Archives

Author Archive for savvas

Achillea cretica

Name/Όνομα:  Αχίλλεια ή Αχίλλεα  η κρητική* 

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Achillea cretica L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Cretan yarrow, Cottonweed

Family/Οικογένεια:    ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Perennial shrub with woody base, growing up to 60 cm high.  

Branches:: Erect or ascending, much-branched above, sulcate, and densely covered with woolly hairs.

Leaves:   Alternate, patent, linear-cylindrical, worm-shaped, sessile, petiolate, pinnatisect forming numerous blunt or suborbicular lobes with spinulose margins, and moderately covered with wooly hairs.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, compound and terminal corymbs; capitula up to 9 on each corymb; peduncles moderately woolly; involucre broadly-campanulate; bracts ovate in many series, erect, imbricate, green and woolly with scarious margins and obtuse apex; ray-florets 5 in one series, female, ligule broadly-ovate, suborbicular or obovate, white, reflexed, 3-lobed, style branched; disk-florets hermaphrodite,  funnel-shaped, εsmaller, 5-lobed, lobes recurved, triangular-obtuse, white, anthers linear, style with narrow linear and whitish branches.

Flowering time:   April-August.

Fruit:    Achene.

Habitat:  Cliffs, gorges, rocky slopes, near springs, from 25-150 m alt.

Native:   Greece, Aegean Islands, Turkey, Cyprus.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής θάμνος με ξυλώδη βάση και ύψος μέχρι 60 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή ανερχόμενοι, πολύκλαδοι ψηλά, αυλακωμένοι, και καλυμμένοι με πυκνές σαν βαμβάκι τρίχες.

Φύλλα:    Κατ εναλλαγή, με οριζόντιο προς όρθιο προσανατολισμό, γραμμοειδή-κυλινδρικά ή σκωληκοειδή,  άμισχα, πτεροσχιδή σχηματίζοντας σχεδόν κυκλικούς λοβούς με μικρές μυτερές προεξοχές στα χείλη και με μέτρια κάλυψη από βαμβακοειδείς τρίχες.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, σύνθετους και επάκριους κορύμβους.  Κεφάλια μέχρι 9 σε κάθε κόρυμβο.  Ποδίσκοι μέτρια καλυμμένοι με βαμβακοειδείς τρίχες.  Σύνολο βρακτίων σε πλατειά-καμπανοειδές σχηματισμό.  Βράκτια ωοειδή σε πολλές σειρές, όρθια, αλληλεπικαλυπτόμενα, πράσινα και με βαμβακοειδείς τρίχες, ενώ έχουν ανώμαλα χείλη  και πλατειά κορυφή.  Περιφεριακά ανθίδια 5 σε μια σειρά, όλα θηλυκά, γλωσσίδια σχεδόν κυκλικά, ωοειδή ή αντωειδή, λευκά, λυγισμένα προς τα κάτω, 3-λοβα.  Στύλος κλαδωτός.  Επιδίσκια ανθίδια λευκά, ερμαφρόδιτα, μικρότερα, χοανοειδή, 5-λοβα, με λοβούς τριγωνικούς με πλατειά κορυφή και λυγισμένους προς τα κάτω, ανθήρες γραμμοειδείς, στύλοι με στενούς και ασπριδερούς κλάδους.

Άνθιση:   Απρίλιος-Αύγουστος

Καρπός:   Αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Γκρεμοί, φαράγγια, βραχώδεις πλαγιές, κοντά σε πηγές από 25-150 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ελλάδα, Νησιά Αιγαίου, Τουρκία, Κύπρος.

Jasminum multiflorum

Name/Όνομα:    Γιασεμί το πολυανθές*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Jasminum multiflorum (Burm.f) Andrews.

Common name/Κοινό Όνομα:   Star jasmine

Family/Οικογένεια:   OLEACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Evergreen perennial vine or shrub, growing up to 3 m high and 6 m long. 

Stem/s:   Much branched, twinning, greenish and hairy becoming grey and woody with age.

Leaves:   Opposite, simple and entire, petiolate, broadly ovate with rounded base and acute or acuminate apex, downy on the main veins beneath while on the upper surface is thinly hairy at first, becoming glabrous later.

Flowers:  Actinomorphic, sessile and hermaphrodite, in dense and many-flowered terminal cymes on side shoots; calyx funnel-shaped, greenish and densely hairy externally, terminated into 5-9 short and triangular lobes with acute tips; corolla white and fragrant, tubular and glabrous, forming 6-9, oblong-lanceolate lobes; stamens 2, inculed; ovary superior, 2-celled, style 1, stigma 2-lobed.

Flowering time:   Spring-Autumn.

Fruit:  Ellipsoid berry, 2-seeded.    

Native:   Southern Asia (India up to Vietnam) 

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλές και πολυετές αναρριχητικό φυτό ή θάμνος με ύψος μέχρι 3 μ και μήκος μέχρι 6 μ.

Βλαστός/οί: Πολύκλαδοι, περιστρεφόμενοι, πρασινωποί και τριχωτοί γινόμενοι γκρίζοι και ξυλώδεις με την ηλικία. 

Φύλλα:     Αντίθετα, απλά και ακέραια, πλατειά ωοειδή με στρογγυλεμένη βάση και μυτερή κορυφή, με χνούδι στα κύρια νεύρα στην κάτω επιφάνεια, ενώ στην άνω στην αρχή είναι ελαφρά τριχωτά και αργότερα άτριχα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πυκνές, πολυανθείς και επάκριες θυσανοειδείς ταξιανθίες στους πλάγιους κλάδους.  Κάλυκας χοανοειδής, πρασινωπός και πυκνά τριχωτός εξωτερικά, σχηματίζει στην κορυφή 5-9 τριγωνικούς και μυτερούς λοβούς.  Στεφάνη λευκή και αρωματική, σωληνοειδής και γυμνή, σχηματίζει στην κορυφή της 6-9 προμήκεις-λογχοειδείς λοβούς. Στήμονες 2 μέσα στη στεφάνη.  Ωοθήκη επιφυής και 2-χωρη, στύλος 1, στίγμα 2-λοβο.

Άνθιση:   Άνοιξη-Φθινόπωρο.

Καρπός:   Ελλειψοειδής ράγα με 2 σπέρματα.

Πατρίδα:   Νότια Ασία από Ινδία μέχρι Βιετνάμ.

Cordia myxa

Name/Όνομα:    Κορδία η μύξα.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Cordia myxa L

Common name/Κοινό Όνομα: Assyrian plum, Sudan teak [English]; Sébestier, bois savon [French]; Sebesteira, sebesteiro do Soudan [Portuguese]; 

Family/Οικογένεια:    BORAGINACEAE

 

Description

Plant:    Perennial evergreen or semi-deciduous shrub or small tree, growing up to 8 m high (Cyprus).

Trunk/Bark:  Bark is grey or grey-brown, with vertical cracks and much more horizontal ones; crown is rather rounded.

Leaves:   Alternate, simple, broadly-ovate, obovate or suborbicular, reticulate venation, petiolate, dark green and glabrous above, pale green and thinly hairy beneath especially on the main veins; apex rounded or obtuse

Flowers: Small, actinomorphic and hermaphrodite in many-flowered, terminal and loose corymbose panicles; calyx tubular or campanulate, green and glabrous shortly lobed at apex; corolla white or creamy-white, with 5 distinctly recurved, lanceolate and glabrous lobes; stamens 5, oblong and yellow; ovary superior, style 1 divided into 4 linear, fan-shaped stigmas with irregularly wavy margins.

Flowering time:    April-May    Fruiting time:  September-October.

Fruit:    Ovoid to sub orbicular yellow drupe containing a sticky pulp and 1-2 wrinkled seeds.  

NativeTropical Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής αειθαλής ή ημι-φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο με ύψος μέχρι 8 μ(Κύπρος).

Φλοιός:  Γκρίζος ή με καφέ-γκριζωπό χρώμα, με κάθετες σχισμές αλλά και με περισσότερες μικρότερες οριζόντιες σχισμές.  Κώμη μάλλον σφαιρική.  

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, πλατειά-ωοειδή, αντωειδή ή σχεδόν κυκλικά, με δικτυωτή νεύρωση, έμμισχα, με σκούρο πράσινο χρώμα και χωρίς τρίχες στην άνω επιφάνεια, με με ανοικτό π΄ρασινο χρώμα και ελαφρύ τρίχωμα στην κάτω, ειδικά πάνω στα κύρια νεύρα.  Κορυφή στρογγυλεμένη ή πλατειά.

Άνθη:   Μικρά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθή, επάκρια και χαλαρή κορυμβοειδή φόβη (σύνθετος βότρυς).  Κάλυκας σωληνοειδής ή καμπανοειδής, πράσινος και γυμνός, φέρει στην κορυφή του μικρούς λοβούς.  Στεφάνη άσπρη ή με κρεμώδες χρώμα, με 5 εντόνως κυρτούς προς τα κάτω, λογχοειδείς και γυμνούς λοβούς.  Στήμονες 5, προμήκεις και κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1 διαιρεμένος σε 4 γραμμοειδή και σαν έλικες ανεμιστήρα στίγματα, με άνισα κυματοειδή χείλη.

Άνθιση:  Απρίλιος-Μάιος.  Καρποφορία:  Σεπτέμβριος-Οκτώβριος:

Καρπός:   Ωοειδής ή σχεδόν σφαιρική και κίτρινη δρύπη που περιέχει κολλώδη οπό και 1 έως 2   ρυτιδωμένα σπέρματα.

Πατρίδα:   Τροπική Ασία.

Beta vulgaris subsp maritima

Name/Όνομα:    Μπέτα  κοινή  η παράλιος

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Beta vulgaris susp.cicla (L.) W.D.J. Koch

Common name/Κοινό Όνομα:  Swiss chard, Σέσκουλα, Λαχανίδα(Ελλάδα), Λάχανο (Κύπρος).

Family/Οικογένεια:    AMARANTHACEAE (previously CHENOPODIACEAE)

 

Description

Plant:   Annual or biennial growing up to 120 cm high. 

Stem/s:   Erect or decumbent, fleshy and glabrous, distinctly grooved, greenish becoming crimson with age.

Leaves:   Alternate, simple, entire or with wavy margins, blade ovate (lower leaves) or rhomboid (upper leaves), fleshy, venation pinnate clearly visible, dark green above, pale green below, shining, and glabrous; petiole channeled above, fleshy, whitish or yellowish;  

Flowers:  Incospicuous, actinomorphic and hermaphrodite, sessile, solitary or in spikes of 2-3 flowers in the axis of the bracts; bracts filiform, bracteoles 2-3, linear or romboid, becoming smaller upwards or wanting; perianth-segments 5, erect, boat-shaped, green and glabrous with narrow membranous margins; stamens 5 opposite perianth-segments, anthers 2-thecous, broadly oblong and yellow; ovary semi-inferior, stigmas 3.

Flowering time:  February-May

Fruit:  Utricle.     

Habitat:   Cultivated.

Native:   Mediterranean region, Southern Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές ή διετές με ύψος μέχρι 120 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή κατακλιμένοι, σαρκώδεις και άτριχοι, έντονα αυλακωτοί, πρασινωποί γινόμενοι κοκκινωποί με την ηλικία.

Φύλλα:     Κατ εναλαγή, απλά, ακέραια ή με κυματοειδή χείλη, έλασμα ωοειδές (χαμηλότερα φύλλα), ή ρομβοειδές( ανώτερα φύλλα), σαρκώδη, πτερόνευρα με εμφανή νεύρωση, με σκούρο πράσινο χρώμα στην πάνω επιφάνεια και χανοικτό πράσινο στην κάτω, γυαλιστερά και γυμνά.

Άνθη:   Μη ελκυστικά, σχεδόν αφανή, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, άμισχα και μεμονωμένα ή σε στάχεις των 2-3 ανθέων στις μασχάλες των βρακτίων.  Βράκτια νηματοειδή, βρακτίδια 2-3 γραμμοειδή ή ρομβοειδή, ελαττωμένα σε μέφεθος προς τα πάνω ή εκφυλίζονται.  Τμήματα περιανθίου 5, όρθια, σε σχήμα βάρκας, πράσινα και άτριχα με στενά μεμβρανοειδή χείλη.  Στήμονες 5, απέναντι των τμημάτων του περιανθίου, ανθήρες 2-θηκοι, κίτρινοι, με πλατύ-προμήκες σχήμα.  Ωοθήκη ημιυποφυής, στίγματα 3.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Μάιος.

Καρπός:   Θύλαξ.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργούμενο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Νότια Ασία.

Trachylospermum jasminoides

Name/Όνομα:    Τραχυλόσπερμο το γιασεμινοϊδές.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Trachylospermum jasminoides (Lindl.) Lem.

Common name/Κοινό Όνομα:   Star jasmine

Family/Οικογένεια:    APOCYNACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Monoecious, evergreen and perennial pant, growing up to 1.8 m high or more.

Stem/s:   Woody climber, much branched with twinning and dark brown branches, and ash-color bark; twigs and petioles contain white and sticky latex.

Leaves:  Opposite, simple and entire, elliptic or obovate, shortly acuminate, cuneate at the base, dark green above, pale green below, shortly petiolate, shining and glabrous, dark green becoming bronze in winter.

Flowers:   Fragrant and showy, actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, terminal and axillary cymes; corolla tubular, slightly twisted, terminating in 5, pinwheel-like, creamy white spreading lobes; calyx green and glabrous with 5, spreading, narrowly oblong and hairy externally sepals; stamens 5, filaments very short, anthers introrse; ovary superior, style 1, stigma 1.

Flowering time:  May-June.

Fruit:  Follicle*; seeds numerous.     

Habitat:  Commonly grown as vine, sprawling shrub or ground cover, in gardens and parks, in full sun, partial or total shade.

Native: Southeastern Asia (China, Japan, Korea, Vietnam).

Follicle* = Dehiscent fruit produced by 1 carpel and at maturity opens from the  ventral valve.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μόνοικο, αειθαλές και πολυετές φυτό με ύψος μέχρι 1.8 μ ή και περισσότερο.

Βλαστός/οί:   Αναρριχητικό με περιστρεφόμενους ξυλώδεις βλαστούς, πολύκλαδο με  κλάδους με σκούρο καφέ χρώμα, ενώ ο φλοιός παλαιοτέρων κλάδων έχει γκρίζο χρώμα.  Νεαροί κλάδοι και οι μίσχοι των φύλλων περιέχουν άσπρο και κολλώδη οπό.

Φύλλα:  Αντίθετα, απλά και ακέραια, ελλιπτικά ή αντωειδή, με μικρή προεκβολή στην κορυφή τους και οξεία βάση, με σκούρο πράσινο χρώμα στην πάνω επιφάνεια και ανοικτό πράσινο στην κάτω, με κοντό μίσχο, γυαλιστερά και άτριχα, παίρνουν χάλκινο χρώμα τον χειμώνα.

Άνθη:   Αρωματικά και εντυπωσιακά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, μασχαλιαίες και επάκριες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Στεφάνη σωληνοειδής, στρεπτή ελαφρά, καταλήγει σε 5 σαν έλικες και με λευκοκίτρινο χρώμα λοβούς.  Κάλυκας πράσινος και άτριχος, με 5 απλωμένα, στενά-προμήκη και ελαφρά τριχωτά εξωτερικά σέπαλα.  Στήμονες 5, νήμα πολύ κοντό, ανθήρες κίτρινοι και με μέτωπο προς το κέντρο του άνθους.  Ωοθήκη επιφυήςμ στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Θύλαξ** με πολλά σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Συνήθως καλλιεργείται ως αναρριχητικό, απλωμένος θάμνος ή για κάλυψη εδάφους, σε κήπους, πάρκα και αυλές σπιτιών, σε άμεσο ηλιακό φως, σε ημισκιερά μέρη ή εντελώς σκιερά..

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ασία ( Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Βιετνάμ ).

θύλαξ** – αδιάρρηκτος καρπός που προέρχεται από  1 καρπόφυλλο και κατά την ωρίμανση ανοίγει από την κοιλιακή ραφή.

Lilium candidum

Name/Όνομα:  Λίλιον ή Λείριο το πάλλευκο. 

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Lilium candidum L

Common name/Κοινό Όνομα:   Madonna lily, White lily, Κρίνος της Παναγίας, Παρθενόκρινος

Family/ΟικογένειαLILIACEAE  

 

 

Description

Plant:   Perennial and bulbous plant, growing up to 120 cm or more. 

Stem/s:   Simple, erect, rigid and leafy, nearly cylindrical or slightly angled, greenish and glabrous.

Leaves:  Alternate, simple and entire with parallel nervation, sessile, narrowly-lanceolate, dark green, shining and glabrous, decreasing in size towards apex; very often the apex of the leaves curve downwards.

Flowers:  Large, showy, very fragrant, actinomophic and hermaphrodite, in few-flowered, terminal racemes; pedicels nodding slightly at anthesis; perianth-segments 6, united, forming a white trumpet, facing outwards, terminating in 6, imbricate and revolute lobes with a distinct nectary “canal” on the midrib of each segment; stamens 6, included, filaments white, more or less equal, anthers oblong and yellow, versatile, 2-thecous, basifixed and dehiscent longitudinally; ovary superior, style 1, greenish and glabrous, much longer than filaments, stigma 3-lobed.

Flowering time: March-April.   

Fruit:   Obovoid, 6-angled capsule.    

Habitat:   Cultivated in full sun or part shade.

NativeBalkans and Middle East.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετές και βολβώδες φυτό με ύψος μέχρι 120 εκ ή και περισσότερο.

Βλαστός/οί:   Απλός, όρθιος, δυνατός και φυλλώδης, σχεδόν κυλινδρικός ή ελαφρά γωνιώδης, πρασινωπός και άτριχος.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, απλά και ακέραια με παράλληλη νεύρωση, άμισχα, στενά- λογχοειδή, γυαλιστερά και άτριχα, ενώ το μέγεθός τους ελαττώνεται  ανεβαίνοντας προς την κορυφή.  Πολύ συχνά τα άκρα των φύλλων λυγίζουν προς τα κάτω.

Άνθη:   Μεγάλα, εντυπωσιακά, πολύ αρωματικά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκριους, ολιγοανθείς βότρεις.  Ποδίσκοι κάπως κρεμάμενοι κατά την άνθιση.  Τμήματα περιανθίου 6, ενωμένα, σχηματίζοντας λευκό άνθος που μοιάζει με τρομπέτα που έχει μέτωπο προς το εσωτερικό του άνθους και κορυφή με 6 αλληλεπικαλυπτόμενους και λυγισμένους προς τα πίσω λοβούς, ενώ στο κεντρικό νεύρο κάθε τμήματος του περιανθίου υπάρχει εμφανής μελιτοφόρος δίαυλος.  Στήμονες 6, μέσα στο περιάνθιο, νήματα λευκά και σχεδόν ισομήκη, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, 2-θηκοι, οριζόντιοι, με κατά μήκος σχίσιμο και με προσκολλημένο το κέντρο τους με την κορυφή του νήματος.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, πρασινωπός και γυμνός, πολύ μεγαλύτερος των νημάτων, στίγμα 3-λοβο.

Άνθιση:  Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Ωοειδής 6-γωνη κάψα.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργημένο φυτό σε άμεσο ηλιακό φως ή σε ημισκιερά μέρη.

Πατρίδα:   Βαλκανική Χερσόνησος και Μέση Ανατολή.

Pteranthus dichotomus

Name/Όνομα:    Πτέρανθος ο διχοτόμος.*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Pteranthus dichotomuσ* Forssk.

Common name/Κοινό Όνομα:   Pteranthus.

Family/Οικογένεια:    CARYOPHYLLACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:  Annual herb growing up to 20 cm high.  

Stem/s:   Sprawling, procumbent or ascending, much-branched, angled and channeled above, articulate at the nodes, glabrous or papillose-hairy, green, becoming reddish with age.

Leaves:  Opposite or apparently in whorls of 4-5, linear, fleshy, mucronate and glabrous; stipules very small, ovate, whitish, and irregularly cut in stripes at apex.

Flowers:   Small, inconspicuous, sessile, actinomorphic and hermaphrodite, in branched repeated dichasium; flowers arise in groups of 3, at the top of a distinctly enlarged, obovoid or oblanceolate, ribbed, compressed, hollow and papillose peduncle; only the central flower is fertile; sepals 4, persistent, boat-shaped, with awned and hooded apex, papillose externally, the 2 outer linear-oblong, the inner ovate-lanceolate; bracts spirally arranged with falcate tips; stamens 4, opposite the sepals; petals absent; anthers basifixed, oblong and yellow; ovary superior, 1-seeded, style 1, stigmas 2.

Flowering time:   March-May.

Fruit:   Subglobose indehiscent and membranous utricle**; seed 1.

Habitat:    At the top and slopes of clay hills, 0-400 m alt.

Native:   Canary Islands to Arabian Peninsula and Pakistan.

dichotomus* = repeatedly divided into pairs of branches.

utricle**    = Dehiscent fruit produced by 1 carpel and at maturity opens from the  ventral valve.

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 20 εκ.

Βλαστός/οί:   Έρποντες ή κατακλιμένοι με τάση ανόδου, πολύκλαδοι, γωνιώδεις και αυλακωτοί από πάνω, αρθρωτοί στα γόνατα, άτριχοι ή με θηλώδεις τρίχες, πράσινοι γινόμενοι κοκκινωποί με την ηλικία.

Φύλλα:     Αντίθετα ή φαινομενικά σε σπονδύλους των 4-5 φύλλων, γραμμοειδή, σαρκώδη, άτριχα και με μικρή μυτερή προεκβολή στην κορυφή τους.  Παράφυλλα πολύ μικρά, ωοειδή και άνισα σχισμένα στην κορυφή τους.

Άνθη:   Μικρά, άσημα, άμισχα, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε διακλαδωμένα και κάποτε επαναλαμβανόμενα διχάσια**.  Τα άνθη εμφανίζονται σε ομάδες των 3, στην κορυφή ενός έντονα μεγεθυσμένου, αντωειδούς ή αντιλογχοειδούς, ραβδωτού, συμπιεσμένου, κούφιου και με θηλώδεις τρίχες ποδίσκου.  Μόνο το κεντρικό άνθος είναι γόνιμο.  Σέπαλα 5, παραμένουν στον καρπό, σε σχήμα βάρκας, με κουκουλωτή κορυφή μαζί με αθέρα (άγανο) και με θηλώδεις τρίχες εξωτερικά, εκ των οποίων τα 2 εξωτερικά είναι προμήκη-γραμμοειδή, τα δε 2 εσωτερικά, ωοειδή-λογχοειδή.  Βράκτια σπειροειδώς τεταγμένα με αγκιστρωτή κορυφή.  Στήμονες 4, αντίθετα των σεπάλων.  Πέταλα απουσιάζουν.  Ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, με προσκολλημένο το κέντρο τους στην κορυφή του νήματος.  Ωοθήκη επιφυής και μονόσπερμη, στύλος 1, στίγματα 2.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Σχεδόν ωοειδές και μεμβρανώδες αδιάρρηκτο θυλάκιο με 1 σπέρμα.

Ενδιαίτημα:   Στις κορυφές και στις πλαγιές αργιλικών  λόφων, 0-400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Από τις Καναρίους Νήσους μέχρι Αραβική Χερσόνησο και Πακιστάν.

θύλαξ*αδιάρρηκτος καρπός που προέρχεται από  1 καρπόφυλλο και κατά την ωρίμανση ανοίγει από την κοιλιακή ραφή.

διχάσιο**. διαιρείται σε 2 κλάδους.

utricle**    = Dehiscent fruit produced by 1 carpel and at maturity opens from the  ventral valve.

Saxifraga hederacea

Name/Όνομα:    Σαξιφράγη (λιθοθραύστης κυριολεξ.) η κισσοειδής*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Saxifraga hederacea L.

Family/Οικογένεια:    SAXIFRAGACEAE

 

* Η απόδοση του ονόματος στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Annual herb growing up to 20 cm high.

Stems: Erect or sprawling, somewhat hanging at apex, cylindrical, greenish and glabrous or sparsely covered with soft whitish hairs.

Leaves:   Lower leaves alternate, patiolate, simple, broadly ovate to suborbicular, entire or with up to 5, triangular, ± acute and thinly hairy or glabrous lobes; upper leaves similar but smaller, terminal leaves opposite.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, axillary, sometimes solitary  or in lax cymes; sepals 5, suberect, fused at the base, triangular, green and glandular hairy externally, alternating with petals; petals 5, white,  obovate to elliptic, with few glandular hairs; stamens 10, anthers kidney-shaped, yellow; ovary nearly superior , carpels 2 partly fused; styles 2.

Flowering time:   March-May.

Fruit:   Capsule.    

Habitat:    Shady cliffs, damp rocky places, from 100-750 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 20 εκ.

Βλαστός/οί:  Όρθιοι ή έρποντες, κάπως κρεμάμενοι στην κορυφή, κυλινδρικοί, πρασινωποί και άτριχοι ή με αραιές μαλακές και ασπριδερές τρίχες.

Φύλλα:     Φύλλα βάσης κατ εναλλαγή, έμμισχα, απλά, πλατειά-ωοειδή  προς σχεδόν κυκλικά, ακέραια ή με μέχρι 5, τριγωνικούς, ± μυτερούς και ελαφρά τριχωτούς ή άτριχους λοβούς.  Ανώτερα φύλλα παρόμοια αλλά μικρότερα, ενώ τα τελευταία είναι αντίθετα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, μασχαλιαία, κάποτε μονώρη ή σε αραιές θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Σέπαλα 5, κατ εναλλαγή με τα πέταλα, ημιανερχόμενα, τριγωνικά και ενωμένα στη βάση τους, πράσινα και με αδενώδεις τρίχες εξωτερικά  Πέταλα 5, λευκά, αντωειδή προς ελλειπτικά, με λίγες αδενώδεις τρίχες εξωτερικά.  Στήμονες 10, ανθήρες νεφροειδείς και κίτρινοι.  Ωοθήκη σχεδόν επιφυής με 2 καρπόφυλλα που είναι εν μέρει ενωμένα, στύλοι 2.

Άνθιση:   Μάρτιος, Μάιος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:   Σκιασμένοι γκρεμοί και υγρές βραχώδεις περιοχές, από 100-750 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

 

Campanula fastigiata

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Campanula fastigiata Schult.

Family/Οικογένεια:   CAMPANULACEAE

 

 

Description

 

Plant:  Annual herb barely growing up to 3 cm high (Cyprus specimens).  

Stem/s:   Mostly one or two, erect, very thin, branched above, cylindrical, purplish and covered with dense shining papillae.

Leaves:   Alternate, simple, rather succulent, sessile, obovate, pale green, with 2-4 shallow lobes at apex and covered with shining papillae; the lower leaves wither before or during anthesis.

Flowers:  Minute, actinomorphic and hermaphrodite in many-flowered terminal or lateral cymes; bracts leaf-like, often with less lobes or entire, as long as calyx-tube or longer; hypanthium  conical or obovoid, looks–like an upside-down pentagonal pyramid, sepals 5,  oblong, more or less equal, subacute, fleshy, pale green, longer than calyx-tube with shining papillae; calyx-tube and its lobes become reddish-brown with age; corolla very small, up to 4 mm long, tubular with 5 blunt lobes which are shorter than corolla´s tube, white or pale blue, clearly exceeding the calyx lobes; stamens 5, free; ovary inferior, style 1, greenish, straight and thick, stigmas 3.

Flowering time:   April-May.

Fruit:  Capsule.     

Habitat:  Very rare in Cyprus and is found only on dry gypsum slopes from 70-275 m alt.  

Native:   Eastern Mediterranean region to Central Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος που μετά βίας φθάνει τα 3 εκ.( Κυπριακά είδη)

Βλαστός/οί:   Κυρίως 1 ή 2, όρθιοι, πολύ λεπτοί, με διακλάδωση ψηλά, κυλινδρικοί, πορφυροί και καλυμμένοι με πυκνές γυαλιστερές θηλές.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, κάπως σαρκώδη, άμισχα, αντωειδή, με χλωμό πράσινο χρώμα, 2-4 αβαθείς λοβούς στην κορυφή και καλυμμένος με γυαλιστερές θηλές.  Τα χαμηλότερα φύλλα μαραίνονται πριν ή κατά την διάρκεια της άνθισης.

Άνθη:   Πολύ μικρά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, επάκριες ή πλάγιες κυματοειδείς ταξιανθίες.  Βράκτια παρόμοια των φύλλων, συχνά με λιγότερους λοβούς ή είναι ακέραια, ισομήκη με τον σωλήνα του κάλυκα ή και μεγαλύτερα.  Υπάνθιο κωνικό ή αντωειδές, μοιάζει με αναποδογυρισμένη πενταγωνική πυραμίδα.  Σέπαλα 5,  προμήκη, περίπου ισομήκη, σχεδόν μυτερά, σαρκώδη, με χλωμό πράσινο χρώμα, μακρύτερα του σωλήνα του κάλυκα και φέρουν γυαλιστερές θηλές.  Ο σωλήνας του κάλυκα και οι λοβοί του παίρνουν κοκκινωπό-καφέ χρώμα με την πάροδο του χρόνου.  Στεφάνη πολύ μικρή, μέχρι 4 χιλ., σωληνοειδής με 5 κάπως μυτερούς λοβούς που είναι κοντύτεροι του σωλήνα της στεφάνης, με λευκό ή χλωμό μπλε χρώμα, ξεπερνώντας καθαρά του λοβούς του κάλυκα.  Στήμονες 5, ελεύθεροι.  Ωοθήκη υποφυής, στύλος 1, πρασινωπός, ίσιος και χοντρός, στίγματα 3.

Άνθιση:   Απρίλιος-Μάιος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:   Πολύ σπάνιο στην Κύπρο και περιορίζεται σε ξηρές πλαγιές από γύψο, 70-275 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσογειακή ζώνη μέχρι την Κεντρική Ασία.

Eremogone picta

Name/Όνομα:   Ερε(ι)μογόνη η έγχρωμη*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Eremogone picta* (Sm.) Dillenb. & Kadereit

Common name/Κοινό Όνομα:  Sandwort, English sandwort. Ergen tistis(Turk.), Tzelalit na´ah (Hebr.).  

Family/Οικογένεια:    CARYOPHYLLACEAE

 

Syn “Minuartia picta (Sm.) Bornm.

 

* Η απόδοση της ονομασίας στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Annual herb growing up to 12 cm high. 

Stem/s:   Erect, usually unbranched, thin, sticky, glandular, slightly swollen at nodes, often reddish.

Leaves:   Opposite, decussate*, simple, entire, linear, glandular or bristly hairy, mucronate at apex; very often leaves arise in fascicles at the lower 1/2 of the plant; stipules absent.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in lax, few-flowered, repeated dichasia(cymes); peduncle long and   ± glandular; bracts very small, triangular; sepals 5, oblong and glabrous, with rounded apex and membranous margins, united at base; petals 5, spreading, imbricate, oblong, white internally, red or tinged reddish externally, with shallowly emarginated or truncate apex, longer than sepals; stamens 10 in 2 series, the inner opposite the sepals  and the outer opposite the petals; anthers oblong, blackish-green; ovary superior, 1-locular, styles 3, white.

Flowering time:   January-May.

Fruit:   Capsule    

Habitat:   Sandy ground, shrubby vegetation, hillsides, from 0-1200 m alt.

Native:   Mediterranean region to Pakistan

 

Eremogone picta*- “Eremogone” comes from the Greek word « Έριμος»= Erimos, means «desert».

«picta» means «painted».

 

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 12 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, συνήθως χωρίς διακλάδωση, λεπτοί, αδενώδεις και κολλώδεις, ελαφρά διογκωμένοι στα γόνατα, συχνά κοκκινωποί

Φύλλα:   Αντίθετα και σταυρωτά,  απλά, ακέραια, γραμμοειδή, με αδενώδεις τρίχες ή μη αδενώδεις αδρότριχες και με μικρή μυτερή προεκβολή στην κορυφή τους.  Πολύ συχνά τα φύλλα φαίνονται να αναπτύσσονται κατά δέσμες στο κατώτερο μισό του φυτού.  Παράφυλλα απουσιάζουν.

  Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρά, ολιγοανθή και επαναλαμβανόμενα διχάσια (κυματοειδείς ταξιανθίες).   Ποδίσκοι μακροί και ± αδενώδεις.  Βράκτια πολύ μικρά και τριγωνικά.  Σέπαλα 5, προμήκη και άτριχα, με στρογγυλή κορυφή και μεμβρανώδη χείλη, ενώ στη βάση ενώνονται.  Πέταλα 5, απλωμένα, αλληλεπικαλυπτόμενα, προμήκη, λευκά εσωτερικά, κόκκινα ή με κόκκινες ταινίες ή αποχρώσεις εξωτερικά, με αβαθή εγκοπή στην κορυφή τους ή με ευθυγραμμισμένη κορυφή, μακρύτερα των σεπάλων.  Στήμονες 10 σε 2 σειρές, οι εσωτερικοί απέναντι των σεπάλων και οι εξωτερικοί απέναντι των πετάλων.  Ανθήρες προμήκεις με μαυριδερό-πράσινο χρώμα.  Ωοθήκη επιφυής, μονόχωρη, στύλοι 3, λευκοί.

Άνθιση:   Ιανουάριος-Μάιος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:   Αμμώδη εδάφη, θαμνότοποι, λοφοπλαγιές, από 0.1200 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη μέχρι το Πακιστάν.

 

Ερημογόνη* = Ελληνική λέξη από ΅έρημος΅και ¨γόνος¨.

 

Eremogone picta*- “Eremogone” comes from the Greek word « Έριμος»= Erimos, means «desert».

«picta» means «painted».