Archives

Category Archive for ‘Κίτρινα’

Beta vulgaris subsp maritima

Name/Όνομα:    Μπέτα  κοινή  η παράλιος

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Beta vulgaris susp.cicla (L.) W.D.J. Koch

Common name/Κοινό Όνομα:  Swiss chard, Σέσκουλα, Λαχανίδα(Ελλάδα), Λάχανο (Κύπρος).

Family/Οικογένεια:    AMARANTHACEAE (previously CHENOPODIACEAE)

 

Description

Plant:   Annual or biennial growing up to 120 cm high. 

Stem/s:   Erect or decumbent, fleshy and glabrous, distinctly grooved, greenish becoming crimson with age.

Leaves:   Alternate, simple, entire or with wavy margins, blade ovate (lower leaves) or rhomboid (upper leaves), fleshy, venation pinnate clearly visible, dark green above, pale green below, shining, and glabrous; petiole channeled above, fleshy, whitish or yellowish;  

Flowers:  Incospicuous, actinomorphic and hermaphrodite, sessile, solitary or in spikes of 2-3 flowers in the axis of the bracts; bracts filiform, bracteoles 2-3, linear or romboid, becoming smaller upwards or wanting; perianth-segments 5, erect, boat-shaped, green and glabrous with narrow membranous margins; stamens 5 opposite perianth-segments, anthers 2-thecous, broadly oblong and yellow; ovary semi-inferior, stigmas 3.

Flowering time:  February-May

Fruit:  Utricle.     

Habitat:   Cultivated.

Native:   Mediterranean region, Southern Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές ή διετές με ύψος μέχρι 120 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή κατακλιμένοι, σαρκώδεις και άτριχοι, έντονα αυλακωτοί, πρασινωποί γινόμενοι κοκκινωποί με την ηλικία.

Φύλλα:     Κατ εναλαγή, απλά, ακέραια ή με κυματοειδή χείλη, έλασμα ωοειδές (χαμηλότερα φύλλα), ή ρομβοειδές( ανώτερα φύλλα), σαρκώδη, πτερόνευρα με εμφανή νεύρωση, με σκούρο πράσινο χρώμα στην πάνω επιφάνεια και χανοικτό πράσινο στην κάτω, γυαλιστερά και γυμνά.

Άνθη:   Μη ελκυστικά, σχεδόν αφανή, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, άμισχα και μεμονωμένα ή σε στάχεις των 2-3 ανθέων στις μασχάλες των βρακτίων.  Βράκτια νηματοειδή, βρακτίδια 2-3 γραμμοειδή ή ρομβοειδή, ελαττωμένα σε μέφεθος προς τα πάνω ή εκφυλίζονται.  Τμήματα περιανθίου 5, όρθια, σε σχήμα βάρκας, πράσινα και άτριχα με στενά μεμβρανοειδή χείλη.  Στήμονες 5, απέναντι των τμημάτων του περιανθίου, ανθήρες 2-θηκοι, κίτρινοι, με πλατύ-προμήκες σχήμα.  Ωοθήκη ημιυποφυής, στίγματα 3.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Μάιος.

Καρπός:   Θύλαξ.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργούμενο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Νότια Ασία.

Lantana camara

Name/Όνομα:   Λαντάνα η καμάρα.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Lantana camara L.   

Common name/Κοινό Όνομα:  Lantana, λαντάνα 

Family/Οικογένεια:  VERBENACEAE  

 

 

Description

 

Plant:  Evergreen, perennial and ornamental shrub, growing up to 2 m high.

Stem/s:  Erect or spreading, much-branched, pale brown, angled and prickly.

Leaves:  Opposite, simple, entire, ovate, wrinkled, petiolate, ± hairy, margins serrate, and they give off a strong odor when crushed.  

Flowers:  Zygomorphic and hermaphrodite, in dense, many-flowered, axillary and terminal, corymbose, head-like, spikes; peduncles green, angled and sparsely hispid; bracts oblong, green and hairy; calyx tubular, hairy externally; corolla weakly 2-lipped, with 4 unequal-lobed, variously colored, it can be red, yellow, orange, pink and white; stamens 4, included; ovary superior.

Flowering time:  May-October.  

Fruit:  Globose green drupe, becoming shining, dark purple or blackish at maturity; the fruits are eaten by birds which can help the dispersal of the seeds;        

Habitat:  Cultivated.

Native:  Central and South America.  

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Αειθαλής, πολυετής και διακοσμητικός θάμνος με ύψος μέχρι 2 μ.

Βλαστός: Όρθιοι ή απλωμένοι, πολύκλαδοι, γωνιώδεις και ακανθώδεις, με ανοικτό καφέ χρώμα.

Φύλλα:  Αντίθετα, απλά, ακέραια, ωοειδή, ρυτιδωμένα, έμμισχα, ± τριχωτά, χείλη πριονωτά.  Αν συνθλιβούν αναδίδουν έντονη οσμή.    

Άνθη:  Ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πυκνούς, πολυανθείς, μασχαλιαίους ή επάκριους, κορυμβοειδείς στάχεις που μοιάζουν με τα κεφάλια της οικογένειας των Asteraceae.  Ποδίσκοι πράσινοι,  γωνιώδεις και με αραι  Βράκτια προμήκη, πράσινα και τριχωτά.  Κάλυκας σωληνοειδής, τριχωτός εξωτερικά.  Στεφάνη 2-χειλη, με 4 άνισους λοβούς που έχουν ποικιλία χρωμάτων, όπως κόκκινα, κίτρινα, ρόδινα, πορτοκαλιά ή λευκά.  Στήμονες 4 μέσα στη στεφάνη.  Ωοθήκη επιφυής.

Άνθιση:  Μάιος-Οκτώβριος.  

Καρπός: Στρογγυλή πράσινη δρύπη, που γίνεται γυαλιστερή, με σκούρο πορφυρό ή μαυριδερό χρώμα, στην ωριμότητα.

Ενδιαίτημα:  Καλλιεργημένο σε κήπους, πάρκα και αυλές ή  φράκτες σπιτιών. 

Πατρίδα:  Κεντρική και Νότια Αμερική.

 

 

Ranunculus kykkoensis

Name/Όνομα:  Ρανούγκουλος  του Κύκκου  

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Ranunculus kykkoensis Meikle.

Family/Οικογένεια:  RANUNCULACEAE   

 

 

Description

 

Plant:  Perennial herb growing up to 50cm high.

Stem/s:  Erect, branched high, green at the upper part, purplish near the base, more or less cylindrical, covered with sparse or dense arachnoid hairs.

Leaves:  Mostly basal, erect or spreading, simple, kidney-shaped or nearly suborbicular, glabrous, petiolate, 3-lobed, lobes with irregularly toothed margins; petiole glabrous, longer than leaves’ length.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite in terminal, branched cymose; bracts palmately lobed, lobes usually 3, glabrous, with irregularly toothed margins, sheathing the stem at the base; petals 5, obovate, yellow, apex rounded, glabrous; peduncles green, covered with dense arachnoid hairs; sepals 5, ovate, somewhat concave, pale yellow, subglabrous internally, often deflexed;  stamens numerous, filaments free,  glabrous, yellowish, anthers oblong yellow; ovary superior, carpels numerous, greenish, glabrous, somewhat flattened or compressed forming a spherical structure; carpels topped  by  short apical beaks.

Flowering time:  March-April

Fruit:  Achenes

Habitat:  Shady and moist areas on the igneous ground, from 600-1200m alt.

NativeVery rare endemic to Cyprus strictly protected.

 

Περιγραφή

 

Φυτό:  Πολυετής πόα με ύψος μέχρι 50εκ.   

Βλαστοί :  Όρθιοι, διακλαδωμένοι ψηλά, πράσινοι στα ψηλότερα τμήματα, πορφυροί κοντά στη βάση, λίγο ή πολύ κυλινδρικοί και καλυμμένοι με αραιές ή πυκνές αραχνοειδείς τρίχες.

Φύλλα:  Κυρίως μαζεμένα στη βάση, όρθια ή απλωμένα, απλά, με νεφροειδές ή υποκυκλικό σχήμα, άτριχα, έμμισχα, 3-λοβα, λοβοί με άνισα οδοντωτά χείλη.  Μίσχος μακρύς και γυμνός, μακρύτερος από το μήκος του ελάσματος του φύλλου.

Άνθη:  Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα σε επάκριες και διακλαδωμένες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Βράκτια παλαμοειδώς λοβωτά με άνισα οδοντωτά χείλη, αγκαλιάζοντας τον βλαστό στη βάση τους.  Πέταλα 5, αντωειδή, κίτρινα, πλατύκορφα και άτριχα.  Ποδίσκος άνθους πράσινος και καλυμμένος με πυκνές αραχνοειδείς τρίχες.  Σέπαλα 5, ωοειδή, κάπως κοίλα, με χλωμό κίτρινο χρώμα, σχεδόν άτριχα εσωτερικά και συχνά λυγισμένα προς τα κάτω.  Στήμονες πολυάριθμοι, νήμα ελεύθερο και κιτρινωπό, ανθήρες επιμήκεις και κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, καρπόφυλλα πολυάριθμα, πρασινωπά, γυμνά και κάπως επίπεδα ή συμπιεσμένα ώστε να δημιουργούν μια σφαιροειδή κατασκευή, ενώ είναι εμφανή τα κοντά ράμφη στην κορυφή των καρποφύλλων.     

Άνθιση:  Μάρτης-Απρίλης. 

Καρπός:  Αχαίνια. 

Ενδιαίτημα:  Υγρές και σκιερές περιοχές σε πυριγενή εδάφη, από 600-1200μ υψόμετρο. 

Πατρίδα:  Πολύ σπάνιο ενδημικό της Κύπρου αυστηρά προστατευόμενο. 

 

Acacia pravissima

Name/Όνομα: Ακακία η φαύλη

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Acacia pravissima F.Muell

Common name/ Κοινό όνομα:    Ovens Wattle, Wedge-leaf Wattle

Family/Οικογένεια: FABACEAE

 

 Description

Plant:  Evergreen ornamental shrub or tree, growing up to 8m high.

Trunks 2-3 or single, bark grey, branches spreading, arching or hanging, twigs are usually glabrous, reddish and ribbed.

Phyllodes alternate, almost triangular with unequal sides, simple, entire, green or grey-green, 2-nerved, mucronate, glabrous; there is a prominent gland on the curved margin near the base.

Flowers are numerous, yellow and aromatic, in many-flowered (6-9) spherical heads, in spreading or pendulous racemes.

Flowering time: March-May.

The fruit is a linear, chestnut and compressed pod, enclosing blackish seeds.

Habitat:  Uncommon in Cyprus (Stavros Psokas, Kykkos-Kampos)

Native to Australia.

Phyllode = a modified petiole, not a true leaf.

 

Περιγραφή

Φυτό:  Αειθαλής διακοσμητικός θάμνος ή δένδρο ύψους μέχρι 8m.

Κορμοί συνήθως 2-3 ή είναι απλός και διακλαδισμένος με γκρίζο φλοιό και με κλάδους που είναι απλωμένοι, ή καμπυλωτοί ή ακόμα και κρεμάμενοι.  Νεαροί κλάδοι συνήθως άτριχοι, ραβδωτοί και πορφυροί.

Φυλλώδια κατ εναλλαγή, σχεδόν τριγωνικά με άνισες πλευρές, απλά, ακέραια, με πράσινο ή γλαυκοπράσινο χρώμα, 2-νευρα, άτριχα και με μικρή ακίδα στην κορυφή τους.  Στο καμπυλωτό χείλος του φυλλωδίου υπάρχει εμφανής στρογγυλός αδένας.

Άνθη πολλά, αρωματικά, κίτρινα, σε πολυανθή(6-9) σφαιρικά κεφάλια, πάνω σε απλωμένους ή κρεμάμενους βότρεις.

Ανθίζε Μάρτιο-Μάιο.

Καρπός είναι ένας γραμμοειδής και συμπιεσμένος χέδρωπας (λοβός) με καστανό χρώμα, που περικλείει μαυριδερά σπέρματα.

Ενδιαίτημα :  Στην Κύπρο και έχει φυτευτεί ως καλλωπιστικό μόνο σε ορισμένες περιοχές όπως Σταυρός Ψώκας και μεταξύ Κύκκου-Κάμπου.

Πατρίδα του η Αυστραλία.

Φυλλώδια = μετασχηματισμένος μίσχος, όχι πραγματικό φύλλο, που εξυπηρετεί όμως τις ανάγκες του φυτού όπως το πραγματικό φύλλο ( πχ. φωτοσυνθέτει ). Παρατηρείται πολύ συχνά στις ακακίες.

 

 

Gazania rigens

Name/Όνομα:  Καζάνια η άκαμπτη*     

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Gazania rigens   L. Gaerth.    

Common name/Κοινό όνομα:   Gazania, Treasure flower

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

*Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Gazania r0gens is a perennial plant (sometimes growing as an annual) growing up to 50cm highStems are herbaceous, short, erect, spreading or decumbentFoliage is round-shaped and dark green.  Leaves alternate, petiolate and they are very variable in shape; they can be simple and oblanceolate with entire margins and pointed tips or irregularly pinnatisect, forming several linear and sessile segments which are green and glabrous on the upper side and silvery-white and hairy beneath.  Flower heads axillary, solitary, hemispherical, daisy-like, on long, purplish and glabrous peduncles, topped by 2-3 rows of triangular and hairy, tooth-like, involucre bracts; ray florets many, elliptic to oblanceolate with yellow, orange or bronze color and a white dot at the center of their black base, while externally there is a prominent longitudinal purplish stripe (there are many cultivars); disc florets numerous, hermaphrodite, tubular with 5 yellow petals and one 2-lobed stigma.  Flowering time occurs all year.  Fruit achenes.  Native to Southern Africa

 

Περιγραφή

Πολυετής ή μονοετής πόα ύψους μέχρι 50cm. Βλαστοί λεπτοί, κοντοί, όρθιοι, απλωμένοι ή κατακλιμένοι.  Φύλλωμα στρογγυλό με σκούρο πράσινο χρώμα.  Φύλλα κατ εναλλαγή, έμμισχα και πολύ διαφορετικά στο σχήμα, μπορεί να είναι απλά, προμήκη-λογχοειδή με ακέραια χείλη και μυτερή κορυφή ή ανομοιόμορφα διαιρεμένα σχηματίζοντας αρκετούς γραμμοειδείς και άμισχους λοβούς που είναι πράσινοι και άτριχοι στην άνω επιφάνεια και αργυρόλευκοι και τριχωτοί στην κάτω.  Άνθη σε ημισφαιρικά κεφάλια, μασχαλιαία,  μοιάζουν με μαργαρίτες και βρίσκονται πάνω σε μακριούς, πορφυρούς και άτριχους μίσχους, οι οποίοι στην κορυφή τους φέρουν 2-3 σειρές τριχωτά και τριγωνικά σαν δόντια, βράκτια.  Περιφερειακά ανθίδια άγονα, ελλειπτικά-προμήκη λογχοειδή, με κίτρινο, πορτοκαλί ή χάλκινο χρώμα ανάλογα με το υβρίδιο ή την ποικιλία.  Εξωτερικά φέρουν επιμήκη πορφυρή ζώνη ενώ εσωτερικά υπάρχει μια λευκή κηλίδα στο κέντρο της μαύρης περιοχής που καλύπτει τη βάση του ανθιδίου.  Επιδίσκια ανθίδια πολυάριθμα, ερμαφρόδιτα, σωληνοειδή, με κίτρινα πέταλα και δίλοβο στίγμα.  Η άνθιση διατηρείται σχεδόν όλο το χρόνο.  Καρπός αχαίνιο.  Πατρίδα του η Νότια Αφρική.

Acacia  pendula

Name/Όνομα: Ακακία η κρεμοκλαδής

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Acacia pendula A.Cunn. & G.Don

Common name/ Κοινό όνομα:    Weeping myall, silver-leaf boree, boree, balaar

Family/Οικογένεια: FABACEAE

 

Description

Acacia pendula is an evergreen, much-branched and slow- growing tree growing up to 12m high but usually much smaller.  Trunk erect, bark  grey and fissured; branches many, grey and glabrous; young branches pendulous, greenish-gray, often yellowish, angled or flattened, finely hairy becoming glabrescent with age; phyllodes*alternate, petiolate, simple, entire, narrowly oblong-elliptic or linear, straight or falcate**, flat, silvery-glaucous, hairy becoming hairless, apex subacute, mucronate often curved; veins obscure***.  Flowers are hermaphrodite, small and yellow in globular heads, in hanging, axillary and many-flowered racemes; stamens many, filaments whitish, free and glabrous, anthers yellow; style whitish, exserted.  Flowering time October-December.  The fruit is a depressed, oblong, straight or curved and dehiscent brown pod with irregular width, slightly constricted between seeds.  Native to Australia.

Phyllode* = a modified petiole, not true leaf     falcate** = hooked or curled

obscure*** = not clear, difficult to see

 

Περιγραφή

Αειθαλές, πολύκλαδο και αργά αναπτυσσόμενο δένδρο ύψους μέχρι 12m, αλλά συνήθως πολύ χαμηλότερος.  Κορμός όρθιος, φλοιός γκρίζος και ζαρωμένος.  Κλάδοι πολλοί, γκρίζοι και άτριχοι.  Νεαροί κλάδοι γκριζοπράσινοι αλλά συχνά κιτρινωποί, κρεμάμενοι, επίπεδοι ή γωνιώδεις, τριχωτοί αλλά το τρίχωμα ελαττώνεται με την ηλικία.  Φυλλώδια κατ εναλλαγή, έμμισχα, απλά, ακέραια, γραμμοειδή ή προμήκη –ελλειψοειδή, ίσια ή δρεπανοειδή, επίπεδα, γλαυκοπράσινα-αργυροπράσινα, τριχωτά αλλά άτριχα τελικά, σχεδόν οξύκορφα και με μικρή προεκβολή συχνά λυγισμένη ενώ η νεύρωση είναι δυσδιάκριτη.  Άνθη ερμαφρόδιτα, μικρά και κίτρινα σε σφαιρικά κεφάλια, σε μασχαλιαίους, κρεμάμενους και πολύανθεις βότρεις.  Στήμονες πολλοί, νήμα λευκό, ελεύθερο και άτριχο, ανθήρες κίτρινοι.  Στύλοι λευκοί και άτριχοι εξερχόμενοι..  Ανθίζει Οκτώβριο-Νοέμβριο.  Καρπός είναι ένας γραμμοειδής, πράσινος στην αρχή αλλά με καφέ χρώμα στην ωρίμανση, διαρρηκτός χέδρωπας με ανομοιόμορφο πλάτος και ελαφρά συμπιεσμένος μεταξύ των σπερμάτων.  Πατρίδα του η Αυστραλία.

Φυλλώδια = μετασχηματισμένος μίσχος, όχι πραγματικό φύλλο, που εξυπηρετεί όμως τις ανάγκες του φυτού όπως το πραγματικό φύλλο ( πχ. φωτοσυνθέτει ). Παρατηρείται πολύ συχνά στις ακακίες.

Momordica charantia

 

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Momordica charantia L.     

Common name/ Κοινό όνομα:  Bitter gourd, bitter cucumber, bitter melon, balsam pear       

Family/Οικογένεια:   CURCUBITACEAE

 

  Momordica charantia is a monoecious, annual and herbaceous climber, growing up to 5m high.  Stems are many, fast growing, much branched, 5-angular or ribbed, green, usually hairy, spreading or climbing using tendrils; tendrils are axillary and spiral at opposite sides, unbranched, ribbed and hairy, twining anticlockwise, longer than leaves.  Leaves are alternate, simple, palmately lobed, rounded in outline, petiolate; lobes 5-9, unequal, margins crenate, hairy on both sides especially on the margins and on the veins beneath; petiole ribbed and sparsely hairy.  Flowers unisex, actinomorphic, solitary; bract leaf-like, semicircular with hairy margins, arising from the base of peduncle; male flowers larger and more in number than female flowers with 5 yellow, impricate, more or less equal, ovate and hairy petals; calyx campanulate with 5, oblong-lanceolate, green and hairy sepals which are connected at base; stamens 5 located at the center of the flower; female flowers similar to male flowers and they are recognized from the prominent longitudinal protuberance (swelling) at the base of the sepal tube; ovary inferior, stigmas 3.  Flowering time November-December (Cyprus).  The fruit is a pendulous, egg-shaped or oblong and fleshy berry with warty surface, green and hairy when immature, orange–yellow and hairless in maturity; the fruit splits at the top revealing the red   seeds.  Native to Africa, south and south-east Asia.

 Περιγραφή

Μονοετές, μόνοικο, ποώδες και αναρριχόμενο φυτό που μπορεί να φθάσει τα 5μ ύψος.  Βλαστοί αρκετοί, πολύκλαδοι, γρήγορα αναπτυσσόμενοι, 5-γωνοι ή με ραβδώσεις, πράσινοι, συνήθως με αραιό τρίχωμα, απλωμένοι ή αναρριχώμενοι με τη βοήθεια ελίκων.  Οι έλικες βγαίνουν από τις μασχάλες των φύλλων, είναι σπειροειδώς τοποθετημένοι και σε αντίθετες θέσεις, χωρίς διακλάδωση, περιστρεφόμενοι αντίθετα των δεικτών του ρολογιού και είναι ίσοι ή μακρύτεροι των φύλλων.  Τα φύλλα είναι κατ εναλλαγή, απλά, με στρογγυλό περίγραμμα, παλαμοσχιδή, λοβωτά και έμμισχα.  Λοβοί 5-9, άνισοι, με οδοντωτό χείλος, τριχωτοί και στις 2 επιφάνειες, αλλά περισσότερο στα χείλη και στα νεύρα της κάτω επιφάνειας.  Μίσχος ραβδωτός με αραιό τρίχωμα.  Άνθη μονογενή, ακτινόμορφα και μεμονωμένα.  Βράκτια φυλλόμορφα, σχεδόν κυκλικά, με τριχωτό χείλος και αναπτυσσόμενα από τη βάση του ποδίσκου.  Τα αρσενικά άνθη είναι μεγαλύτερα και περισσότερα από τα θηλυκά, έχουν 5 κίτρινα, αλληλεπικαλυπτόμενα, λίγο ή πολύ ισομήκη, ωοειδή και ελαφρά τριχωτά πέταλα.  Κάλυκας καμπανοειδής με 5 προμήκη-λογχοειδή, πράσινα και τριχωτά σέπαλα που ενώνονται στη βάση τους.  Στήμονες 5 με κεντρική θέση.  Θηλυκά άνθη παρόμοια με τα αρσενικά αλλά ξεχωρίζουν από την εμφανή και διογκωμένη προέκταση που ξεκινά από τη βάση του κάλυκα και συνεχίζεται προς τα κάτω.  Ωοθήκη υποφυής, στίγματα 3.  Άνθιση Νοέμβριος-Δεκέμβριος (Κύπρος).  Ο καρπός είναι μια κρεμάμενη, ωοειδής ή επιμήκης και σαρκώδης ράγα, με εξωτερικές ραβδώσεις και ανώμαλη επιφάνεια, που είναι πράσινη στην αρχή αλλά στην ωρίμανση παίρνει πορτοκαλοκίτρινο χρώμα και ανοίγει στην κορυφή της αποκαλύπτοντας τα κόκκινα σπέρματα. Πιθανότερη πατρίδα του η Βόρεια Αφρική και η Νότια και ανατολική Ασία.

Cajanus cajan

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Cajanus cajan (L.) Millsp.

Common name/Κοινό όνομα: Pigeon pea, No eye pea. Pois cajan, Gandul, Guandu, Straucherbse, Caiano

Family/Οικογένεια: FABACEAE

 

Description

Cajanus cajan is a perennial shrub, usually grown as an annual, growing up to 5m tall but much smaller in dry regions.  Stems erect, woody, much-branched with brown color; younger stems are angular and pubescent.  Primary leaves are opposite and simple but later they become compound, alternate, pinnately trifoliate with very short stipules, petiolate; petiole angular and hairy; leaflets lanceolate to elliptic, pubescent and dark green on the upper surface, whitish-green with prominent venation beneath, apex and base acute, petiolule* hairy, very short except the central one.Flowers zygomorphic and hermaphrodite, in axillary or terminal racemes; peduncle purplish and hairy, longer than calyx tube; corolla yellow; standard petal erect, semicircular, striated with orange streaks at basis, notched at apex, margins often rolled forward, glabrous; lateral petals (wings) ovate, glabrous; keel whitish-yellow, upcurved; calyx cylindrical, glandular-pubescent, shorter than standard’s length, greenish-purplish, 2-lobed, upper lobe shorter, 2-parted, often rolled back, lower lobe with triangular teeth; stamens 10, filaments white, glabrous, anthers yellow; ovary superior, style 1, stigma 1, greenish, swollen at apex.  Fruit is a pod, depressed between the seeds.  Flowering time November-February (Cyprus).  Native to India.

petiolule*= the stalk of a leaflet

 

Περιγραφή

Πολυετής θάμνος που συνήθως αναπτύσσεται ως μονοετές φυτό και που μπορεί να φθάσει τα 5μ ύψος αλλά συνήθως στις πιο ξηρές περιοχές αρκετά χαμηλότερο.  Βλαστοί όρθιοι, ξυλώδεις, πολύκλαδοι με καστανό χρώμα.  Νεαρότεροι κλάδοι τριχωτοί και γωνιώδεις.  Αρχικά φύλλα απλά και αντίθετα αλλά μετά γίνονται σύνθετα, κατ εναλλαγή, τρίφυλλα με πολύ μικρά παράφυλλα, έμμισχα.  Μίσχος γωνιώδεις και τριχωτός.  Φυλλάρια απλά, ακέραια, λογχοειδή-ελλειψοειδή, χνουδωτά και με σκούρο πράσινο χρώμα στην άνω επιφάνεια, με ανοικτό πράσινο χρώμα, περισσότερο τριχωτά και εμφανή δικτυωτή νεύρωση στην κάτω επιφάνεια, μυτερή βάση και κορυφή, μίσχος φυλλαρίων πολύ κοντός εκτός από το μίσχο του κεντρικού φυλλαρίου.  Άνθη ερμαφρόδιτα και ζυγόμορφα, σε μασχαλιαίους ή επάκριους βότρεις.  Ποδίσκος πορφυρός και τριχωτός, μακρύτερος από τον κάλυκα.  Στεφάνη κίτρινη, πέτασος όρθιος, ημικυκλικός, με πορτοκαλί ραβδώσεις στη βάση του, με εγκοπή στην κορυφή του, άτριχος ενώ συχνά το χείλος του διπλώνεται προς τα πίσω.  Πτέρυγες ωοειδείς και γυμνοί. Τρόπιδα λευκοκίτρινη με ανασηκωμένη προς τα πάνω την άκρη του.  Κάλυκας χνουδωτός και αδενώδης, κοντύτερος από τον πέτασο, πρασινοπορφυρός, δίλοβος, άνω λοβός διμερής, κάτω λοβός με τριγωνικά δόντια.  Στήμονες 10, νήμα λευκό και γυμνό, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1 διογκωμένο στην κορυφή.  Ανθίζει Νοέμβριο-Φεβρουάριο (Κύπρος).  Καρπός είναι ένας λοβός συμπιεσμένος μεταξύ των σπερμάτων .  Πατρίδα του η Ινδία.

Gosypium herbaceum

Name/Όνομα:  Γοσύπιον το ποώδες      

Name/Όνομα:  Γοσύπιον το ποώδες      

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Gosypium herbaceum L.

Common name/Κοινό όνομα:  Levant cotton, krautiger Braumwollstrauch, cotonnier herbacé, Βαμβάκι     

Family/Οικογένεια:  MALVACEAE

 

Description

Gosypium herbaceum is herbaceous annual or perennial plant or tree-like shrub, growing up to 200cm high or more.  Stem erect, thick, rigid, branched, greenish and hairy when young, brown-purple and glabrous with age; many parts of the plant are dotted with black oil glands, especially on the green stems and on the main nerves beneath.  Leaves are alternate, simple, petiolate, glabrous or glabrescent on the upper surface with stellate hairs on the lower surface; petiole long, purplish and hairy; blade palmately lobed, lobes 3-7, ovate and entire, often with purplish and hairy margins; occasionally there is a red small blotch at the point of nerves’ junction; base cordate, apex subacute, obtuse or rounded; stipules small, linear to lanceolate.  Flowers actinomorphic, hermaphrodite, solitary and axillary; petals 5, overlapped, obovate, yellow, white or pinkish with purple base; calyx short, bell-shaped, 5-lobed with black oil glands; epicalyx* with 3, wide and oblong-cordate, deeply dissected segments with 5-13 unequal, hairy and linear teeth; stamens numerus, filaments fused, forming a hollow, tube-like structure (staminal column), enclosing the ovary and the style; anthers kidney-shaped; ovary superior with 3-5 carpels, stigmas 5, white.  Flowering time late Summer (Cyprus).  The fruit is a globose capsule enclosing ovoid seeds covered with wooly hairs (pure cellulose) strongly attached to the surface of the seeds.  Native to India, northern Africa and south-western Asia.    Epicalyx*= is a structure below calyx, formed by free or fused bracts

 

Περιγραφή

Μονοετές ή πολυετές ή δενδρόμορφος θάμνος που φθάνει τα 2μ ή και περισσότερο.  Βλαστός όρθιος, χοντρός και δυνατός, διακλαδωμένος, πρασινωπός και τριχωτός στην αρχή, καφε-πορφυρός και άτριχος με την πάροδο του χρόνου.  Αρκετά μέρη του φυτού είναι διάστικτοι με σκούρους ελαιώδεις αδένες ειδικά στους πράσινους βλαστούς και πάνω στα κύρια νεύρα της κάτω επιφάνειας.  Φύλλα κατ εναλλαγή, απλά, έμμισχα, άτριχα ¨η σχεδόν άτριχα στην άνω επιφάνεια, με αστεροειδείς τρίχες στην κάτω επιφάνεια.  Μίσχος μακρύς, πορφυρός και τριχωτός, ενώ το έλασμα είναι παλαμόλοβο με 3-7 λοβούς που είναι ωοειδείς και ακέραιοι και που συχνά έχουν πορφυρά και τριχωτά χείλη.  Περιστασιακά υπάρχει μια μικρή κόκκινη κηλίδα στο σημείο συνένωσης των νεύρων.  Βάση καρδιοειδής, κορυφή σχεδόν μυτερή ή πλατειά ή στρογγυλή.  Παράφυλλα μικρά, γραμμοειδή ή λογχοειδή.  Άνθη ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα και μασχαλιαία.  Πέταλα 5, αλληλεπικαλυπτόμενα, αντωειδή με απαλό κίτρινο, λευκό ή ρόδινο χρώμα με πορφυρή βάση.  Κάλυκας κοντός, κωδωνοειδής, 5-λοβος με μαύρους ελαιώδεις αδένες.  Επικαλύκιον* με 3, πλατειά, προμήκη καρδιοειδή και βαθειά σχισμένα τμήματα με 5-13 άνισα, τριχωτά και γραμμοειδή δόντια.  Στήμονες πολυάριθμοι με συμφυή νήματα που σχηματίζουν σωληνοειδή κατασκευή που περικλείει την ωοθήκη και τον στύλο.  Ανθήρες νεφροειδείς, ωοθήκη επιφυής με 3-5 καρπόφυλλα, στίγματα 5, λευκά.  Ανθίζει τέλος καλοκαιριού (Κύπρος).  Ο καρπός είναι μια σφαιρική κάψα που περικλείει ωοειδή σπέρματα καλυμμένα με μαλακές τρίχες (καθαρή κυτταρίνη) που ακουμπούν πολύ σφικτά στην επιφάνεια των σπερμάτων.  Πατρίδα του η Ινδία, Βόρεια Αφρική και νοτιοδυτική Ασία.

Επικαλύκιον*= σχηματισμός που βρίσκεται κάτω από τα σέπαλα και δημιουργείται από την ένωση ελευθέρων ή συμφυών βρακτίων

 

Abelmoscus esculentus

Name/Όνομα:  Αμπελμόσκος ο εδώδιμος   

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Abelmoscus esculentus* (L.)  Moench

Common name/Κοινό όνομα:  Okra, Gombo, Bendee, Ladie’s fingers, Μπάμια    

Family/Οικογένεια:  MALVACEAE

*formerly known as “Hibiscus esculentus (ΙβΊσκος ο εδώδιμος)”

 

Description

Abelmoscus esculentus is herbaceous annual plant growing up to 200cm high or more.  Stem erect, thick, robust, much-branched, green, covered with sparse and stiff hairs above, brown and woody at base; stem often tinged with red.  Leaves alternate, simple, petiolate, dark green, the lower bigger, suborbicular in outline, palmately lobed, lobes 3-7, ovate, triangular or obovate with entire or dentate to serrate margins, both sides clothed with sparse and stiff hairs especially on the veins beneath; upper leaves smaller, deeply dissected with usually 5 oblong and narrow segments, the 2 of them conspicuously smaller, with a red small blotch at the point of junction.  Flowers open early morning; they are actinomorphic, hermaphrodite, solitary and axillary; pedicels hairy; petals 5, overlapped, obovate to orbicular, creamy-yellow with crimson-red base, sepals 0-3, usually 2, ovate, spathaceous, green, scattered with stiff hairs, with 3-5 prominent teeth at apex; epicalyx* with 7-15 linear or narrow-lanceolate and hairy segments with acute or acuminate apex; stamens numerus, filaments fused, forming a hollow, tube-like structure ( staminal column), allowing the connate styles passing through; ovary superior, stigmas dark purple, hairy as many as the carpels. Flowering time May-August, September (Cyprus).  The fruit is a straight or curved, cylindrical or 5 to 10 -sided pyramid, hairy, green, acuminate, succulent and unripe capsule enclosing many kidney-shaped to suborbicular seeds, edible.  Native to Southern Europe, West and Southern Asia and Africa.

epicalyx*= is a structure below calyx, formed by free or fused bracts

Περιγραφή

Μονοετές ποώδες φυτό που φθάνει τα 200εκ ύψος ή περισσότερο.  Βλαστοί όρθιοι, χοντροί και δυνατοί, πολύκλαδοι ή κατακλιμένοι, πράσινοι και, καλυμμένοι με αραιές και δύσκαμπτες τρίχες ενώ στη βάση είναι καστανοί και ξυλώδεις.  Συχνά οι βλαστοί παίρνουν κόκκινη χροιά.  Φύλλα κατ εναλλαγή, απλά, έμμισχα με σκούρο πράσινο χρώμα, τα χαμηλότερα μεγαλύτερα, με υποκυκλικό περίγραμμα, παλαμόλοβα με 3-7 λοβούς.  Λοβοί ωοειδείς, τριγωνικοί ή αντωειδείς με ακέραιο, οδοντωτό ή πριονωτό χείλος ενώ είναι καλυμμένα με αραιές και δύσκαμπτες τρίχες και από τις 2 πλευρές ειδικά στα νεύρα της κάτω επιφάνειας.  Ανώτερα φύλλα μικρότερα, βαθειά σχισμένα με συνήθως 5 προμήκη και στενά τμήματα, τα 2 από τα οποία είναι εμφανώς κοντύτερα με μια μικρή κόκκινη κηλίδα στο σημείο συνάντησης των τμημάτων.  Τα άνθη ανοίγουν νωρίς το πρωί, είναι ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα και μασχαλιαία.  Πέταλα 5, αλληλοκαλυπτόμενα, αντωειδή προς κυκλικά, με απαλό κίτρινο χρώμα και με μια έντονη κόκκινη κηλίδα στη βάση τους.  Σέπαλα 0-3, συνήθως 2, ωοειδή προς σπαθοειδή, πράσινα με σκορπισμένες δύσκαμπτες τρίχες και με 3-5 εμφανή δόντια στην κορυφή τους.  Επικαλύκιον* με 7-15 γραμμοειδή ή στενά λογχοειδή και τριχωτά τμήματα με μυτερές κορυφές.  Στήμονες πολυάριθμοι με συμφυή νήματα που σχηματίζουν σωληνοειδή κατασκευή δια της οποίας περνούν οι ενωμένοι στύλοι.  Ωοθήκη επιφυής, στίγματα όσα και τα καρπόφυλλα με σκούρο πορφυρό χρώμα.  Ανθίζει Μάιο – Αύγουστο, Σεπτέμβριο (Κύπρος).  Ο καρπός είναι μια ευθύγραμμη ή κυρτή, κυλινδρική ή πυραμιδοειδής με 5-10 πλευρές, τριχωτή, πράσινη, μυτερή, σαρκώδεις και αδιάρρηκρη κάψα που περιέχει πολλά νεφροειδή προς υποσφαιρικά σπέρματα.  Πατρίδα του η Νότια Ευρώπη, η Νοτιοδυτική Ασία και η Αφρική.

Επικαλύκιον*= σχηματισμός που βρίσκεται κάτω από τα σέπαλα και δημιουργείται από την ένωση ελευθέρων ή συμφυών βρακτίων.