Archives

Author Archive for savvas

Linum bienne

Name/Όνομα:  Λίνο το διετές.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Linum bienne Mill.

Common name/Κοινό Όνομα:   Pale flax.

Family/Οικογένεια:    LINACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Annual, biennial or short-lived perennial herb, growing up to 40 cm high.  

Stem/s:   Erect or ascending, branched from the base, leafy, cylindrical and glabrous, obscurely striate.

Leaves:  Alternate, simple and entire, sheathing, the lower oblong, the upper linear-lanceolate, acute.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in lax, leaf-opposed cymes; sepals 5, erect, ovate-acuminate, margins membranous having the upper part irregularly notched; sepals persistent in fruiting; petals 5, spreading, obovate, pale mauve or pale blue with darker nerves; stamens 5, anthers narrowly oblong, blue when immature turning to yellow with age; ovary superior and spherical, styles 2, stigmas 2, clavate.

Flowering time:   January-June.

Fruit:   Spherical dehiscent capsule enclosing about 10 seeds.

Habitat:  Field limits, waste ground, hillsides, near streams and channels or rocky fields, usually near the sea, 0-1200 m alt.

Native:   Mediterranean region, Western Europe.

 

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετής, διετής ή μικρής διάρκειας πολυετής πόα με ύψος μέχρι 40 εκ.

Βλαστός/οί:  Όρθιοι ή ανερχόμενοι, διακλαδωμένοι από την βάση, φυλλώδεις, κυλινδρικοί και άτριχοι με αφανείς ραβδώσεις.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και ακέραια, περίβλαστα, τα χαμηλότερα προμήκη, τα ανώτερα γραμμοειδή-λογχοειδή και οξυκόρυφα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρές θυσανοειδείς ταξιανθίες που εκφύονται απέναντι των φύλλων.  Σέπαλα 5, όρθια, ωοειδή-οξυκόρυφα με μεμβρανώδη χείλη που φέρουν στο άνω μισό άνισες μικρές εγκοπές.  Τα σέπαλα παραμένουν στην καρποφορία. Πέταλα 5, απλωμένα, αντωειδή, με ανοικτό μωβ ή ανοικτό μπλε χρώμα με πιο σκούρες νευρώσεις.  Στήμονες 5, ανθήρες στενοί και προμήκεις, με μπλε χρώμα στην αρχή αλλά με κίτρινο τελικά.  Ωοθήκη σφαιρική και επιφυής, στύλοι 2, στίγματα 2, ροπαλοειδή.

Άνθιση:   Ιανουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Σφαιρική και διαρρηκτή κάψα με 10 περίπου σπέρματα.   

Ενδιαίτημα:   Όρια αγρών, άγονα εδάφη, λοφοπλαγιές, κοντά σε ρυάκια και κανάλια, συνήθως κοντά στις ακτές, από 0-1200 μ υψόμετρο

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ευρώπη.

Cedrus brevifolia

Name/Όνομα:  Κέδρος η βραχύφυλλη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Cedrus brevifolia* (Hook. f.) A. Henry

Common name/Κοινό Όνομα:  Cyprus cedar, Kibris sediri, Κέδρος, Κέδρο.

Family/Οικογένεια:    PINACEAE

 

 

Description

Plant:   Evergreen, resinous  and long-lived tree growing up to 30 m high. 

Trunk/Bark/Branches:  Trunk thick, straight (generally), bark fissured with ridges and cracks, grey-brown or blackish-brown, crown pyramidal turning to umbrella-like shape; young long shoots brown ± hairy, forming with age spreading horizontal branches; buds with imbricate brown scales.

Leaves:  Needle-like with resin canals, thick, straight or slightly curved inwards, glaucous-green and ± pointed, sometimes terminate in short spine; needles on short shoots are in spreading and crowded  whorls, those on long shoots are spirally arranged.

Flowers:  Unisex in terminal scaly strobili on short shoots; male strobili cylindrical, greenish/yellowish or pale brown when mature; female strobili barrel-shaped, dark greyish-brown or reddish, with numerous, broad, flattened and fan-shaped scales; seeds appear after 2 or 3 years.

Flowering time:   September-October. Fruiting time:  Late autumn-winter.

Fruit:  Woody, barrel-shaped cone, bearing numerus obovate and winged brown seeds.    

Habitat:  Mountainsides on igneous ground, 1075-1400 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus ( Tripylos, Troodos, Pentadactylos) .

 

*Brevifolia = brevis (short) + folium(leaf)

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλές, ρητινοφόρο και μακρόβιο δένδρο με ύψος μέχρι 30 μ.

Κορμός/Φλοιός/Κόμη:   Κορμός όρθιος, γενικά ευθύς, φλοιός με αυλακώσεις και σκισίματα, γκρίζο-καστανός ή μαύρο-καστανός, κόμη στην αρχή πυραμιδοειδής μετατρεπόμενη με την πάροδο του χρόνου σε τραπεζοειδή ή σε σχήμα ομπρέλας.  Νεαροί κλάδοι καστανοί και ± τριχωτοί, οι οποίοι με την ηλικία απλώνονται και γίνονται οριζόντιοι.  Οφθαλμοί με αλληλεπικαλυπτόμενα καστανά λέπια.

Φύλλα:     Βελονοειδή και ρητινοφόρα, χοντρά, ίσια ή λυγισμένα προς τα μέσα, γλαυκοπράσινα και ± μυτερά.  Βελόνες που αναπτύσσονται σε βραχυκλάδια είναι απλωμένες και αναπτύσσονται σε πυκνούς σπονδύλους, ενώ των μακροκλαδίων σε σπειροειδή διάταξη.

Άνθη:   Μονογενή σε επάκριους στροβίλους που εκφύονται πάνω σε βραχυκλάδια.  Αρσενικοί στρόβιλοι κυλινδρικοί, με πρασινωπό, κιτρινωπό ή ανοικτό καφέ χρώμα όταν ωριμάσουν.  Θηλυκοί στρόβιλοι μεγαλύτεροι, βαρελοειδείς, με σκούρο γκριζο-καστανό ή κοκκινωπό χρώμα, με πολυάριθμα, πλατειά και πυκνά λέπια.  Τα σπέρματα εμφανίζονται μετά από 2 ή 3 χρόνια.

Άνθιση:   Σεπτέμβριος-Οκτώβριος.  Καρποφορία:  Τέλος Φθινοπώρου-Χειμώνας.

Καρπός:  Ξυλώδης βαρελοειδής κώνος με πολυάριθμα αντωειδή και πτερυγωτά καφέ σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Βουνοπλαγιές πάνω σε πυριγενή πετρώματα, 1075-1400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου ( Τρίπυλος, Τρόοδος, Πενταδάκτυλος)

Samolus valerandi

Name/Όνομα:  Σάμολους βαλεράντι*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Samolus valerandi L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Brookweed.

Family/Οικογένεια:    PRIMULACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα. 

Βαλεράντι από το όνομα του βοτανολόγου Douvez Valerand.

 

Description

 

Plant:   Perennial herb growing up to 35 cm high. 

Stem/s:   Erect, weak, leafy, slightly striate, ± branched, greenish and glabrous.

Leaves:   Alternate, obovate, simple and entire, petiolate, mostly basal forming a loose rosette, pale green and glabrous;  petiole flattened; apex rounded; venation obscure; cauline leaves similar, few and smaller.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered terminal and long-stalked racemes; bracts lanceolate, minute; calyx cup-shaped with 5 oblong-ovate and obtuse lobes fused at the base, green and glabrous; corolla white with 5 tongue-shaped and white lobes, apex truncate, rounded or slightly emarginated; stamens 5 opposite corolla lobes, anthers   yellow, introrse, 2-thecous, longitudinally dehiscent; ovary globose, semi-inferior, style 1, stigma 1.

Flowering time:    April-August.

Fruit:   Capsule.    

Habitat:    Near springs and streams, on moist and shady ground, 0-1375 m alt.

NativeCosmopolitan plant.

 

* Douvez Valerand = Botanist

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής πόα με ύψος μέχρι 35 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιος, αδύναμος, με φύλλα, ελαφρά ραβδωτός, με ή χωρίς διακλάδωση, πρασινωπός και άτριχος.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, αντωειδή, απλά και ακέραια, έμμισχα, τα περισσότερα στη βάση σχηματίζοντας αραιή ροζέτα, με χλωμό πράσινο χρώμα και άτριχα.  Μίσχος επίπεδος.  Κορυφή στρογγυλή.  Νεύρωση αφανής.  Φύλλα βλαστού παρόμοια, λίγα και μικρότερα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, επάκριους και με μακρύ ποδίσκο βότρεις.  Βράκτια λογχοειδή και πολύ μικρά.  Κάλυκας κυπελλοειδής με 5 προμήκεις ωοειδείς και πλατυκόρυφους λοβούς που είναι πράσινοι, άτριχοι και ενωμένοι στη βάση τους.  Στεφάνη λευκή. με 5 γλωσσοειδείς και λευκούς λοβούς, με επίπεδη, στρογγυλή ή με μικρή εγκοπή κορυφή.  Στήμονες 5 απέναντι από τους λοβούς της στεφάνης, ανθήρες κίτρινοι, 2-θηκοι, με κατά μήκος σχίσιμο και με προσανατολισμό προς το κέντρο του άνθους.  Ωοθήκη ημι-επιφυής και σφαιρική, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Απρίλιος-Αύγουστος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:   Κοντά σε πηγές και ρυάκια πάνω σε υφρά και σκιερά εδάφη, από 0-1375 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Κοσμοπολίτικο φυτό υπάρχει σε όλες τις ηπείρους.

Phytolacca pruinosa

Name/Όνομα:  Φυτόλακκα η παχνώδης.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Phytolacca pruinosa Fenzl.

Common name/Κοινό Όνομα:  Levantine pokeweed, Μελανιά, Παπούτσα του Αλουπού, Βρωμόχορτο.

Family/Οικογένεια:    PHYTOLACCACAE

 

 

Description

 

Plant:   Perennial and dioecious semi-shrubμ growing up to 150 cm high.

Stem/s:  Erect, robust, moderately branched, cylindrical, glabrous, slightly striate, greenish or reddish.

Leaves:  Alternate, simple and entire, ovate-elliptic, acute or obtuse, glabrous, glaucous-green, kshortly petiolate, venation distinct beneath, becoming reddish with age.

Flowers:   Actinomorphic and unisex, in many-flowered, terminal and leaf-opposed racemes; male and female flowers appear on separate plants(dioecious);  male inflorescences are conical or cylindrical and dense when young, becoming lax with age, generally more lax than female inflorescences; male flowers with longer pedicels; perianth-segments 5, ovate-elliptic, concave and spreading; stamens ± 20, filaments free, greenish and glabrous, anthers oblong, introrse, dehiscent-longitudinally, pale yellow; stamens radically arranged from the infertile ovary; female flowers in more dense inflorescences, they are suborbicular and smaller with shorter pedicel; perianth-segments ± suborbicular, ovary superior, nearly globose surrounded by linear staminodes.

Flowering time:    April-July.  Fruiting time:  August-September.

Fruit:   Subglobose fleshy berry, red, becoming black in maturity.    

Habitat:  Roadsides, rocky hillsides and forests´ openings, 900-1700 m alt.

Native:   Eastern Mediterranean region.(Turkey, Lebanon, Syria, Cyprus)

 

Περιγραφή

 

Φυτό:   Πολυετής και δίοικος ημίθαμνος με ύψος μέχρι 150 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιος, δυνατός, μέτρια διακλαδωμένος, κυλινδρικός, γυμνός, ελαφρά ραβδωτός, πρασινωπός ή κοκκινωπός.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και ακέραια, ωοειδή-ελλειπτικά, οξυκόρυφα ή πλατυκόρυφα, γυμνά, γλαυκοπράσινα, κοντόμισχα, με εμφανή νεύρωση στην κάτω επιφάνεια, αρχικά πράσινα γινόμενα κοκκινωπά με την πάροδο του χρόνου.

Άνθη:   Ακτινόμορφα, μονογενή, σε πολυανθείς, επάκριους και απέναντι από τα φύλλα βότρεις.  Αρσενικά και θηλυκά άνθη σε διαφορετικά φυτά γιατί είναι δίοικο φυτό.  Οι αρσενικές ταξιανθίες είναι κωνικές ή κυλινδρικές και πυκνές στην αρχή, γινόμενες αραιές με την ηλικία, γενικά πιο αραιές από τις θηλυκές ταξιανθίες.  Αρσενικά άνθη με μακρύτερο ποδίσκο.  Τμήματα περιανθίου 5, ωοειδή-ελλειπτικά, κοίλα και απλωμένα.  Στήμονες ± 20, νήμα ελεύθερο, πρασινωπό και άτριχο, ανθήρες προμήκεις, με προσανατολισμό προς το κέντρο του άνθους, με χλωμό κίτρινο χρώμα και με κατά μήκος σχίσιμο.  Οι στήμονες εκφύονται ακτινωτά γύρω από την άγονη ωοθήκη.  Θηλυκά άνθη σε πιο πυκνές ταξιανθίες, είναι σχεδόν σφαιρικά και μικρότερα με κοντύτερο ποδίσκο.  Τμήματα περιανθίου σχεδόν κυκλικά, ωοθήκη επιφυής σχεδόν σφαιρική και περιτριγυρισμένη από άγονους στήμονες.

Άνθιση:   Απρίλιος-Ιούλιος.    Καρποφορία:  Αύγουστος–Σεπτέμβριος.

Καρπός:   Σχεδόν σφαιρική και σαρκώδης ράγα, κόκκινη στην αρχή, μαύρη τελικά.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, βραχώδεις πλαγιές και ανοίγματα δασών, από 900-1700 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσογειακή ζώνη. (Τουρκία, Συρία, Λίβανος, Κύπρος).

Juniperus oxycedrus subsp oxycedrus

Name/Όνομα:  Άρκευθος η οξύκεδρος

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Juniperus oxycedrus subsp oxycedrus L

Common name/Κοινό Όνομα:   Prickly juniper, Αόρατος, Κέδρο.

Family/Οικογένεια:    CUPRESSACEAE

 

 

Description

 

Plant:   Evergreen, dioecious shrub or small tree growing up to 7 m high.

Trunk/bark:  Trunk erect, straight or curved, and much branched; foliage round or conical; bark ash-brown or reddish, rough, often exfoliating in narrow flakes; twigs green becoming yellowish brown and 3-angled with age.

Leaves:  In whorls of 3, needle-shaped, mucronate-tipped, narrow, golden-green with a distinct green median stripe from base to apex (beneath) and 2 white bands of stomata above.

Flowers:  Unisex and axillary; small male cones  begin with scale-like bracts at the base and terminate with few whorls of scutate-shaped stamens, bearing 2-4 pollen sacs;  female cones consist of scale-like bracts  and a whorl of carpels at their base.

Flowering time:    April-May.        Fruiting time:  September-November.

Fruit:   Fleshy, berry-like strobilus, maturing in 2 years, enclosing hard and wingless seeds, becoming free after the decay of the cone.

Habitat:    Mountain slopes on igneous soil from 925-1525 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλής και δίοικος θάμνος ή μικρό δένδρο με ύψος μέχρι 7 μ.

Κορμός/Φλοιός:   Κορμός όρθιος και ευθύς ή λυγισμένος και πολύκλαδος.  Φύλλωμα στρογγυλό ή κωνικό.  Φλοιός τεφροκαστανός ή κοκκινωπός, ανώμαλος, ενώ συχνά απολεπίζεται σε στενές λωρίδες.  Νεαροί κλάδοι πράσινοι, γινόμενοι κιτρινωποί-καστανοί και τριγωνικοί, με την πάροδο του χρόνου.

Φύλλα:     Σε σπονδύλους των 3, βελονοειδή με σκληρή και αιχμηρή κορυφή, στενά, χρυσοπράσινα με μια εμφανή πράσινη ζώνη σε όλο το μήκος του φύλλου, στην κάτω επιφάνεια, και 2 λευκές ζώνες από στόματα στην άνω επιφάνεια.

Άνθη:   Μονογενή σε μασχαλιαίους ίουλους.  Οι μικροί αρσενικοί κώνοι αρχίζουν με λεπιοειδή βράκτια στην βάση τους και τελειώνουν με λίγους σπονδύλους από ασπιδοειδείς στήμονες που φέρουν 2-4 γυρεόσακους.  Οι θηλυκοί κώνοι αποτελούνται από λεπιοειδή βράκτια και ένα σπόνδυλο από καρπόφυλλα στη βάση τους.

Άνθιση:   Απρίλιος-Μάιος.   Καρποφορία:  Σεπτέμβριος-Νοέμβριος.

Καρπός:   Σαρκώδης ραγοστρόβιλος που ωριμάζει σε 2 χρόνια και περικλείει σκληρά και χωρίς πτέρυγες σπέρματα, που ελευθερώνονται μετά τη σήψη του κώνου.

Ενδιαίτημα:  Βουνοπλαγιές σε πυριγενή εδάφη, από 925-1525 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

Carex troodi

Name/Όνομα:  Κάρεξ του τροόδους

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Carex troodi Turril

Family/Οικογένεια:    CYPERACEAE

 

 

Description

 

Plant:    Perennial, monoecious and rhizomatous herb growing up to 25 cm high.

Stem/s:  Culm usually erect, unbranched, solid not hollow and without nodes, triangular, green and glabrous.

Leaves:    At base, linear, simple and entire, dark green and glabrous, much shorter than culms.

Flowers:  Flowers unisex in many-flowered interrupted and distantly spaced spikes; usually male spikes on  top of spikelets and female below but on the same plant; sometimes male and female flowers may occur on the same spike at opposite ends, male flowers always above the female; bracts leaf-like shorter than leaves; an individual male flower consist of 3 stamens on a short pedicel and arise from the axil of a bract; glume dark purple; anthers conspicuous, yellow, longitudinally dehiscent with apical appendage; female flower consist of 1 ovary surrounded by periginium – a sac-like structure open at the top with 1 long style and 2-3 pinnate stigmas exposed;  female flower arises from the axil of a scaly bract.

Flowering time:   March-July.

Fruit:    Dry, one-seeded, indehiscent achene (nutlet).   

Habitat:    Near streams, water tanks and springs or swamps, 675-1925 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής, μόνοικη και ριζοματώδης πόα με ύψος μέχρι 25 εκ.

Βλαστός/οί:   Κάλαμος συνήθως όρθιος, χωρίς διακλάδωση, συμπαγής δηλ όχι εσωτερικά κοίλος και χωρίς γόνατα, τριγωνικός, πράσινος και γυμνός.

Φύλλα:     Στη βάση, γραμμοειδή, απλά και ακέραια, γυμνά και με σκούρο πράσινο χρώμα, πολύ κοντύτερα του καλάμου.

Άνθη:   Μονογενή, σε πολυανθείς και διακοπτόμενους στάχεις που φύονται κάπως μακριά  ο ένας από τον άλλο, δηλ οι αρσενικοί και θηλυκοί στάχεις βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις αλλά πάντα στο ίδιο φυτό (μόνοικο φυτό).  Συνήθως οι αρσενικοί στάχεις είναι στην κορυφή και οι θηλυκοί πιο κάτω, αλλά μπορεί και να συνυπάρχουν.  Βράκτια σαν φύλλα αλλά κοντύτερα.  Κάθε αρσενικό άνθος αποτελείται από 3 στήμονες επί κοντού άξονα και εκφύεται από την μασχάλη ενός βρακτίου.  Λέπυρα με σκούρο πορφυρό χρώμα.  Ανθήρες πολύ εμφανείς, κίτρινοι, με κατά μήκος σχίσιμο και με μυτερή προεξοχή στην κορυφή τους.  Κάθε θηλυκό άνθος αποτελείται από την ωοθήκη που περιβάλλεται από το περιγύνιον που μοιάζει με σάκο και ανοίγει στην κορυφή του για να εξέλθει ο μακρύς στύλος με τα 2-3 πτερωτά στίγματα.  Όπως και το αρσενικό έτσι και το θηλυκό άνθος εκφύεται από την μασχάλη ενός λεπιοειδούς βρακτίου.

Άνθιση:   Μάρτιος-Ιούλιος.

Καρπός:   Ξηρό, μονόσπερμο και αδιάρρηκτο αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:  Κοντά σε ρυάκια και πηγές ή τέλματα, 675-1925 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου.

Cerastium brachypetalum subsp roeseri

Name/Όνομα:  Κεράστιο το βραχυπέταλο υποείδ. ροεσέρι*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Cerastium brachypetalum subsp roeseri (Boiss. & Heldr.) Nyman

Common name/Κοινό Όνομα:   Grey mouse-ear, gray chickweed.

Family/Οικογένεια:    CARYOPHYLLACEAE

 

 

Description

 

Plant:    Annual herb growing up to 30 cm high.

Stem/s:   Erect, sticky and glandular-pubescent, ± branched, often purplish below, repeatedly separated above, densely covered with soft and long non glandular hairs;

Leaves:  Opposite, simple and entire, densely hairy, the lower obovate or spathulate with a distinct flattened petiole, the upper ovate or elliptic and sessile.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, in few-flowered, lax, and dichotomus cymes; bracts oblong, sessile, resemble leaves, and hairy or glandular hairy; pedicels longer than sepals, bending downwards just before apex (fruiting time); sepals 5, lanceolate, ± acute, covered with a mixed of glandular and non-glandular hairs; petals 5, obovate, white, deeply bifid, as long as sepals or shorter; stamens up to 10, anthers oblong and yellow, 2-thecous, longitudinally dehiscent; ovary superior, styles 5.

Flowering time:   February-June

Fruit:  Capsule enclosing numerus spherical seeds.     

Habitat:  Roadsides, rocky slopes, near streams, moisty banks, open coniferous woodland, 600-1700 m alt.   

Native:   Europe.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, κολλώδεις και καλυμμένοι με αδενώδεις και μη αδενώδεις μαλακές και μακριές τρίχες, με ή χωρίς διακλάδωση, συχνά πορφυροί χαμηλά, ενώ ψηλά οι κλάδοι παρουσιάζουν ένα επαναλαμβανόμενο διαχωρισμό.

Φύλλα:     Αντίθετα, απλά και ακέραια, πυκνά τριχωτά, τα χαμηλότερα είναι αντωειδή ή σπατουλοειδή με εμφανή επίπεδο μίσχο, ενώ τα ψηλότερα είναι ωοειδή ή ελλειπτικά και άμισχα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε ολιγοανθείς, χαλαρές και διχοτομικές θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Βράκτια προμήκη και άμισχα  μοιάζουν των φύλλων, και είναι καλυμμένα με αδενώδεις ή και μη αδενώδεις τρίχες.  Ποδίσκοι μακρότεροι των σεπάλων, λυγίζουν προς τα κάτω ακριβώς λίγο πριν την κορυφή τους σε περίοδο καρποφορίας.  Σέπαλα 5, λογχοειδή, ± μυτερά, καλυμμένα με ένα μίγμα από αδενώδεις και μη αδενώδεις τρίχες.  Πέταλα 5, αντωειδή, λευκά και έντονα δίλοβα, ισομήκη ή κοντύτερα των σεπάλων.  Στήμονες μέχρι 10, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, 2-θηκοι και κατά μήκος διαιρεμένοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλοι 5.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Κάψα με πολυάριθμα σφαιρικά σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, σε βραχώδεις πλαγιές, κοντά σε ρυάκια, υγρά μέρη και σε ανοιχτές δασώδεις από κωνοφόρα περιοχές, 600-1700 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Ευρώπη.

 

Viola heldreichiana

Name/Όνομα:  Heldreich´s violet/Βίολα του χέλτρεϊx

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Viola heldreichiana  Boss.

Family/Οικογένεια:   VIOLACEAE

 

* Heldeich = German botanist.

 

Description

 

Plant:  Annual herb growing up to 8 cm high.  

Stem/s:   Usually unbranched or spreading below, often purplish with scattered very short hairs.

Leaves:  Alternate and petiolate, the lower spathulate or orbicular, margins entire or shallowly crenate, with minute hairs on the upper surface and petiole; stipules small, entire or with thread-like lobes; upper leaves linear or narrow-lanceolate, ± entire.

Flowers: All fertile, minute, solitary, zygomorphic and hermaphrodite; pedicels longer than leaves with 2 pinkish curved bracteoles near apex; sepals 5, unequal, oblong-lanceolate, the lower 2 are longer than the other 3, forming blunt appendages at base which slightly exceed spur; petals 5,  shorter than sepals, oblong-obovate, white or tinged blue-lilac,  white-bearded at base; lower petal suborbicular with yellow base; spur blue-lilac, curved at base, as long as lower sepals ´ appendages or shorter; stamens 5, anthers oblong; ovary superior, style 1, stigma 1.

Flowering time:   March-May.

Fruit:   Trigonous capsule.    

Habitat:    Rocky, shady and wet places, 1150-1300 m alt.

Native:   East Aegean, Crete, Turkey, Cyprus.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 8 εκ.

Βλαστός/οί:   Απλωμένοι χαμηλά ή χωρίς διακλάδωση, συχνά πορφυροί με διάσπαρτες πολύ κοντές τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, έμμισχα, τα κατώτερα σπατουλοειδή ή στρογγυλά, με ακέραια ή αβαθή στρογγυλά δόντια και με μικροσκοπικές τρίχες στην άνω επιφάνεια και στον μίσχο.  Παράφυλλα μικρά, ακέραια ή με λεπτούς σαν νήματα λοβούς.  Ανώτερα φύλλα γραμμοειδή ή στενά-λογχοειδή, ± ακέραια.

Άνθη:   Όλα γόνιμα, μικροσκοπικά, μεμονωμένα, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα.  Ποδίσκος μακρύτερος των φύλλων και φέρει 2 λυγισμένα ρόδινα βρακτίδια κοντά στην κορυφή.  Σέπαλα 5, άνισα, προμήκη-λογχοειδή, τα κατώτερα 2 μακρύτερα και δημιουργούν σχεδόν μυτερές προεξοχές στη βάση τους που ξεπερνούν ελαφρά το πλήκτρο.  Πέταλα 5, κοντύτερα των σεπάλων, προμήκη-αντωειδή, λευκά ή με  μωβ χροιά και με λευκές τρίχες στη βάση τους.  Το χαμηλότερο πέταλο είναι σχεδόν στρογγυλεμένο με κίτρινη βάση.  Πλήκτρο ρόδινο-μωβ, λυγισμένο στη βάση, ισόμηκες με την προεξοχή που σχηματίζουν τα κατώτερα σέπαλα ή κοντύτερο.  Στήμονες 5, ανθήρες προμήκεις.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Τριγωνική κάψα.

Ενδιαίτημα:   Βραχώδεις, σκιασμένες και υγρές περιοχές, από 1150-1300 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Ανατολικό Αιγαίο, Κρήτη, Τουρκία, Κύπρος.

* Heldeich = Γερμανός βοτανολόγος.

Linum strictum subsp spicatum

Name/Όνομα:  Λίνο το συμπαγές υποείδ. αιχμηρό.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Linum strictum subsp spicatum (Pers.) H. Lindb.

Common name/Κοινό Όνομα:   Rigid flux.

Family/Οικογένεια:  LINACEAE  

 

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 40 cm high. 

Stem/s:   Erect, rigid, and often unbranched, green and glabrous, becoming brown with age.

Leaves:  Alternate, simple and entire, lanceolate, erect or ascending, sessile, and hard to touch, with a distinct median nerve, much longer than flowers. 

Flowers:  Small, actinomorphic and hermaphrodite, in narrow and crowded, subspicate inflorescences; bracts leaf-like; petals 5, yellow, oblanceolate, free, 3-nerved at base expanded to 5 above; apex rounded; sepals 5, unequal, linear-lanceolate, green, hard to touch, as long as petals or longer; stamens 5 surrounded by staminodes, anthers oblong and yellow, filaments connected at base; ovary globose and superior, stigmas 5, capitate.    

Flowering time:   March-May.

Fruit:    Capsule.   

Habitat:    Hillsides, rocky places, coastal habitats, 0-300 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 40 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιος, άκαμπτος και συχνά χωρίς διακλάδωση, πράσινος και γυμνός, αλλά με την ηλικία παίρνει καφέ χρώμα.

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, απλά και ακέραια, λογχοειδή, όρθια ή ανερχόμενα, άμισχα και με ανώμαλη και σκληρή επιφάνεια που κάνει δύσκολη την αφή, με εμφανές μεσαίο νεύρο, πολύ μακρύτερα των ανθέων.

Άνθη:   Μικρά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε στενές και πυκνές σαν στάχυα ταξιανθίες.  Βράκτια παρόμοια με τα φύλλα.  Πέταλα 5, κίτρινα, αντιλογχοειδή, ελεύθερα, 3-νευρα στη βάση τους αλλά ψηλότερα διαμορφώνονται σε 5.  Κορυφή στρογγυλή.  Σέπαλα 5, άνισα, γραμμοειδή-λογχοειδή, πράσινα και σκληρά στην αφή, ισομήκη με τα πέταλα ή μακρύτερα.  Στήμονες 5 περικυκλωμένοι από άγονους στήμονες, ανθήρες κίτρινοι και προμήκεις, και νήματα ενωμένα στη βάση τους.  Ωοθήκη ωοειδής και επιφυής, στίγματα 5, κεφαλωτά.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:   Λοφοπλαγιές, βραχώδη εδάφη ή κοντά σε παραλίες, από 0-300 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

Asphodelus fistulosus

Name/Όνομα:  Ασφόδελος ο κοίλος.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Asphodelus fistulosus L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Onion weed, annual asphodel, hollow stemmed asphodel

Family/Οικογένεια:   ASPHODELACEAE

 

 

Description

 

Plant:   Annual or short-lives perennial herb growing up to 70 cm high; the root system consists of many yellowish and fleshy roots.

Stem/s:   Erect, branched above, glaucous-green, cylindrical, hollow, glabrous and leafless.

Leaves:    Numerous, emerging from the base, linear, elongated, cylindrical and acute, with parallel venation and scabrous margins (rough to the touch).

Flowers:   Numerous, actinomorphic and hermaphrodite, in lax racemes; bracts ovate-acute and membranous with conspicuous dark brown midrib, longer than pedicels; perianth-segments 6, oblong-elliptic, obtuse, 3 of them are broader than the others, all spreading, united at base, usually white,  with a dark brown stripe along the middle of each segment; stamens 6, filaments white, flattened above and hairy at base, anthers oblong, dark orange-brown; ovary superior, sessile, ovoid-trigonous and glabrous, style 1, white, stigma capitate, 3-lobed, orange and papillose.

Flowering time:    February-June.

Fruit:     Subglobose and wrinkle capsule, enclosing up to 6 seeds..

Habitat:    Waste ground, roadsides, field-limits, 0-700 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής ή μικρής διάρκειας πολυετής πόα με ύψος μέχρι 70 εκ.  Το ριζικό σύστημα αποτελείται από πολλές κιτρινωπές και σαρκώδεις ρίζες.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, διακλαδωμένοι ψηλά, γλαυκοπράσινοι, κυλινδρικοί, κοίλοι, γυμνοί και άφυλλοι.

Φύλλα:     Πολυάριθμα, όλα αναφυόμενα από την βάση, επιμήκη και γραμμοειδή, κυλινδρικά και μυτερά, με παράλληλη νεύρωση και χείλη με πολύ μικρά δόντια που κάνουν δύσκολη την αφή.

Άνθη:  Πολλά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρούς βότρεις.  Βράκτια ωοειδή-μυτερά και μεμβρανώδη, μακρύτερα του ποδίσκου του άνθους.  Τμήματα περιανθίου 6, προμήκη ελλειπτικά, πλατυκόρυφα, τα 3 από αυτά είναι μεγαλύτερα, όλα απλωμένα και ενωμένα στη βάση τους, συνήθως λευκά  και με μια έντονη  σκούρου-καφέ χρώματος λεπτή ζώνη στη μέση και κατά μήκος κάθε τμήματος.  Στήμονες 6, νήματα λευκά που είναι επίπεδα στο άνω μέρος και τριχωτά στην βάση, ανθήρες προμήκεις με σκούρο πορτοκαλί-καφέ χρώμα.  Ωοθήκη επιφυής, άμισχη, ωοειδής-τριγωνική και άτριχη, στύλος 1 λευκός, στίγμα κεφαλωτός, 3-λοβο με πολύ μικρές, σαν θηλές προεξοχές.     

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Σχεδόν ωοειδής και ρυτιδωμένη κάψα που περιέχει μέχρι 6 σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Άγονα εδάφη, κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, από 0-700 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.