Archives

Category Archive for ‘Πράσινα’

Morus nigra

Name/Όνομα:   Μορέα η μαύρη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομαMorus nigra L.   

Common name/Κοινό Όνομα:  Black mulberry, Συκαμινιά, Βαβατσινιά   

Family/Οικογένεια:  MORACEAE.  

 

Description

Plant:  Deciduous, monoicous or dioecious tree, up to 10 m high.    

Trunk-branches:  Trunk short, erect or curved, much-branched; bark gray and scaly; young branches green and glabrous; branches erect or spreading, giving an open shape with a dense foliage.

Leaves:  Alternate, broadly-ovate, simple, entire or variously lobed, petiolate, cordate at the base, acute or obtuse at apex, margins obtusely serrate, upper surface dark green and rough with sparse, short and stiff hairs, pale green and pubescent beneath; petiole short, less than 1.5 cm, hairy, excluding latex when cut.       

Flowers:  Unisexual, numerous, green, inconspicuous, on pendulous, axillary, ovoid or cylindrical catkins; male and female flowers may occur on the same or separate trees;          

Flowering time:  April-May.     

Fruit:  Ovoid or cylindrical syncarp*, made up of many achenes; when the fruit matures, is red or black, juicy and very tasty (June-July).       

Native:  Iran.  

 

Περιγραφή

Φυτό:  Φυλλοβόλο, μόνοικο* ή δίοικο** δένδρο με ύψος μέχρι 10 μ.  

Κορμός:  Κοντός, όρθιος ή λυγισμένος, πολύκλαδος.  Φλοιός γκρίζος και ρυτιδωμένος.  Νεαροί κλάδοι πράσινοι και άτριχοι.  Κλάδοι όρθιοι ή απλωμένοι, δίνοντας ένα ανοικτό σχήμα, με πυκνό φύλλωμα.      

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, πλατειά-ωοειδή με καρδιοειδή βάση, απλά, ακέραια ή ποικιλοτρόπως λοβωτά, έμμισχα, οξύκορφα ή πλατύκορφα, με πλατειά-πριονωτά χείλη, σκουροπράσινα και με ανώμαλη υφή από πολύ κοντές και σκληρές τρίχες στην άνω επιφάνεια, με χνουδωτό και χλωμό πράσινο χρώμα στην κάτω.  Μίσχος κοντός, λιγότερο από 1.5 εκ, τριχωτός, και αποβάλλει γαλακτώδη χυμό αν κοπεί.

Άνθη:  Αρσενικά ή θηλυκά, πολυάριθμα, πράσινα, μη ελκυστικά, σε κρεμάμενους, μασχαλιαίους, ωοειδείς ή κυλινδρικούς Ίουλους***.  Αρσενικά ή θηλυκά άνθη μπορεί να βρίσκονται και πάνω στο ίδιο ή διαφορετικό δένδρο.

Άνθιση:  Απρίλιος-Μάιος.  

Καρπός:  Ωοειδές ή κυλινδρικό συγκάρπιο#, αποτελούμενο από πολλά αχαίνια##.  όταν ο καρπός ωριμάσει γίνεται κόκκινος ή μαύρος, ζουμερός και με ωραία γεύση (Ιούνιος-Ιούλιος).  

Πατρίδα:  Ιράν.

 

  • Μονογενή είναι τα άνθη που είναι μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά, δηλ έχουν μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο.
  • Μόνοικο είναι το φυτό πάνω στο οποίο υπάρχουν και αρσενικά και θηλυκά άνθη.
  • Δίοικο είναι το φυτό πάνω στο οποίο υπάρχουν μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά άνθη, δηλ τα αρσενικά και θηλυκά άνθη βρίσκονται σε διαφορετικά φυτά.
  • Ίουλος = όταν ο κύριος άξονας είναι χαλαρός και η κρεμάμενη συνήθως ταξιανθία πέφτει ολόκληρη κατά την ωρίμανση.
  • Συγκάρπιο είναι ο καρπός όπου τα σαρκώδη περιάνθια φύλλα, συγκρατούν γονιμοποιημένες ωοθήκες πολλών θηλυκών ανθέων
  • Αχαίνιο είναι ο καρπός όπου ο φλοιός του σπέρματος, το δερματώδες περικάρπιο και ο ανθικός άξονας, συμφύονται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Withania somnifera

 

 

 

 

 

 

 

 

Όνομα: ashwagandha, Indian ginseng

Επιστημονικό όνομα: Withania somnifera (L.) Dunal

Οικογένεια: SOLANACEAE 

Περιγραφή

Πολυετής θάμνος ή ημίθαμνος με λίγους πλευρικούς κλάδους ύψους μέχρι 1.5m. Βλαστός κυλινδρικός πρασινωπός, καλυπτόμενος όπως και τα φύλλα με άσπρες αστεροειδείς τρίχες. Φύλλα κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, έμμισχα, επιμήκη-ωοειδή με οξύτερο άκρο στη βάση. Άνθη μικρά και αρκετά σε δέσμες, με τριχωτά τα κύρια μέρη. Στεφάνη κιτρινοπράσινη. Ανθήρες κίτρινοι. Η άνθιση αρχίζει προς το τέλος του καλοκαιριού – αρχές φθινοπώρου. Καρπός κόκκινη ράγα. Από το φυτό εξάγονται ουσίες χρήσιμες στη δημιουργία φαρμάκων για καταπολέμηση του πόνου, του στρες κλπ.

W.somnifera 1 W.somnifera 2 W.somnifera 3jpg W.somnifera 4pg W.somnifera A W.somnifera5pg W.somnifera6pg

Ephedra foeminea

 Επιστημονικό όνομα: Ephedra foeminea. Forssk

Κοινό όνομα: Πολυτρίχι

Οικογένεια: EPHEDRACEAE

 

 

 

Περιγραφή

Αναρριχώμενος πολυετής θάμνος ύψους μέχρι 2 μέτρα, με διακλαδιζόμενους, πράσινους στην αρχή και γκρίζους τελικά, κυλινδρικούς και αρθρωτούς βλαστούς. Φύλλα αντίθετα ή σε σπονδύλους.

Άνθη ερμαφρόδιτα πρασινοκίτρινα.

Άνθιση: Απρίλιος – Οκτώβριος. Καρπός ράγα με κόκκινο χρώμα.

Εξάπλωση –   Τοξικότητα

Απαντάται σε δάση και θαμνότοπους χωρών της Νότιας Ευρώπης και Μέσης Ανατολής

από την Ιταλία μέχρι την Ιορδανία αλλά και πιο πέρα μέχρι τη Σαουδική Αραβία.

Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα φυτά που ανήκουν στα Γυμνόσπερμα επικονιάζονται με τον άνεμο (ανεμογαμή), η Εφέδρα επικονιάζεται τόσο με τον άνεμο όσο και με τα έντομα και μάλιστα

τα νυκτόβια.

Όλα τα είδη της οικογένειας μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα λόγω της ουσίας

εφεδρίνης, η οποία επηρεάζει το καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα τόσο σε ανθρώπους

όσο και σε ζώα. Τα συμπτώματα είναι κούραση, ταχυπαλμία και ψηλή πίεση.

E.foemina 1E.FOEMINA 2E.FOEMINA 3

Euphorbia lemesiana

Name/Όνομα: Ευφόρβια η Λεμεσιανή

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Euphorbia lemesiana Hadjik, Hand, Christodoulou & Frajman

Family/Οικογένεια: EUPHORBIACEAE

 

*Formerly known as  ” Euphorbia hierosolymitana

Description

 

Plant:  Perennial shrub with milky latex growing up to 2.5m high.

Stem/s:  Erect, sparsely branched, reddish or purplish, finally with brown color.

Leaves:  Sessile, obtuse or subacute, with a prominent whitish midvein, hairless; cauline leaves opposite or alternate, simple, entire, obovate-elliptic; leaves on the first branching rays are whorled; cyathial leaves( second branching rays) are opposite or whorled, ovate-elliptic or obovate;

Flowers:  Yellowish-green cyathia with 1 female flower surrounded by 5 male flowers with a single stamen and 4-5 kidney-shaped green glands (each cyathium); female flowers bear 3 styles (united at the base) with 3, pinkish 2-lobed stigmas (apparently 6 stigmas).   

Flowering time:  January-April.

Fruit:  Globular, purple capsule covered with rounded warts.

Habitat:  Dry limestones, phrygana and open forests at 200-600m alt.

Native:  Rare endemic to Cyprus.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Πολυετής θάμνος με γαλακτώδη χυμό και με ύψος μέχρι 2,5 μ. 

Βλαστός:  Όρθιοι, αραιά διακλαδωμένοι, κοκκινωποί ή πορφυροί αλλά τελικά με καφέ χρώμα.    

Φύλλα:  Άμισχα, πλατύκορφα ή σχεδόν οξύκορφα με εμφανές ασπριδερό μέσο νεύρο, άτριχα.  Φύλλα βλαστού αντίθετα ή κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, αντωειδή-ελλειπτικά, φύλλα πρωτογενών ακτίνων σε σπονδύλους, φύλλα δευτερογενών ακτίνων αντίθετα ή σπονδυλωτά, ωοειδή-ελλειπτικά ή αντωειδή.

Άνθη:  Πρασινοκίτρινα κυάθια, κάθε κυάθιο φέρει 1 θηλυκό άνθος περιτριγυρισμένο από 5 αρσενικά άνθη που φέρουν ένα μόνο στήμονα και 4-5 νεφροειδείς πρασινωπούς αδένες.  Τα θηλυκά άνθη φέρουν 3 στύλους ενωμένους στη βάση τους, που καταλήγουν σε 3, δίλοβα και ροζ στίγματα, ώστε φαινομενικά να εμφανίζονται ως 6 στίγματα.

Άνθιση:  Ιανουάριος-Απρίλιος. 

Καρπός:  Περίπου σφαιρική  και πορφυρή κάψα με εξογκώματα.   

Ενδιαίτημα:  Ξηροί ασβεστολιθικοί σχηματισμοί, θαμνώνες και ανοικτά πευκοδάση στα δάση Λεμεσού και Σταυροβουνίου μέχρι 600μ υψόμετρο.   

Πατρίδα:  Σπάνιο και πρόσφατα ανακηρυχθέν ως ενδημικό της Κύπρου

 

 

 

 

Eryngium campestre

Όνομα: Ερύγγιον το πεδινό

Επιστημονικό όνομα: Eryngium campestre L

Κοινό όνομα: Μοσχάγκαθο

Οικογένεια: APIACEAE

 

 

Περιγραφή

Όρθια πολυετής και άτριχη πόα ύψους μέχρι 70cm. Φύλλα βάσης έμμισχα, βαθειά διαιρεμένα σε 3 κύρια ακανθωτά τμήματα. Τα ανώτερα είναι μικρότερα ασπροπράσινα, σκληρά και ακανθωτά.Τα άνθη είναι κιτρινοπράσινα σε πυκνά κεφάλια με ακανθώδη βράκτια. Άνθιση Μάιος – Ιούλιος.

Η ονομασία «ερύγγιον» προέρχεται από το ρήμα «ερυγγάνω», κοινός πεζός και Αττικός τύπος του ρήματος «ερεύγομαι» και «ρεύγομαι», που σημαίνει: «εκπέμπω διά του στόματος αέρα εκ του στομάχου». (H. Liddle-R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσας).