Quercus alnifolia

November 11, 2021 by savvas

Quercus alnifolia

Name/Όνομα:   Δρυς η κληθρόφυλλη (σκληθρόφυλλη)

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Quercus alnifolia# Poech.

Common name/Κοινό Όνομα:  Golden oak, Λατζιά

Family/Οικογένεια:   FAGACEAE

 

Description

Plant:   Evergreen monoecious* shrub or small tree, growing up to 10 m high.

Branches:  Much branched with grey bark; old branches with vertical furrows; twigs are initially gray or greenish, covered with dense stellate hairs.

Leaves:  Alternate, simple, and petiolate; blade obovate, oblong-ovate or suborbicular, very often with convex appearance, dark green and shining above, with golden-brownish hairs beneath, margins strongly or slightly serrate, sometimes entire, apex acute or rounded, base cuneate or rounded; stipules hairy, linear-oblanceolate.

Flowers:  Unisexual, male flowers in dense, hanging or spreading, many-flowered catkins**; perianth cup-shaped, thinly hairy externally, with 6 oblong, subacute lobes; stamens 6, anthers oblong and yellow, exserted; female flowers solitary or in groups of 2-3, sessile or shortly stalked in the leaf axils; involucre scaly; ovary with 3 carpels; styles 3.

Flowering time:  April-May.  Fruiting time:  November-December.

Fruit:  Obovate or subcylindrical nut (acorn) with apiculate apex and narrow base, seated on a woody scaly cupule (acorn cup), solitary or in clusters.

Habitat:   Igneous areas at Troodos with Pinus brutia, from 660-1500 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus.

alnifolia# =  The leaves resemble the leaves of “Alnus glutinosa”

Monoecious* = Male and female reproductive organs in separate flowers on the same plant.

Catkin** = Cylindrical, hanging or drooping spike with unisex flowers.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλής μόνοικος* θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μ.

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι με γκρίζο ξηρόφλοιο.  Παλαιοί κλάδοι φέρουν εξωτερικά κατακόρυφες σχισμές ή αυλακώσεις.  Νεαροί κλάδοι είναι αρχικά πρασινωποί ή γκρίζοι και καλυμμένοι με πυκνές αστεροειδείς τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και έμμισχα.  Έλασμα ελαφρά κυρτωμένο, αντωειδές, προμήκες-ωοειδές ή υποκυκλικό, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και γυαλιστερή άνω επιφάνεια, με χρυσοκαστανές τρίχες στην κάτω, παρυφές (χείλη) έντονα ή ελαφρά πριονωτές, κορυφή μυτερή ή στρογγυλεμένη, βάση στρογγυλή ή ευθύγραμμη.  Παράφυλλα τριχωτά, γραμμοειδή-αντιλογχοειδή.

Άνθη:   Μονογενή με τα αρσενικά άνθη σε πυκνούς, απλωμένους ή κρεμάμενους, πολυανθείς ίουλους**.  Περιάνθιο κυπελλοειδές, ελαφρά τριχωτό εξωτερικά, με 6 προμήκεις και σχεδόν μυτερούς λοβούς.  Στήμονες 6, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, εξερχόμενοι.  Θηλυκά άνθη μεμονωμένα ή σε δέσμες των 2-3 ανθέων, άμισχα ή κοντόμισχα στις μασχάλες των φύλλων.  Σύνολο βρακτίων σε λεπιοειδή κατασκευή.  Ωοθήκη με 3 καρπόφυλλα και 3 στύλους.

Άνθιση:   Απρίλης-Μάιος.  Καρποφορία:  Νοέμβριος-Δεκέμβριος.

Καρπός:   Αντωειδές ή σχεδόν κυλινδρικό κάρυο (βαλανίδι), με μυτερή κορυφή και στενή βάση, καθισμένο πάνω σε κυπελλοειδή βάση, με έντονα και κυρτά προς τα έξω λέπια, μεμονωμένα ή σε δέσμες.

Ενδιαίτημα:   Σε πυριγενείς περιοχές στο Τρόοδος μαζί με τραχεία πέυκη, από 600-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου.

 

Το όνομα ¨σκληθρόφυλλη¨ αναφέρεται στην ομοιότητα των φύλλων με τα φύλλα του ¨Σκλήδρου- Alnus glutinosa  

Μόνοικο* =  Φυτό με χωριστά τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό, δηλ στήμονες και ύπερος σε διαφορετικά άνθη, στο ίδιο φυτό.

Ίουλος** =  Κυλινδρικός, κρεμάμενος  ή αποπίπτων  στάχυς, με μονογενή άνθη δηλ. υπάρχουν ίουλοι αρσενικοί ή θηλυκοί.

Comments are closed.