Archives

Category Archive for ‘Πράσινα’

Epipactis veratrifolia

Name/Όνομα:  Επιπακτίς η ελλεβορόφυλλη  

Scientific name/Επιστημονικό όνομα Epipactis veratrifolia Boiss. & Hohen.

Family/Οικογένεια:  ORCHIDACEAE

 

 Description

Epipactis veratrifolia is a perennial tuberous plant with creeping rhizome growing up to 150cm tall.  Stem erect or semi-erect, unbranched, robust, green, straight and glabrous below, hairy with bends and curves above.  Leaves alternate, simple, entire, unspotted, ovate-elliptic or lanceolate to linear, sheathing at the base, apex subacute or obtuse.  Flowers many, greenish, tinged with reddish-brown or dark purple; young flowers are erect, older flowers are usually pendulous; bracts leaf-like, linear–lanceolate more or less equal to ovary; sepals spreading, nearly triangular in outline, greenish or yellow with reddish-brown areas near the base, concave, glabrous internally, hairy externally; petals slightly shorter; labellum curved, epichile ovate-lanceolate with white apex and reddish-orange or pinkish-yellow base together with a swollen median nerve; hypochile boat-shape with 2 raised semi-circular lateral lobes; spur absent, pollinia almost ellipsoidal, greenish-yellowish, stellidia 2, triangular, whitish, pointing outwards; flowering time  May-July.  The fruit is a capsule.  Native to eastern Mediterranean region, Middle East and Asia.  Rather rare plant in Cyprus but locally common. It is found on stream banks and generally on wet and shady or rocky places near rivers and springs, from 250-1900m alt.

 

Περιγραφή

Πολυετές και κονδυλώδες φυτό με έρπον  ρίζωμα και με ύψος μέχρι 150cm.  Βλαστός όρθιος ή ημιόρθιος, δυνατός, πράσινος, χωρίς διακλάδωση, ίσιος και άτριχος χαμηλά, τριχωτός και με μικρά λυγίσματα ψηλότερα.  Φύλλα κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, χωρίς στίγματα, ωοειδή-ελλειψοειδή ή λογχοειδή μέχρι γραμμοειδή, περίβλαστα, με σχεδόν μυτερή ή πλατειά κορυφή.  Άνθη πολλά, πρασινωπά με κοκκινοκαστανές ή πορφυρές αποχρώσεις.  Νεαρά άνθη συνήθως είναι όρθια αλλά αργότερα κρέμονται.  Βράκτια φυλλόμορφα, λογχοειδή-γραμμοειδή, λίγο ή πολύ ισομήκη με την ωοθήκη.  Σέπαλα απλωμένα, με τριγωνικό περίγραμμα, πρασινωπά προς κιτρινωπά με κοκκινοκαστανές περιοχές προς τη βάση τους, σχετικά κοίλα, άτριχα εσωτερικά, τριχωτά εξωτερικά.  Πέταλα λίγο κοντύτερα από τα σέπαλα.  Χείλος λυγισμένο, επιχείλιο ωοειδές-λογχοειδές με λευκή κορυφή και κοκκινοπορτοκαλί βάση μαζί με ένα κεντρικό και διογκωμένο κεντρικό νεύρο.  Υποχείλιο σε σχήμα βάρκας με 2 ανυψωμένους και ημικυκλικούς πλάγιους λοβούς.  Πλήκτρο απουσιάζει.  Πολλίνια (σάκοι με γύρη)  με σχεδόν ελλειψοειδές σχήμα ενώ ενδιάμεσα προς τη βάση υπάρχουν 2 λευκές και σχεδόν τριγωνικές προεκβολές (stellidia) που βλέπουν προς τα έξω. Ανθίζει  Μάιο-Ιούλιο.  Καρπός κάψα.  Σχετικά σπάνιο φυτό της Κύπρου αλλά τοπικά κοινό και απαντάται σε όχθες ρυακιών και γενικά σε υγρές και σκιασμένες ή πετρώδεις περιοχές κοντά σε ποταμούς και πηγές από 250-1900m υψόμετρο.

.

Arum hygrophilum

Name/Όνομα:    Άρον το υγρόφιλον

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Arum hygrophilum Boiss.

Common name/Κοινό όνομα Water Arum, Streambank Arum

Family/Οικογένεια:  ARACEAE

 

 

Description

Arum hygrophilum is a perennial tuberous herb with subglobose tuber, growing up to 60cm tall.  Leaves are borne directly from the underground tuber and they are developed before flowering, during early autumn.  All leaves are basal, very large, simple, entire, long-petiolate, glabrous, arrow-shaped with 3 unequal lobes; median lobe conspicuously bigger, oblong-lanceolate, latera lobes oblong, obtuse or subacute; petiole much longer than the blade.  Flowers solitary and they are held below the level of the leaves; spathe (is a modified bract or bracts partly enclosing the spadix), looks like an erect and cylindrical tube, having the top opened (limb), allowing the upper part of the spadix (inflorescence) to be exserted; lower part of the spathe is cylindrical and swollen at base; spathe limb lanceolate and acuminate, glabrous on both sides, pale green, margins very often tinged purple; peduncle much shorter than the stalk of the leaves; spadix bears the reproductive organs of the plant, it is cylindrical, erect, straight, sessile, violet-purple, shorter than spathe; male and female organs are separated but both sexes can be found on the same plant; male and female staminodes (sterile organs) are also present between the fertile organs; flowering time March-April.  Fruit are orange fleshy berries.  Native to Morocco, Cyprus and Middle East (Israel, Lebanon, Syria).  Uncommon plant in Cyprus and it is found at stream banks, shaded and moist places from 200-500m alt.

 

Περιγραφή

Πολυετές και ποώδες φυτό με υποσφαιρικό κόνδυλο και που φθάνει σε ύψος τα 60cm.  Τα φύλλα αναπτύσσονται απ ευθείας από τον υπόγειο κόνδυλο πριν από την ανθοφορία, στις αρχές του φθινοπώρου.  Τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, απλά, ακέραια, μακρόμισχα, γυμνά, σαϊτοειδή, 3-λοβα.  Μεσαίος λοβό προμήκης-λογχοειδής, πολύ μεγαλύτερος των 2 άλλων που  είναι προμήκεις και μυτεροί ή ελαφρά πλατύκορφοι.  Μίσχος πολύ μεγαλύτερος από το μήκος του φύλλου.  Άνθη μεμονωμένα πιο χαμηλά από το επίπεδο των φύλλων.  Η σπάθη, η οποία είναι μεταφορφωμένο βράκτιο/α και περικλείει εν μέρει τον σπάδικα, μοιάζει με ένα κυλινδρικό όρθιο σωλήνα που είναι ανοικτός στο άνω μέρος επιτρέποντας έτσι στο άνω μέρος του σπάδικα να βγει έξω από τον σωλήνα.  Ο ποδίσκος είναι πολύ μικρότερος από το μήκος του μίσχου των φύλλων.  Η σπάθη είναι ωοειδής- λογχοειδής, οξύκορφη, γυμνή και στις 2 πλευρές, πρασινωπή εξωτερικά, ενώ πολύ συχνά τα χείλη της παίρνουν πορφυρή χροιά.  Εσωτερικά υπάρχει ο σπάδιξ (άνθος) που είναι ένας όρθιος, ροπαλόμορφος, πορφυρο-ιώδης και άμισχος άξονας, μικρότερος από τη σπάθη και που φέρει τα αναπαραγωγικά όργανα του φυτού.  Τα αρσενικά και θηλυκά όργανα βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις αλλά πάνω στο ίδιο άνθος.  Υπάρχουν επίσης και άγονα αρσενικά και θηλυκά όργανα.  Τα αρσενικά όργανα βρίσκονται στην κορυφή του σπάδικα, ενώ τα θηλυκά στη βάση του και μεταξύ αυτών τα άγονα όργανα.  Ανθίζει Μάρτιο-Απρίλιο.  Ο καρπός είναι μικρές σαρκώδεις ράγες με πορτοκαλί χρώμα.  Πατρίδα του το Μαρόκο, η Κύπρος και χώρες της Μέσης Ανατολής (Ισραήλ, Λίβανος, Συρία).  Ασυνήθιστο φυτό στην Κύπρο και απαντάται σε όχθες ρυακιών και γενικά σε σκιερέ και υγρές περιοχές από 200-5οομ υψόμετρο.

Mercurialis annua

Name/Όνομα:   Μερκουριάλις η μονοετής          

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Mercurialis annua L.     

Common name/Όνομα: Annual mercury, Βρωμόχορτο, Σκαρόχορτο, Σκαρολάχανο, Σικλόχορτο  

Family/Οικογένεια:   EUPHORBIACEAE  

 Description 

Mercurialis annua is an annual, dioecious (rarely monoecious), herbaceous and poisonous plant, growing up to 50cm tall.  Stems are erect, much-branched, angled, green and glabrous.  Leaves opposite, simple, ovate, margin serrate or sparsely dentate with short sparse white hairs, apex obtuse or acuminate, base cuneate, heart-shape or rounded, petiolate; stipules short, lanceolate with hairy margin; basal glands linear, whitish, glabrous.  Male flowers in clusters on long, axillary and interrupted spikes; sepals 3, ovate, semi-transparent, yellowish-green, glabrous; petals absent; stamens 6 -20, filaments free, white, glabrous; anthers pale yellow, divided into 2 trapezoid or deltoid parts; female flowers solitary or 2-3, axillary, green and hairy; sepals 3, whitish, ovate, somewhat connected at base, apex rather acute sometimes tinged pale brown, ovary superior, styles 2.  The fruit is a bristly capsular and 3-celled schizocarp (regma) with 3 seeds in each cell.  Flowering time October-April.  Native to Europe, North Africa and Middle East.  Very common plant in Cyprus, everywhere from 0-250m alt.

 

Περιγραφή

Μονοετές, δίοικο, ποώδες και δηλητηριώδες φυτό που φθάνει τα 50cm ύψος.  Βλαστοί όρθιοι, πολύκλαδοι, γωνιώδεις, πράσινοι και άτριχοι.  Φύλλα αντίθετα, απλά, ωοειδή, με ελαφρά οδοντωτό χείλος, που φέρει αραιές και κοντές άσπρες τρίχες, σχεδόν οξύκορφα ή αμβλύκορφα, με βάση ευθύγραμμη, καρδιόσχημη ή στρογγυλεμένη, έμμισχα.  Παράφυλλα κοντά και λογχοειδή με αραιά τριχωτό χείλος.  Υπάρχουν 2 γραμμοειδείς, άτριχοι και λευκοί αδένες πάνω στον κεντρικό βλαστό, κοντά στις βάσεις των μίσχων των 2 αντίθετων φύλλων.  Άνθη  αρσενικά σε δέσμες πάνω σε επιμήκεις. μασχαλιαίες και διακοπτόμενες κυματοειδείς ταξιανθίες.  Σέπαλα 3, ωοειδή, ημιδιαφανή, γυμνά και πρασινοκίτρινα.  Πέταλα απουσιάζουν.  Στήμονες περισσότεροι των 6 μέχρι 20, νήμα ελεύθερο, λευκό και άτριχο.  Ανθήρες κίτρινοι, διαιρεμένοι σε 2 τραπεζοειδή ή δελτοειδή μέρη.  Θηλυκά άνθη μεμονωμένα ή 2-3, μασχαλιαία, πράσινα και εξωτερικά τριχωτά.  Σέπαλα 3, σχεδόν λευκά, κάποτε όμως παίρνουν καστανή χροιά, άτριχα και φαινομενικά ενωμένα στη βάση τους.  Ωοθήκη επιφυής, στύλοι 2.  Ο καρπός είναι ένα τριχωτό καψοειδές και 3-χωρο  σχιζοκάρπιο με 3 σπέρματα σε κάθε χώρο.  Άνθιση Οκτώβριος-Απρίλιος.  Πατρίδα του η Ευρώπη, η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή.  Πολύ κοινό φυτό στην Κύπρο και απαντάται σχεδόν παντού από 0-275μ υψόμετρο.

Euphorbia cyathophora

Name/Όνομα:   Eυφόρβια η κυαθοφόρος*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Euphorbia cyathophora Murray

Common name/Κοινό όνομα:  Wild poinsettia, Poinsettia, Fire on the mountain 

Family/Οικογένεια:  EUPHORBIACEAE

Description

Euphorbia cyathophora is an annual monoecious** plant, growing to 80cm high.  Root is a short taproot with fibrous lateral roots.  Stem erect, light green, terete and sparsely hairy below, more branched, angled and glabrous above.  Leaves are variable; they are generally alternate, simple, petiolate, fiddle-shape and lobed or irregularly toothed, glabrous above, sparsely hairy beneath,; petioles are red and hairy; leaves at the top, just below the inflorescences, are opposite, fiddle-shape and lobed or entire and obovate, partly or wholly colored with orange, orange-red or red; from a distance they appear to be flower petals.  All parts of the plant excrete milky and sticky sap when crushed or damaged.  Flowers incospicious, tiny, yellowish- green, in terminal cup-shape structures called cyathia; each cyathium consists of 3 parts: 3-5 generally 3 male flowers (stamens), a large female ovary with 3 styles below stamens and a funnel-shape yellowish-green nectary gland which has kidney-shape or curved-oblong opening; peduncles short, green and glabrous; ovary develops quickly into 3-loculus green to reddish-green and subovoid capsule, topped with stigma, enclosing dark brown, ovoid seeds.  Flowering time June-November.  Native to North and South America.  Common plant in Cyprus.

monoecious**= male and female flowers are on the same plant

Περιγραφή

Μονοετές, διακοσμητικό και μόνοικο** φυτό ύψους μέχρι 80m.  Ρίζα κοντή και χοντρή με νηματοειδή πλευρικά παράριζα.  Βλαστός όρθιος, κυλινδρικός και με αραιές τρίχες προς τη βάση, με μεγαλύτερη διακλάδωση, γωνιώδης και άτριχος ψηλότερα.  Υπάρχει μεγάλη ποικιλία φύλλων.  Τα κατώτερα και μεσαία είναι κατ εναλλαγή, απλά, έμμισχα, σε σχήμα γενικά ωοειδές ή επίμηκες ελλειψοειδές και με 2 μεγάλα πλάγια βυθίσματα που του δίνουν σχήμα βιολιού, γυμνά από πάνω, με αραιό τρίχωμα από κάτω.  Τα ανώτερα, ακριβώς κάτω από τα άνθη είναι αντίθετα, σε σχήμα βιολιού και λοβωτά ή αντωειδή και ακέραια και έχουν πορτοκαλί, κοκκινοπορτοκαλί ή κόκκινο χρώμα, ολόκληρα ή εν μέρει και με το χρώμα να ξεκινά από τη βάση του φύλλου.  Μίσχος κοκκινωπός και αραιά τριχωτός.  Ο βλαστός και τα φύλλα εκκρίνουν γαλακτώδη και κολλώδη χυμό αν συνθλιβούν ή τραυματισθούν.  Άνθη αφανή, πολύ μικρά, πρασινοκίτρινα, σε επάκριους κυπελλοειδείς σχηματισμούς που ονομάζονται κυάθια.  Κάθε κυάθιο αποτελείται από 3 βασικά μέρη: από το αρσενικό που είναι 3-5 στήμονες ( συνήθως 3), μια μεγάλη ωοθήκη με 3 στύλους πιο κάτω (θηλυκό άνθος) και ένα χοανοειδή, πρασινοκίτρινο νεκταριοφόρο αδένα, με νεφροειδές ή καμπύλο άνοιγμα.  Ποδίσκος άνθους πράσινος, κοντός και γυμνός.  Η ωοθήκη αναπτύσσεται γρήγορα σε μια πρασινοκόκκινη σφαιροειδή κάψα που φέρει στίγμα από πάνω, ενώ εσωτερικά περικλείει αυγοειδή σπέρματα με σκούρο καφέ χρώμα.  Άνθιση Ιούνιος-Σεπτέμβριος.  Πατρίδα του η Βόρεια και Νότια  Αμερική.  Κοινό φυτό της Κύπρου.

η κυαθοφόρος* = Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα

μόνοικο** = αρσενικά και θηλυκά άνθη πάνω στο ίδιο φυτό.

Arisarum vulgare

Name/Όνομα:  Αρίσαρον το κοινό   

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Arisarum vulgare Targ. Tozz.

Common name/Κοινό όνομα:  Friar’s Cowl, larus, λυχναράκι

Family/Οικογένεια:  ARACEAE

 

Description

It is herbaceous, perennial and rhizomatus plant, growing up to 30cm tall; stem erect, glabrous, whitish, blotched reddish, borne directly from the underground rhizome (roodstock) and carrying a spathe on the top; spathe is a modified bract or bracts partly enclosing the spadix(flower), it looks like an erect white and cylindrical tube, having the top opened, allowing the upper part of the spadix to be exserted; externally, spathe is covered with greenish or brownish-green longitudinal stripes; internally there is the spadix(flower), which is a fleshy whitish axis slightly exceeding spathe, bearing the reproductive organs of the plant; male organs are located on the top and female organs at the basis of the axis.  The upper part of the spadix is slender, cylindrical, green or brownish-green and is bending downwards.  Leaves 1or 2, all basal and somewhat parallel to the ground, they are simple, heart-shape or arrow-shaped and glossy green with long petiole.  Flowering time December-May.   Fruit are small brownish berries.  Native to Mediterranean region, southern Europe and northern Africa.  Hab:  On grassy, shady or sunny slopes on calcareous or igneous banks, from sea level to 300m alt.

Περιγραφή

Πολυετές και ποώδες φυτό με κονδυλώδη ρίζα και ύψος μέχρι 30cm.  Βλαστός όρθιος, γυμνός και ασπριδερός, με οβάλ κοκκινωπές κηλίδες, αναπτυσσόμενος απ ευθείας από τον υπόγειο κόνδυλο ενώ στην κορυφή φέρει την σπάθη, η οποία είναι μεταφορφωμένο/α βράκτιο/α και περικλείει εν μέρει τον σπάδικα, μοιάζει με ένα λευκό και κυλινδρικό όρθιο σωλήνα που είναι ανοικτός στο άνω μέρος επιτρέποντας έτσι στο άνω μέρος του σπάδικα να βγει έξω από τον σωλήνα.  Εξωτερικά η σπάθη φέρει επιμήκεις πρασινωπές ή καστανοπράσινες στενές ραβδώσεις.  Εσωτερικά υπάρχει ο σπάδιξ (άνθος) που είναι ένας όρθιος, ασπριδερός και σαρκώδης άξονας που βγαίνει λίγο από τον σωλήνα και φέρει τα αναπαραγωγικά όργανα του φυτού.  Τα αρσενικά όργανα βρίσκονται στο άνω μέρος ενώ τα θηλυκά στην βάση του άξονα.  Το άνω μέρος του σπάδικα που εξέρχεται της σπάθης είναι πρασινωπό ή καστανοπράσινο και είναι λυγισμένο προς τα κάτω.  Τα φύλλα είναι ένα ή δύο, όλα στη βάση και σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, είναι απλά, καρδιόσχημα ή βελοειδή, γυμνά και γυαλιστερά με μακρύ μίσχο.  Ανθίζει Δεκέμβριο-Μάιο.  Ο καρπός είναι μικρές καστανού χρώματος ρόγες.  Κοινό φυτό της Κύπρου, με πατρίδα την Μεσογειακή ζώνη, τη νότια Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική και απαντάται σε χορταριασμένες σκιερές ή ακόμη ηλιόλουστες  ασβεστολιθικές εκτάσεις ή σε περιοχές πυριγενών πετρωμάτων από 0-300m υψόμετρο.

Hedera helix

Name/Όνομα :  Ετέρα η έλιξ*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα Hedera helix L

Common name/ Κοινό όνομα: Common ivyEnglish ivy, Κισσός  

Family/Οικογένεια:    ARALIACEAE

Description

Evergreen, perennial, woody and aggressive ornamental fast growing climber, which can reach 25m high if supported or if there are nearby natural surfaces (walls, trees); it can also grow as a ground cover in the landscape; young stems are green, turning to brownish with age; the plant climbs using its aerial roots; these roots attaching to the substrate, exude an adhesive material enabling the roots to cling to the bark of the trees.  All leaves are alternate, simple, glossy, dark green above, light green beneath and petiolate, but there are 2 types of leaf-margin: simple and palmately lobed; simple leaves (unlobed)are ovate or cordate mature leaves and they occur on flowering stems(no aerial roots) when the plant is exposed to full sun, while palmately lobed are new leaves developed on climbing stems.  The flowers are hermaphrodite, actinomorphic, on terminal compound spherical sciadiums** ( a number of umbel-like spherical clusters), each held on a hairy peduncle; petals 5, ovate having the midvein straight, green to yellow, hairless, often deflexed; stamens 5, filaments free and almost equal, glabrous, whitish; anthers somewhat kidney-shaped, purplish externally (when they are closed), yellow at maturity; style in the center of the honey disc, pale orange, prominently exserted;  flowering time September-December(Cyprus)  The fruit is a black( usually) or orange-yellow(rarely) drube(berry) containing up to 5 seeds.  Native to Europe, North Africa and western Asia.

Sciadium** = Greek word referring to umbel-like inflorescence.

Περιγραφή

Αειθαλές, πολυετές, ξυλώδες και διακοσμητικό επιθετικό αναρριχητικό φυτό, με γρήγορη ανάπτυξη, που μπορεί να φθάσει τα 25m ύψος, αν υποστηριχθεί κατάλληλα ή αν υπάρχουν εκεί φυσικές επιφάνειες όπως δένδρα και τοίχοι, συχνά όμως χρησιμοποιείται για την κάλυψη εδάφους σε υπαίθριους χώρους.  Οι νεαροί βλαστοί είναι πράσινοι, μετατρεπόμενοι σε καστανούς στην ενηλικίωση.  Ο κισσός για την αναρρίχησή του χρησιμοποιεί κατασκευές που μοιάζουν με μικρές εναέριες ρίζες, οι οποίες κατά την επαφή τους με κάποια επιφάνεια εκκρίνουν κολλητική ουσία η οποία συνδέει το φυτό με το υποκείμενο υπόστρωμα, που μπορεί να είναι ο φλοιός ενός δένδρου.  Όλα τα φύλλα είναι κατ ̕ εναλλαγή, απλά, έμμισχα, σκοτεινοπράσινα στην άνω και ανοικτοπράσινα στην κάτω επιφάνεια αλλά υπάρχουν 2 τύποι φύλλων ανάλογα με το σχήμα του χείλους: απλά και παλαμόλοβα.  Απλά( χωρίς λοβούς) είναι τα ωοειδή ή καρδιόσχημα ώριμα φύλλα που βρίσκονται στους ανθοφόρους βλαστούς (χωρίς εναέριες ρίζες) όταν εκτίθενται σε άμεσο ηλιακό φως και τα οποία φέρουν αστεροειδείς τρίχες στην κ. επιφάνεια, ενώ τα παλαμόλοβα βρίσκονται επί των αναρριχητικών κλάδων.  Άνθη  ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, σε επάκρια σύνθετα και σφαιρικά σκιάδια.  Πέταλα 5, ωοειδή, πρασινοκίτρινα, με ευθύγραμμο το κεντρικό νεύρο, άτριχα, συχνά με τις άκρες γυρισμένες προς τα πίσω.  Στήμονες 5, νήματα ελεύθερα και σχεδόν ισομήκη, άτριχα και λευκωπά. Ανθήρες με κάπως νεφροειδές σχήμα και με καστανορόδινο χρώμα όταν είναι κλειστοί, με κίτρινο χρώμα αργότερα. Ο στύλος ξεπροβάλλει από το κέντρο μελιτοφόρου δίσκου, με ανοικτό πορτοκαλί χρώμα, πολύ εμφανής.  Άνθιση  Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος (Κύπρος). Ο καρπός είναι μια μαύρη (συνήθως) ή κίτρινη (σπάνια) στρογγυλή δρύπη με 1-5 σπέρματα. Πατρίδα του η Ευρώπη, η Βόρεια Αφρική και Δυτική Ασία.                            *Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι  εισήγηση του συγγραφέα.

Ceratonia siliqua

Name/Όνομα :  Κερατονία η έλλοβος

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Ceratonia siliqua L.

Common name/ Κοινό όνομα:  Carob tree, caroubier, karubenßaum, carrubo, alfarrobeira garrover, al-kharoubah, charnup, Κερατονία, Κερατέα, Τερατσιά

 Family/Οικογένεια:  FABACEAE

                                                                       

 Description

 Evergreen, long-lived, monoecious or dioecious tree, with deep rooting system growing up to 15m high but usually smaller; trunk thick and woody, crown hemispherical, bark greyish -brown, rough, wrinkled, forming large cavities in very old trees; branches many, gray and sturdy.  Leaves alternate, compound, petiolate, pinnatisect, even—pinnate; leaflets nearly in pairs, ovate or rounded, glossy, glabrous, dark green above, pale green beneath and covered with thick epidermis, margin entire, base rounded, apex emarginated, petiolule* short yellowish and glabrous; male, female or hermaphrodite flowers are born in racemes along old branches or directly on the trunk; all 3 kinds of green flowers, are born on different trees but generally a tree can bear unisex or hermaphrodite flowers; less common are the trees that bear male and female flowers together; hermaphrodite flowers are rare;  corolla is absent; male and female flowers bear stamens and a pistil but the stamens are rudimentary on female and the pistil is rudimentary on male flowers; all flowers secret nectar.  The fruit is a legume (pot), strait or curved, wrinkled, black and hard at maturity; seeds many, brown and hard.  Flowering time September–November.  Native to East Mediterranean region ( Cyprus, Turkey, Syria).  The term “carat” which is the unit for measuring the weight of gold, is derived from the Greek word “keration”(Ceratonia siliqua).  In the past, people in the Middle East used seeds of carob tree for weighing gold (the weight of 1 seed is almost equal to 1 carat).  * a stalk of a leaflet of a compound leaf

 Περιγραφή

Αειθαλές, μακρόβιο, μόνοικο ή δίοικο δέντρο, με βαθύ ριζικό σύστημα και ύψος που φθάνει τα 15m, αλλά συνήθως χαμηλότερο.  Κορμός χοντρός και ξυλώδης που μπορεί να σχηματίζει κουφάλες σε μεγαλύτερη ηλικία.  Φύλλωμα ημισφαιρικό, φλοιός γκρίζος ή καστανός, με ανώμαλη επιφάνεια, ρυτιδωμένος.  Κλάδοι αρκετοί, γκρίζοι και ανθεκτικοί. Φύλλα κατ εναλλαγή, σύνθετα, πτερωτά, έμμισχα, αρτιόληκτα.  Φυλλάρια, σχεδόν κατά ζεύγη (εκτός του τελευταίου), γυμνά, γυαλιστερά, ανοικτοπράσινα από πάνω, σκοτεινοπράσινα από κάτω και με χοντρή επιδερμίδα να τα καλύπτει, με ακέραιο χείλος, βάση στρογγυλή, με εγκοπή στην κορυφή, με γυμνό και κιτρινωπό μίσχο.  Αρσενικά, θηλυκά ή ερμαφρόδιτα άνθη είναι πράσινα, αναπτύσσονται σε βότρεις κατά μήκος κλάδων μεγαλύτερης ηλικίας ή απ ευθείας από τον κορμό.  Τα 3 είδη ανθέων βρίσκονται σε διαφορετικά δένδρα, αλλά γενικά ένα δένδρο μπορεί να έχει αρσενικά ή θηλυκά άνθη.  Λιγότερα είναι τα δένδρα που έχουν μαζί αρσενικά και θηλυκά άνθη.  Δένδρα με ερμαφρόδιτα άνθη είναι σπάνια.  Η στεφάνη απουσιάζει.  Όλα τα άνθη παράγουν νέκταρ και έχουν και στήμονες και ύπερο, αλλά στα αρσενικά ό ύπερος είναι υποτυπώδης, ενώ στα θηλυκά είναι υποτυπώδεις οι στήμονες.  Ο καρπός είναι λοβός, ευθύς ή με κλίση, ρυτιδωμένος, πράσινος στην αρχή, με μαύρο χρώμα και σκληρός όταν ωριμάσει.  Σπέρματα αρκετά, σκληρά και με καφέ χρώμα.  Άνθιση Σεπτέμβριος-Οκτώβριος.  Πατρίδα του η Ανατολική Μεσογειακή ζώνη( Κύπρος, Τουρκία, Συρία).  Ο όρος «καράτιο» που είναι η μονάδα μέτρησης του βάρους του χρυσού, προέρχεται από την Ελληνική λέξη «κεράτιον», από το όνομα της ξυλοκερατέας (Ceratonia s.).  Στα παλιά χρόνια οι λαοί της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιούσαν τα σπέρματα της χαρουπιάς για να ζυγίσουν χρυσάφι.(Το βάρος ενός σπέρματος ισούται περίπου με το βάρος ενός καρατίου).

Ficus sycomorus

Name/Όνομα:  Συκιά η συκομουριά

Scientific name/Επιστημονικό όνομαFicus sycomorus L.

Common name/Κοινό όνομα: Wild fig, Stranglerfig, Sycamore, bush fig, fig-mulberry Sykomore, Συκομορέα, συκομουριά,Τουμπεζιά

Family/Οικογένεια: MORACEAE

Description

Evergreen or semi-deciduous large tree up to 20m tall, with spreading branches and open canopy; trunk short and thick, occasionally supported, with gray to pale brown bark, sometimes with orange-yellowish loose scales; young branches pale green, thinly pilose; older branches scattered with scars and grooves with pale pink slashes,; Leaves alternate, simple, entire, ovate, apex obtuse, base heart-shaped, petiole greenish to pale brown, thinly hairy.  All parts exude milky latex when broken or wounded.  Flowers monoecious, small, greenish and inconspicuous inside the fruit ( edible fig) which in reality is an obovate, suborbicular, fleshy and soft syconium*, with a small hole on the upper end.  Most fig cultivars need no pollination.  Pollination, where is needed, is very complicated and is carried out by a specific wasp.  Figs solitary or in pairs, are born from leafless short branches, on leaf axils or on old branches or on trunks; figs are almost glabrous, with soft and sweet yellowish flesh; at first they are green, turning to yellowish-red and finally to reddish purple. Flowering period March-August.  Native to east Africa.

*syconium* a compound fruit containing many ovaries

 Περιγραφή

Αειθαλές ή εν μέρει αειθαλές μεγάλο δένδρο ύψους μέχρι 20m, με απλωτούς κλάδους και ανοικτή κόμη.  Κορμός κοντός και χοντρός, περιστασιακά υποστηριζόμενος.  Φλοιός με γκρίζο προς ανοικτό καστανό χρώμα, κάποτε με πορτοκαλοκίτρινες χαλαρές λεπιοειδείς επιφάνειες που τελικά αποχωρίζονται από τον κορμό.  Πολύ νεαροί κλάδοι είναι πρασινοκαστανοί και πολύ ελαφρά χνουδωτοί, ενώ οι παλαιότεροι είναι γκριζωποί και γυμνοί με αρκετά αυλάκια, σχισμές και ουλές.  Όλα τα μέρη του αποβάλλουν γαλακτώδη χυμό εάν κοπούν ή τραυματισθούν.  Φύλλα κατ εναλλαγή, ωοειδή, απλά, ακέραια, με στρογγυλή κορυφή και καρδιοειδή βάση, με ελαφρά τριχωτό μίσχο και με πολύ εμφανή  κιτρινωπά νεύρα στην κάτω επιφάνεια.  Άνθη μονογενή, μικρά, πρασινωπά και άσημα, εγκλωβισμένα μέσα στο ώριμο «σύκο» που είναι ένα αντωειδές, σαρκώδες και υποσφαιρικό συγκάρπιο, με ένα μικρό άνοιγμα στο άνω μέρος.  Οι περισσότερες ποικιλίες σύκων δε χρειάζονται επικονίαση, αλλά εκεί όπου απαιτείται είναι μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη και επιτυγχάνεται από ένα συγκεκριμένο έντομο.  Άνθιση-καρπός Μάρτιος-Αύγουστος.  Οι ώριμοι καρποί, μεμονωμένοι ή σε ζεύγη, εκφύονται από μασχαλιαίους οφθαλμούς, από παλαιούς κλάδους ή από τον κορμό, πάνω σε άφυλλα μικρά κλαδιά και είναι σχεδόν γυμνοί, με μαλακή, γλυκιά και κιτρινωπή σάρκα, είναι αρχικά πράσινοι, μετά κιτρινορόδινοι και τελικά ρόδινοι προς κοκκινωποί  Πατρίδα του η  Δυτική Αφρική.

Ailanthus altissima

Name/Όνομα : Αΐλανθος η υψηλότατη

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Ailanthus altissima (Mill.) Swingle

Common name/ Κοινό όνομα:  Tree of heaven, Copal tree, Chinese Sumac, Αΐλανθος, ΒρωμοκαρυδιάΒρωμόδεντρο

Family/Οικογένεια:   SUMAROUBACEAE

Description

Dioecious*and deciduous  tree up  to 30m high; It is a rapid growing tree with cylindrical trunk; bark thin, gray, often fissured.  Young branches pubescent and reddish; leaf scars visible on older branches.  Leaves alternate, compound, pinnatisect, odd-pinnate, with purplish or reddish petiolate, which is swollen at base; leaflets nearly in pairs ( not exactly opposite), petiolate, obovate-lanceolate, entire but there are teeth near the base which bear glands at the tip, dark green, glabrous and glossy above; visible pinnate venation, pale green and hairy below(when young), apex acuminate, base round;  Flowers greenish-yellow ( male or female) on terminal panicles; male flowers emit unpleasant scent; calyx 5-lobed; sepals 5;  stamens 10.  The fruit is a reddish slightly twisted samara** with one elliptic seed at the center.  Flowering time June – August.  Native to China. The tree has been cultivated for its resistance to pollution and diseases.

Samara** = a winged achene

Περιγραφή

Δίοικο και φυλλοβόλο δέντρο ύψους μέχρι 30m. Είναι δένδρο με πολύ γρήγορη ανάπτυξη και έχει κυλινδρικό κορμό, ενώ ο φλοιός του είναι λεπτός, με γκρίζο χρώμα που συχνά είναι ζαρωμένος. Νεαροί κλάδοι ελαφρά τριχωτοί και κοκκινωποί. Σε παλαιότερους κλάδους είναι εμφανή τα σημάδια από την αποκοπή των μίσχων.  Φύλλα κατ εναλλαγή, σύνθετα, πτεροσχιδή, περιττόληκτα, με ρόδινο ή κοκκινωπό μίσχο, ο οποίος στη βάση είναι διογκωμένος. Φυλλάρια γενικά κατά ζεύγη, έμμισχα, λογχοειδή-αντωειδή, ακέραια, με στρογγυλή βάση και σχεδόν μυτερή κορυφή. Στη βάση του φύλλου φέρουν 2-4 δόντια τα οποία στα άκρα τους φέρουν αδένες. Άνθη πρασινοκίτρινα (αρσενικά και θηλυκά σε διαφορετικά δένδρα )  σε επάκρια φόβη.  Τα αρσενικά άνθη αναδίδουν δύσοσμη μυρωδιά. Κάλυκας 5-λοβος, πέταλα 5,  στήμονες 10.  Ο καρπός είναι ένα  κοκκινωπό μερικώς περιελιγμένο σαμάριο** με ένα ελλειψοειδές σπέρμα στο κέντρο. Ανθίζει Ιούνιο – Αύγουστο. Πατρίδα του η Κίνα. Καλλιεργείται σε όλες τις ηπείρους λόγω της ικανότητας του να ανθίσταται στη ρύπανση και τις ασθένειες.

Morus nigra

Name/Όνομα:   Μορέα η μαύρη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομαMorus nigra L.   

Common name/Κοινό Όνομα:  Black mulberry, Συκαμινιά, Βαβατσινιά   

Family/Οικογένεια:  MORACEAE.  

 

Description

Plant:  Deciduous, monoicous or dioecious tree, up to 10 m high.    

Trunk-branches:  Trunk short, erect or curved, much-branched; bark gray and scaly; young branches green and glabrous; branches erect or spreading, giving an open shape with a dense foliage.

Leaves:  Alternate, broadly-ovate, simple, entire or variously lobed, petiolate, cordate at the base, acute or obtuse at apex, margins obtusely serrate, upper surface dark green and rough with sparse, short and stiff hairs, pale green and pubescent beneath; petiole short, less than 1.5 cm, hairy, excluding latex when cut.       

Flowers:  Unisexual, numerous, green, inconspicuous, on pendulous, axillary, ovoid or cylindrical catkins; male and female flowers may occur on the same or separate trees;          

Flowering time:  April-May.     

Fruit:  Ovoid or cylindrical syncarp*, made up of many achenes; when the fruit matures, is red or black, juicy and very tasty (June-July).       

Native:  Iran.  

 

Περιγραφή

Φυτό:  Φυλλοβόλο, μόνοικο* ή δίοικο** δένδρο με ύψος μέχρι 10 μ.  

Κορμός:  Κοντός, όρθιος ή λυγισμένος, πολύκλαδος.  Φλοιός γκρίζος και ρυτιδωμένος.  Νεαροί κλάδοι πράσινοι και άτριχοι.  Κλάδοι όρθιοι ή απλωμένοι, δίνοντας ένα ανοικτό σχήμα, με πυκνό φύλλωμα.      

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, πλατειά-ωοειδή με καρδιοειδή βάση, απλά, ακέραια ή ποικιλοτρόπως λοβωτά, έμμισχα, οξύκορφα ή πλατύκορφα, με πλατειά-πριονωτά χείλη, σκουροπράσινα και με ανώμαλη υφή από πολύ κοντές και σκληρές τρίχες στην άνω επιφάνεια, με χνουδωτό και χλωμό πράσινο χρώμα στην κάτω.  Μίσχος κοντός, λιγότερο από 1.5 εκ, τριχωτός, και αποβάλλει γαλακτώδη χυμό αν κοπεί.

Άνθη:  Αρσενικά ή θηλυκά, πολυάριθμα, πράσινα, μη ελκυστικά, σε κρεμάμενους, μασχαλιαίους, ωοειδείς ή κυλινδρικούς Ίουλους***.  Αρσενικά ή θηλυκά άνθη μπορεί να βρίσκονται και πάνω στο ίδιο ή διαφορετικό δένδρο.

Άνθιση:  Απρίλιος-Μάιος.  

Καρπός:  Ωοειδές ή κυλινδρικό συγκάρπιο#, αποτελούμενο από πολλά αχαίνια##.  όταν ο καρπός ωριμάσει γίνεται κόκκινος ή μαύρος, ζουμερός και με ωραία γεύση (Ιούνιος-Ιούλιος).  

Πατρίδα:  Ιράν.

 

  • Μονογενή είναι τα άνθη που είναι μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά, δηλ έχουν μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο.
  • Μόνοικο είναι το φυτό πάνω στο οποίο υπάρχουν και αρσενικά και θηλυκά άνθη.
  • Δίοικο είναι το φυτό πάνω στο οποίο υπάρχουν μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά άνθη, δηλ τα αρσενικά και θηλυκά άνθη βρίσκονται σε διαφορετικά φυτά.
  • Ίουλος = όταν ο κύριος άξονας είναι χαλαρός και η κρεμάμενη συνήθως ταξιανθία πέφτει ολόκληρη κατά την ωρίμανση.
  • Συγκάρπιο είναι ο καρπός όπου τα σαρκώδη περιάνθια φύλλα, συγκρατούν γονιμοποιημένες ωοθήκες πολλών θηλυκών ανθέων
  • Αχαίνιο είναι ο καρπός όπου ο φλοιός του σπέρματος, το δερματώδες περικάρπιο και ο ανθικός άξονας, συμφύονται.