 ωάριο σε κάθε διαμέρισμα.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Τρίπλευρη και διαρρηκτή κάψα.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, σε βραχώδεις πλαγιές, σε ανοικτά πευκοδάση, σε ηλιόλουστες περιοχές, από 700-1700 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου, τοπικά κοινό στα βουνά του Τροόδους.

Taraxacum holmboei

Name/Όνομα:   Ταράξακο το χολβόειο.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Taraxacum holmboei H.Lindberg.

Common name/ Κοινό όνομα:  Αγριοράδικο.

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Perennial stemless herb.

Leaves:   All leaves are basal forming a rosette; they are oblong in outline, glabrous above, minutely pilose beneath, deeply divided into deltoid, acute and entire or toothed lateral lobes; terminal lobe ± acute, deltoid, and smaller than lateral lobes; lateral lobes are runcinated (pointing backwards); petiole short and purplish;

Flowers:   Capitula 1 to many, solitary and terminal, appearing after the development of the leaves (hysteranthus); scapes cylindrical, up to 10 cm high, leafless, green becoming purplish-brown with age, thinly pilose or glabrous; involucre campalunate; phyllaries greenish in several series, they are imbricate, the outermost oblong-ovate, subacute and reflexed, forming a calyculus*, the inner oblong and obtuse with membranous margins; ligules oblong-linear, golden yellow, often tinged purplish beneath, minutely 5-toothed at apex; anthers linear and yellow.

Flowering time:   May-June

Fruit:    Achenes, oblong, strongly compressed, and ribbed; base of the ribs with spiny margins, dark brown to rusty-red, with white pappus.   

Habitat:   Roadsides, hillsides, open pine forests, from 1200-1900 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus, locally common at mountains of Troodos.

 

calyculus * = a small cup-shaped structure that resembles a calyx

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής πόα χωρίς βλαστό.

Φύλλα:   Όλα τα φύλλα βρίσκονται στη βάση και σχηματίζουν ροζέτα, είναι προμήκη στο περίγραμμα, άτριχα από πάνω, με ελάχιστο μικρό τρίχωμα στην κάτω επιφάνεια, ενώ το έλασμα διαιρείται με βαθιές τομές σε δελτοειδείς, οξυκόρυφους και ακέραιους ή οδοντωτούς πλάγιους λοβούς.  Ο τελικός λοβός είναι λίγο μικρότερος, ± οξυκόρυφος και δελτοειδής.  Οι πλάγιοι λοβοί έχουν τα άκρα τους στραμμένα προς τα πίσω δηλ. προς τη βάση.  Μίσχος κοντός και πορφυρός

Άνθη:   Κεφάλια 1 μέχρι πολλά, μεμονωμένα και επάκρια, εμφανιζόμενα μετά την άναπτυξη των φύλλων.  Ποδίσκοι κεφαλίων κυλινδρικοί, μέχρι 10 εκ ψηλοί, πράσινοι στην αρχή, με πορφυρό-καφέ χρώμα τελικά, ελαφρά τριχωτοί ή άτριχοι.  Σύνολο φυλλαρίων σε καμπανοειδή σχηματισμό, φυλλάρια πρασινωπά σε αρκετές σειρές, αλληλεπικαλυπτόμενα, τα εξωτερικά είναι προμήκη-ωοειδή, σχεδόν μυτερά και στραμμένες προς τα κάτω κορυφές σχηματίζοντας κυπελλοειδή κατασκευή που μοιάζει με μικρό κάλυκα, ενώ τα εσωτερικά φυλλάρια είναι προμήκη, πλατυκόρυφα και με μεμβρανώδη χείλη.  Ανθίδια προμήκη-γραμμοειδή, γλωσσοειδή, με χρυσοκίτρινο χρώμα, συχνά με πορφυρή χροιά από κάτω και με 5 πολύ μικρά δόντια στην κορυφή τους.  Ανθήρες γραμμοειδείς και κίτρινοι.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνιο, προμήκες, έντονα συμπιεσμένο και ραβδωτό.  Στη βάση του αχαινίου υπάρχουν ακανθωτές προεξοχές, με σκούρο καφέ ή σε χρώμα σκουριασμένου κόκκινου,  ενώ ο πάππος είναι λευκός.

Ενδιαίτημα:  Κατά μήκος δρόμων, πλαγιές βουνών και ανοικτά πευκοδάση, από 1200-1900 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό φυτό της Κύπρου, τοπικά κοινό στα βουνά του Τροόδους.