Name/Όνομα : Κερατονία η έλλοβος
Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Ceratonia siliqua L.
Common name/ Κοινό όνομα: Carob tree, caroubier, karubenßaum, carrubo, alfarrobeira garrover, al-kharoubah, charnup, Κερατονία, Κερατέα, Τερατσιά
Family/Οικογένεια: FABACEAE
Description
Evergreen, long-lived, monoecious or dioecious tree, with deep rooting system growing up to 15m high but usually smaller; trunk thick and woody, crown hemispherical, bark greyish -brown, rough, wrinkled, forming large cavities in very old trees; branches many, gray and sturdy. Leaves alternate, compound, petiolate, pinnatisect, even—pinnate; leaflets nearly in pairs, ovate or rounded, glossy, glabrous, dark green above, pale green beneath and covered with thick epidermis, margin entire, base rounded, apex emarginated, petiolule* short yellowish and glabrous; male, female or hermaphrodite flowers are born in racemes along old branches or directly on the trunk; all 3 kinds of green flowers, are born on different trees but generally a tree can bear unisex or hermaphrodite flowers; less common are the trees that bear male and female flowers together; hermaphrodite flowers are rare; corolla is absent; male and female flowers bear stamens and a pistil but the stamens are rudimentary on female and the pistil is rudimentary on male flowers; all flowers secret nectar. The fruit is a legume (pot), strait or curved, wrinkled, black and hard at maturity; seeds many, brown and hard. Flowering time September–November. Native to East Mediterranean region ( Cyprus, Turkey, Syria). The term “carat” which is the unit for measuring the weight of gold, is derived from the Greek word “keration”(Ceratonia siliqua). In the past, people in the Middle East used seeds of carob tree for weighing gold (the weight of 1 seed is almost equal to 1 carat). * a stalk of a leaflet of a compound leaf
Περιγραφή
Αειθαλές, μακρόβιο, μόνοικο ή δίοικο δέντρο, με βαθύ ριζικό σύστημα και ύψος που φθάνει τα 15m, αλλά συνήθως χαμηλότερο. Κορμός χοντρός και ξυλώδης που μπορεί να σχηματίζει κουφάλες σε μεγαλύτερη ηλικία. Φύλλωμα ημισφαιρικό, φλοιός γκρίζος ή καστανός, με ανώμαλη επιφάνεια, ρυτιδωμένος. Κλάδοι αρκετοί, γκρίζοι και ανθεκτικοί. Φύλλα κατ εναλλαγή, σύνθετα, πτερωτά, έμμισχα, αρτιόληκτα. Φυλλάρια, σχεδόν κατά ζεύγη (εκτός του τελευταίου), γυμνά, γυαλιστερά, ανοικτοπράσινα από πάνω, σκοτεινοπράσινα από κάτω και με χοντρή επιδερμίδα να τα καλύπτει, με ακέραιο χείλος, βάση στρογγυλή, με εγκοπή στην κορυφή, με γυμνό και κιτρινωπό μίσχο. Αρσενικά, θηλυκά ή ερμαφρόδιτα άνθη είναι πράσινα, αναπτύσσονται σε βότρεις κατά μήκος κλάδων μεγαλύτερης ηλικίας ή απ ευθείας από τον κορμό. Τα 3 είδη ανθέων βρίσκονται σε διαφορετικά δένδρα, αλλά γενικά ένα δένδρο μπορεί να έχει αρσενικά ή θηλυκά άνθη. Λιγότερα είναι τα δένδρα που έχουν μαζί αρσενικά και θηλυκά άνθη. Δένδρα με ερμαφρόδιτα άνθη είναι σπάνια. Η στεφάνη απουσιάζει. Όλα τα άνθη παράγουν νέκταρ και έχουν και στήμονες και ύπερο, αλλά στα αρσενικά ό ύπερος είναι υποτυπώδης, ενώ στα θηλυκά είναι υποτυπώδεις οι στήμονες. Ο καρπός είναι λοβός, ευθύς ή με κλίση, ρυτιδωμένος, πράσινος στην αρχή, με μαύρο χρώμα και σκληρός όταν ωριμάσει. Σπέρματα αρκετά, σκληρά και με καφέ χρώμα. Άνθιση Σεπτέμβριος-Οκτώβριος. Πατρίδα του η Ανατολική Μεσογειακή ζώνη( Κύπρος, Τουρκία, Συρία). Ο όρος «καράτιο» που είναι η μονάδα μέτρησης του βάρους του χρυσού, προέρχεται από την Ελληνική λέξη «κεράτιον», από το όνομα της ξυλοκερατέας (Ceratonia s.). Στα παλιά χρόνια οι λαοί της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιούσαν τα σπέρματα της χαρουπιάς για να ζυγίσουν χρυσάφι.(Το βάρος ενός σπέρματος ισούται περίπου με το βάρος ενός καρατίου).