Archives

Author Archive for savvas

Elaeagnus angustifolia

Name/Όνομα:   Ελαίαγνος η στενόφυλλη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Elaeagnus angustifolia L.

Common name/Κοινό Όνομα: Russian olive, Ζυζυφιά, Μοσχοϊτιά.  

Family/Οικογένεια:   ELAEAGNACEAE

 

Description

 

Plant:   Deciduous shrub or small tree, growing up to 8 m high.

Stem/s:   Bark at first silvery, becoming glabrous and shining brown with age; trunk brown-reddish, with vertical furrows; branches ± spinose, often pendulous.

Leaves:  Alternate, simple, entire, ovate-lanceolate to elliptic, petiolate, apex acute or obtuse, base cuneate;  lamina at the upper surface is green and covered with silvery stellate hairs, while the lower surface is silvery and sparsely covered with scales; petiole densely covered with silvery stellate hairs.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, solidary or in clusters of 3, at the axils of the leaves; perianth tubular-campanulate, 4-lobed, silvery with scaly hairs externally and yellow internally; lobes deltoid, acute, spreading, slightly downy at the upper half internally; stamens 4, alternate with lobes, filaments short, thick and glabrous, anthers oblong brown; ovary superior, style thick, greenish and glabrous with a miniature collar at the base, barely above anthers.

Flowering time:   May-June.    Fruiting time:  August-October.

Fruit:   Ovoid or olive-shaped drupe with shining yellow-brown to yellow-red exocarp, with fleshy and sweet mesocarp and endocarp with 1 woody seed; edible.

Habitat:   Roadsides, uncultivated hillsides, gardens and parks, from 0-1400 m alt.

Native:   Europe, Western Asia.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο με ύψος μέχρι 8 μ.

Βλαστός/οί:   Φλοιός στην αρχή αργυρόχρωμος, μετά όμως με την πάροδο του χρόνου γίνεται άτριχος και με γυαλιστερό καφέ χρώμα.  Κορμός με καφέ-κοκκινωπό χρώμα και με κάθετες αυλακώσεις.  Κλάδοι με ή χωρίς αγκάθια, συχνά κρεμάμενοι.

Φύλλα:    Κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, ωοειδή-λογχοειδή ή ελλειψοειδή, έμμισχα,  οξυκόρυφα ή πλατυκόρυφα, βάση μυτερή.  Έλασμα στην πάνω επιφάνεια πράσινο και καλυμμένο με αργυρόχρωμες αστεροειδείς τρίχες, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι αργυρόχρωμη και αραιά καλυμμένη με φολιδωτές τρίχες.  Μίσχος αργυρόχρωμος με πυκνές αστεροειδείς τρίχες.

Άνθη:   Ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα ή σε δέσμες των 3 στις μασχάλες των φύλλων.  Περιάνθιο σωληνοειδές-καμπανοειδές, 4-λοβο, αργυρόχρωμο εξωτερικά με φολιδωτές τρίχες, ενώ εσωτερικά είναι κίτρινο.  Λοβοί δελτοειδείς, μυτεροί, απλωμένοι, ελαφρά χνουδωτοί στο ανώτερο μισό τους εσωτερικά.  Στήμονες 4, κατ εναλλαγή με τους λοβούς, νήμα κοντό, χοντρό και γυμνό, ανθήρες προμήκεις και με καφέ χρώμα.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος χοντρός, πρασινωπός και γυμνός, με ένα πολύ μικρό κολάρο στη βάση του, ενώ μετά βίας υπερίπταται των ανθήρων.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος  Καρποφορία:  Αύγουστος-Οκτώβριος.

Καρπός:   Ωοειδής ή σε σχήμα ελιάς δρύπη, με γυαλιστερό κιτρινοκαφέ ή κιτρινοκόκκινο εξωκάρπιο, με γλυκό και σαρκώδες μεσοκάρπιο και ενδοκάρπιο με 1 ξυλώδες σπέρμα. Εδώδιμο.

Ενδιαίτημα:  Κατά μήκος δρόμων, ακαλλιέργητες πλαγιές, κήπους και πάρκα, από 0’1400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ευρώπη, Δυτική Ασία.

Rosa canina

Name/Όνομα:   Ροδή η κυνορρόδη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Rosa canina L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Dog rose, Αγριοτριανταφυλλιά, Αρκοτριανταφυλλιά, Μουσσιέττα.

Family/Οικογένεια:   ROSACEAE

 

Description

Plant:    Deciduous shrub growing up to 5 m high, but usually less than 4 m.

Stem/s:   Erect or sprawling, stout, green and glabrous, covered with sparse, acute, straight, curved or hooked reddish prickles.

Leaves:   Alternate, odd-pinnate, with 5-7 ovate, obovate or elliptical lobes, ± glabrous and eglandular on both surfaces, rachis and petiole softly hairy, channeled above and often bear needle-like prickles, apex acute, and margins simply or doubly serrate; stipules glandular, oblong-lanceolate or elliptical with pointed lobes, often larger below flowers.

Flowers:   Showy, actinomorphic, hermaphrodite, solitary or in clusters; pedicels hispid and glandular, longer than bracts; receptacle subglobose, becoming fleshy in fruit; sepals 5, lanceolate, green, glabrous or softly hairy and sparsely glandular, deflexed and falling after anthesis; petals 5, obovate, pink or white, imbricate at the base, apex shallowly emarginated; stamens numerous, arise from the base of a distinct convex disc; styles free, pilose, crowded forming a dome; ovary inferior, 1-locular with 1 ovule.

Flowering time:   April-June.

Fruit:  Achenes enclosed in a fleshy receptacle.

Habitat:  Roadsides, fields, open Pine forest, from 600-1500 m alt.

Native:   Europe, Northwest Africa, Western Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Φυλλοβόλος θάμνος με ύψος μέχρι 5 μ, αλλά συνήθως λιγότερο από 4 μ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή κατακλιμένοι, δυνατοί, πράσινοι και άτριχοι, καλυμμένοι με αραιές, μυτερές, ίσιες, λυγισμένες ή αγκιστρωτές κοκκινωπές άκανθες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, περιττόληκτα, με 5-7 ωοειδείς ή αντωειδείς λοβούς, ± γυμνούς και μη αδενώδεις και στις 2 επιφάνειες, μίσχος και άξονας του φύλλου ελαφρά τριχωτοί και αυλακωτοί από πάνω, ενώ συχνά φέρουν βελονοειδή αγκάθια, οξυκόρυφα και παρυφές απλά ή διπλά πριονωτές.  Παράφυλλα αδενώδη, αντιλογχοειδή ή ελλειψοειδή με μυτερούς λοβούς, που συχνά είναι μεγαλύτερα αυτά που βρίσκονται κάτω από τα άνθη.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα και μασχαλιαία ή κατά δέσμες.  Ποδίσκοι αδενώδεις και με αδρότριχες, μεγαλύτεροι των βρακτίων.  Ανθοδόχη υποσφαιρική, γινόμενη σαρκώδης στην καρποφορία.  Σέπαλα 5, λογχοειδή, πράσινα, γυμνά ή ελαφρά τριχωτά και αραιά αδενώδη, λυγίζουν προς τα πίσω και πέφτουν μετά την άνθιση.  Πέταλα 5, αντωειδή, ρόδινα ή λευκά, αλληλεπικαλυπτόμενα στη βάση και με αβαθή εγκόλπωση στην κορυφή.  Στήμονες πολυάριθμοι, αναδυόμενοι από τη βάση ενός αξιοσημείωτου, κυρτού δίσκου.  Στύλοι ελεύθεροι, χνουδωτοί, συνωστισμένοι δημιουργώντας ένα θόλο.  Ωοθήκη υποφυής, με ένα χώρισμα και με ένα ωάριο.

Άνθιση:   Απρίλιος- Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνια εγκλεισμένα σε σαρκώδη ανθοδόχη.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, χωράφια και ανοικτά πευκοδάση, από 600-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Ευρώπη, Βορειοανατολική Αφρική, Δυτική Ασία.

 

 

Viola sieheana

Name/Όνομα:   Βίολα η σιεχεάνειος*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Viola sieheana** W.Becker.

Common name/Κοινό Όνομα:   Common dog violet, Αγριοβιολέτα.

Family/Οικογένεια:   VIOLACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:     Perennial herb growing up to 30 cm high.

Stem/s:  Semi-erect or spreading, angled and glabrous.

Leaves:    Alternate, simple, petiolate, glabrous, heard-shaped with a short sinus at the base and shallow crenate-serrate margins; petiole of lower leaves longer than lamina, becoming progressively shorter towards apex, glabrous and channeled above; lower stipules , opposite, ovate-lanceolate, acute, minutely hairy, with crenate-serrate margins, while stipules of the upper leaves are linear-lanceolate and larger than the lower ones.

Flowers:  Showy, zygomorphic and hermaphrodite, solitary and axillary; peduncles and pedicels glabrous; bracteoles 2, linear, a little below flowers; sepals 5, green, linear-lanceolate,  minutely ciliate, acuminate, with conspicuous truncate appentages at the base; petals 5, unequal,  whitish blue or lilac, the basal is obovate and a little larger than the others, lined with dark blue lines,  the lateral petals bear dense white and stiff hairs at their base, and the 2 upper petals are obovate and very often reflexed; spur cylindrical, straight or slightly upcurved, whitish and glabrous, at the base of the basal petal; stamens 5, anthers oblong; ovary superior, sessile and glabrous, 1-cellular, style truncate at apex.

Flowering time:  March-May.

Fruit:    Capsule.

Habitat:   Shaded areas, and near streams, from 750-1950 m alt.

Native:  Southeastern Europe to Lebanon.

 

 Sieheana** = It refers to the city of Siegen in Germany.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Βλαστός/οί:   Ημιανερχόμενοι ή απλωμένοι, γωνιώδεις και άτριχοι.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, έμμισχα, γυμνά, καρδιόσχημα με κοντό άνοιγμα στη βάση και παρυφές με κοντές οδοντωτές ή πριονωτές προεξοχές.  Μίσχος των χαμηλότερων  φύλλων μακρύτερος του ελάσματος, γινόμενος σταδιακά κοντότερος προς την κορυφή, γυμνός και αυλακωτός από πάνω.  Παράφυλλα των χαμηλότερων φύλλων αντίθετα, ωοειδή-λογχοειδή, μυτερά, ελάχιστα τριχωτά και με οδοντωτά-πριονωτά χείλη, ενώ τα παράφυλλα των ανώτερων φύλλων είναι γραμμοειδή-λογχοειδή και μακρύτερα των κάτω.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, μονήρη και μασχαλιαία.  Ποδίσκοι γυμνοί.  Βρακτίδια 2, γραμμοειδή, τοποθετημένα λίγο πιο χαμηλά από τα άνθη.  Σέπαλα 5, πράσινα, γραμμοειδή-λογχοειδή, ελάχιστα τριχωτά, μυτερά και με εντυπωσιακές ίσιες απολήξεις στη βάση τους.  Πέταλα 5, άνισα, με ανάμεικτο λευκό και μπλε ή λιλά χρώμα, το πέταλο στη βάση είναι αντωειδές, λίγο μεγαλύτερο των άλλων και φέρει γραμμώσεις με πιο έντονο μπλε χρώμα, τα πλάγια πέταλα φέρουν πυκνές και λευκές αδρότριχες στη βάση τους, και τα 2 ανώτερα είναι αντωειδή και πολύ συχνά γέρνουν προς τα πίσω.  Πλήκτρο κυλινδρικό, ίσιο ή ελαφρά λυγισμένο προς τα πάνω, ασπριδερό και γυμνό, τοποθετημένο στη βάση του κατώτερου πετάλου.  Στήμονες 5, ανθήρες προμήκεις.  Ωοθήκη επιφυής, άμισχη και άτριχη, με 1 καρπόφυλλο, στύλος με ίσια κορυφή.

Άνθιση:  Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Σκιασμένες και υγρές περιοχές κοντά σε ρυάκια, από 750-1950 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νοτιανατολική Ευρώπη μέχρι τον Λίβανο.

Sieheana ** =   Αναφέρεται στην πόλη Siegen της Γερμανίας.

Rhagadiolus edulis

Name/Όνομα:   Ραγαδίολος ο εδώδιμος.*   

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Rhagadiolus edulis Gaerth.

Common name/Κοινό Όνομα:  Edible Star-hawkbit, Rhagadiole comestible, Eßbarer Sternlattich, Radicchio lirato.  

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Annual herb growing up to 50 cm high.

Stem/s:   Erect or diffuse, branched, slightly ribbed or angled, greenish, covered with ± dense short and whitish, stiff hairs.

Leaves:    Basal leaves in a loose rosette, blade obovate or pinnately-lyrate, with a large rounded or ovate-dentate terminal lobe and smaller rounded lateral lobes, shortly hispid on both surfaces,  sessile or with a winged  and sparsely hispid petiole; upper leaves alternate, the lower petiolate, the upper sessile, usually entire, similar with base leaves or oblanceolate, sinuate-dentate.

Flowers:  Capitula small, in few-flowered, much-branched and spreading panicles**; involucre cylindrical; bracts in 2 series, the 5 outer minute ovate, the inner 5-6 much longer, accrescent in fruit, enveloping the marginal achenes; florets yellow, ligules oblong with 5-toothed apex; anthers linear, style branched.

Flowering time:   February-June

Fruit:    Achenes of 2 kinds, the outer 5-6, straight, linear-cylindrical or slightly curved with narrow and pointed tips, spreading, glabrous, radically arranged forming a star-shaped structure, the inner strongly incurved or arcuate, dorsally hispid.

Habitat:   Roadsides, waste ground, cultivated fields, from 0-1500 m alt.

Native:   Mediterranean region, Western Asia.

 

panicle ** = a much-branched inflorescence.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 50 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή διαχυόμενοι, διακλαδωμένοι, ελαφρά ραβδωτοί ή γωνιώδεις, πρασινωποί και καλυμμένοι με αραιές ή πυκνές, κοντές κα ασπριδερές αδρότριχες.

Φύλλα:     Φύλλα βάσης σε χαλαρή ροζέτα,  έλασμα αντωειδές ή πτεροειδές-λυροειδές, με ένα μεγάλο στρογυλό ή ωοειδή-οδοντωτό τελικό λοβό, και μικρότερους στρογγυλεμένους πλάγιους λοβούς, με κοντές αδρότριχες και στις 2 επιφάνειες, άμισχά ή με πτερυγωτό μίσχο καλυμμένο με αραιές αδρότριχες.  Ανώτερα φύλλα κατ εναλλαγή, τα κατώτερα έμμισχα, τα ανώτερα άμισχα, παρόμοια με τα φύλλα της βάσης ή αντιλογχοειδή με οδοντωτά ή κυματοειδή χείλη, ενώ  συνήθως είναι ακέραια.

Άνθη:   Κεφάλια μικρά, σε ολιγοανθή, πολύκλαδη και απλωμένη φόβη.*Σύνολο βρακτίων σε κύλινδρο.  Βράκτια σε 2 σειρές, τα 5 εξωτερικά είναι πολύ μικρά και ωοειδή, τα εσωτερικά 5-6, πολύ μακρύτερα, ενώ κατά την καρποφορία παχύνονται περιβάλλοντας σαν φάκελος τα περιφερειακά αχαίνια.  Ανθίδια κίτρινα, γλωσσίδια προμήκη και με 5 δόντια στην κορυφή τους.  Ανθήρες γραμμοειδείς, στύλοι διακλαδωμένοι.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνια 2 ειδών, τα εξωτερικά 5-6, γραμμοειδή-κυλινδρικά, ίσια ή ελαφρά λυγισμένα με στενή και μυτερή μύτη, απλωμένα, γυμνά, ακτινοειδώς τοποθετημένα σχηματίζοντας αστεροειδή κατασκευή, τα εσωτερικά έντονα λυγισμένα ή καμπυλωμένα και με ραχιαίες αδρότριχες.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, άγονα εδάφη, καλλιεργημένα χωράφια, από 0-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ασία.

 φόβη**= Πολύκλαδη ταξιανθία με πλευρικούς βότρεις.

Cynoglossum creticum

Name/Όνομα:   Κυνόγλωσσο το κρητικό.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Cynoglossum creticum Mill.

Common name/Κοινό Όνομα:   Blue houndstongue.

Family/Οικογένεια:   BORAGINACEAE

 

 

Description

Plant:   Biennial robust plant, growing up to 80 cm high.

Stem/s:   Erect, usually unbranched and slightly angled, greenish, densely covered with adpressed soft hairs.

Leaves:  Alternate, simple and entire; basal leaves in a loose rosette, oblanceolate, obscurely veined, shortly hairy both sides, apex subacute or obtuse, base gradually reduced in a narrow petiole;  upper leaves oblong to lanceolate, shortly hairy on both surfaces, subacute at apex, clasping the stem at the base.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, terminal or axillary cymes; flowering axon enlarged in fruit, with the flowers located in 2 dense series along its adaxial side at anthesis, becoming evenly spaced in fruiting time; pedicels adpressed hairy, ascending at anthesis, becoming strongly recurved and pendant later; calyx lobes 5, oblong and obtuse, adpressed hairy; corolla 5-lobed, lobes suborbicular, united at the base, erect at first, spreading out later, pink or purplish in bud, becoming whitish-blue with distinct darker blue venation later, glabrous; stamens 5, included; ovary superior, 4-lobed, style 1, stigma 1.

Flowering time:   February-June.

Fruit:   Ovoid nutlets.

Habitat:  Waste ground, roadsides, field margins, vineyards, stream banks and open Pine forests, from 0-1400 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Διετές δυνατό φυτό με ύψος μέχρι 80 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, συνήθως χωρίς διακλάδωση, ελαφρά γωνιώδεις, πρασινωπός και καλυμμένος με πυκνές, παράλληλες με τον βλαστό, μαλακές τρίχες.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, απλά και ακέραια.  Φύλλα βάσης σε χαλαρή ροζέτα, αντιλογχοειδή, με αφανή νεύρωση, κοντό τρίχωμα και στις 2 επιφάνειες, πλατυκόρυφα ή σχεδόν οξυκόρυφα και βάση σταδιακά μειωμένη σε στενό μίσχο.  Ανώτερα φύλλα προμήκη-λογχοειδή, με κοντό τρίχωμα και στις 2 επιφάνειες,  σχεδόν οξυκόρυφα, ενώ στη βάση περιβάλλουν εν μέρει τον βλαστό (περίβλαστα).

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, επάκριες ή μασχαλιαίες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Ο ανθοφόρος άξονας επιμηκύνεται πριν την καρποφορία, με τα άνθη παραταγμένα σε 2 πυκνές σειρές στη ραχιαία πλευρά του άξονα κατά την άνθιση, ενώ στην διαδικασία της καρποφορίας παίρνουν αποστάσεις μεταξύ τους, αντίστοιχα οι τριχωτοί ποδίσκοι φαίνονται να ανέρχονται κατά την άνθιση, ενώ στην καρποφορία λυγίζουν έντονα και φαίνονται κρεμάμενα.  Κάλυκας 5-λοβος, λοβοί προμήκεις και πλατυκόρυφοι, με κατακλιμένες τρίχες.  Στεφάνη 5-λοβη, λοβοί γυμνοί, σχεδόν κυκλικοί, ενωμένοι στη βάση τους, στην αρχή όρθιοι, αργότερα απλωμένοι, ρόδινοι ή πορφυροί στα μπουμπούκια, αργότερα όμως παίρνουν λευκό-μπλε χρώμα με νεύρωση με πιο έντονο μπλε χρώμα.  Στήμονες 5, περιέχονται εντός.  Ωοθήκη επιφυής, 4-λοβη, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Ωοειδή κάρυα.

Ενδιαίτημα:  Άγονα εδάφη, κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, αμπέλια, όχθες ρυακιών και ανοικτά πευκοδάση, από 0-1400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

Vicia lathyroides

Name/Όνομα:  Βίκια η λαθυροειδής*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Vicia lathyroides L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Engl: Spring vetch, Fr: Vesce Printaniere, Germ: Platterbsen-Wicke Swedish: vårvicker; Norwegian: vårvikke; Finnish: nätkelmävirna; Danish: vår-vikke)

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Annual herb growing up to 15 cm high.

Stem/s:  Spreading out, much branched, purplish, distinctly angled, and covered with very short, whitish, soft and spreading hairs.

Leaves:   Alternate, compound, petiolate with no tendrils, evenly pinnate with 1-2 pairs of obovate, entire, pubescent, subsessile, emarginated and apiculate leaflets; upper leaflets oblong-linear; rachis terminates in a short bristle; stipules entire, semi-sagittate, pubescent.

Flowers:   Zygomorphic, hermaphrodite, solitary and axillary; pedicel very short, purplish and covered with soft spreading hairs; calyx tube cylindrical, purplish, with soft hairs externally, remains in fruit,  5-toothed, teeth acute, purplish, hairy, subequal, about as long as the tube; corolla blue-mauve, standard petal erect, obovate with darker veins and emarginated apex, wings oblong, whitish-mauve or pink, keel suborbicular; stamens 10, 9 fused, 1 free; ovary superior, compressed linear, style 1, stigma 1, capitate

Flowering time:   March-April.

Fruit:    Legume; linear, compressed, and glabrous, with dark brown or blackish color and short, curved beak; seeds nearly cubic.

Habitat:   Cultivated fields, sandy and dry meadows, igneous areas, from 660-1100 m alt.

Native:   Europe, Western Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 15 εκ.

Βλαστός/οί:  Απλωμένοι, πολύκλαδοι, πορφυροί, έντονα γωνιώδεις και καλυμμένοι με πολύ κοντές, ασπριδερές, μαλακές και απλωμένες τρίχες.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, σύνθετα, έμμισχα, χωρίς έλικες, ζυγόληκτα και πτερόμορφα, με 1-2 ζεύγη αντωειδών, ακέραιων, τριχωτών, σχεδόν άμισχων φυλλαρίων, με εγκοπή στην κορυφή μαζί με μικρή μυτερή προεξοχή.  Ανώτερα φυλλάρια προμήκη-γραμμοειδή.  Ο άξονας των φύλλων καταλήγει σε μια κοντή αδρότριχα.  Παράφυλλα ακέραια, χνουδωτά και ημισαϊττοειδή.    

Άνθη:  Ζυγόμορφα, ερμαφρόδιτα, μασχαλιαία και μεμονωμένα.  Ποδίσκοι πολύ κοντοί, πορφυροί και καλυμμένοι με μαλακές και απλωμένες τρίχες.  Σωλήνας κάλυκα κυλινδρικός και πορφυρός, με μαλακές τρίχες εξωτερικά, παραμένει στην καρποφορία, είναι 5-δοντος, με δόντια μυτερά, πορφυρά, σχεδόν ισομήκη μεταξύ τους καθώς και με τον σωλήνα του κάλυκα.  Στεφάνη με μπλε-μωβ χρώμα, πέτασος όρθιος, αντωειδής, με νεύρα πιο σκούρου χρώματος και με μικρή εγκοπή στην κορυφή του, πτέρυγες προμήκεις, με ρόδινο ή λευκό-μωβ χρώμα, τρόπιδα σχεδόν  κυκλική.  Στήμονες 10, 9 συμφυείς, 1 ελεύθερος.  Ωοθήκη επιφυής, συμπιεσμένη και γραμμοειδής, στύλος 1, στίγμα 1, κεφαλωτό.   

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Χέδρωξ, γραμμοειδής, συμπιεσμένος και άτριχος, με σκούρο καφέ ή μαυριδερό χχρώμα και κοντό λυγισμένο ράμφος.  Σπέρματα σχεδόν κυβοειδή.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργημένα χωράφια, ξηρά και αμμώδη λιβάδια, σε πυριγενείς περιοχές, από 660-1100 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ευρώπη, Δυτική Ασία.

 

 

 

Celtis tournefortii

Name/Όνομα:   Κελτίς η τουρνεφόρτια.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Celtis tournefortii Lam.

Common name/Κοινό Όνομα:  Oriental hackberry, Κοκκονιά, Κονναρκά.

Family/Οικογένεια:   CANNABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Ornamental deciduous shrub or tree, growing up to 8 m high. 

Branches:  Trunk with narrow, vertical, and orange stripes; much branched with ash-chestnut outer bark; twigs at first are green and slightly angled with sparse lenticels, becoming purplish-brown with age and finally they turn into gray.

Leaves:   Alternate, simple, broadly-ovate, blade asymmetric (the 2 parts of lamina are unequal), glabrous, margins serrate, apex shortly acute, base rounded or nearly truncate

Flowers:   Green, not showy, hermaphrodite, solitary and axillary or in clusters; perianth-segments 5, stamens 5, anthers yellow; ovary superior, sessile, subglobose, style 2-partite.

Flowering time:  March-April    Fruiting time: August-October.

Fruit:     Globose drupe** with hard endocarp, at first green, becoming chestnut-orange at maturity.    

Habitat:  Rare in Cyprus, and it is found at rocky and bushy places, from 600-900 m alt.

Native:   Southeastern Europe.

 

drupe ** = 1-celled fruit in which exocarp is thin, mesocarp is fleshy and the seed is enclosed in a hard endocarp (cherry, olive, plum).

 

Περιγραφή

Φυτό:   Διακοσμητικός φυλλοβόλος θάμνος ή δέντρο, με ύψος μέχρι 8 μ.

Κορμός-Κλάδοι :   Κορμός με στενές, πορτοκαλιές και κατακόρυφες λωρίδες,  πολύκλαδος, με τεφροκαστανό ξηρόφλοιο.  Νεαροί κλάδοι στην αρχή πράσινοι και ελαφρά γωνιώδεις με  αραιούς και μικρούς φακοειδείς σχηματισμούς εξωτερικά, γινόμενοι πορφυροκαστανοί με την πάροδο του χρόνου και τελικά παίρνουν γκρίζο χρώμα.

Φύλλα:    Κατ εναλλαγή, απλά, πλατειά-ωοειδή με ασύμμετρο έλασμα δηλ. τα 2 μέρη του ελάσματος είναι άνισα, γυμνά, παρυφές πριονωτές, κορυφή κοντή και μυτερή, βάση στρογγυλεμένη ή σχεδόν ευθύγραμμη.

Άνθη:   Πράσινα, μη ελκυστικά ώστε να περνούν απαρατήρητα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα και μασχαλιαία ή σε δέσμες.  Περιάνθιο με 5 τμήματα, στήμονες 5, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, άμισχη, σχεδόν σφαιρική, στύλος διμερής.

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.    Καρποφορία:  Αύγουστος-Οκτώβριος.

Καρπός:   Σφαιρική δρύπη με σκληρό ενδοκάρπιο, στην αρχή πράσινη, με καστανό-πορτοκαλί χρώμα στην ωρίμανση.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται σε βραχώδεις και θαμνώδεις περιοχές, από 600-900 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ευρώπη.

 

Δρύπη ** =  Καρπός με μεμβρανώδες εξωκάρπιο, σαρκώδες μεσοκάρπιο και ξυλώδες ενδοκάρπιο πχ κεράσι, ροδάκινο.

Quercus alnifolia

Name/Όνομα:   Δρυς η κληθρόφυλλη (σκληθρόφυλλη)

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Quercus alnifolia# Poech.

Common name/Κοινό Όνομα:  Golden oak, Λατζιά

Family/Οικογένεια:   FAGACEAE

 

Description

Plant:   Evergreen monoecious* shrub or small tree, growing up to 10 m high.

Branches:  Much branched with grey bark; old branches with vertical furrows; twigs are initially gray or greenish, covered with dense stellate hairs.

Leaves:  Alternate, simple, and petiolate; blade obovate, oblong-ovate or suborbicular, very often with convex appearance, dark green and shining above, with golden-brownish hairs beneath, margins strongly or slightly serrate, sometimes entire, apex acute or rounded, base cuneate or rounded; stipules hairy, linear-oblanceolate.

Flowers:  Unisexual, male flowers in dense, hanging or spreading, many-flowered catkins**; perianth cup-shaped, thinly hairy externally, with 6 oblong, subacute lobes; stamens 6, anthers oblong and yellow, exserted; female flowers solitary or in groups of 2-3, sessile or shortly stalked in the leaf axils; involucre scaly; ovary with 3 carpels; styles 3.

Flowering time:  April-May.  Fruiting time:  November-December.

Fruit:  Obovate or subcylindrical nut (acorn) with apiculate apex and narrow base, seated on a woody scaly cupule (acorn cup), solitary or in clusters.

Habitat:   Igneous areas at Troodos with Pinus brutia, from 660-1500 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus.

alnifolia# =  The leaves resemble the leaves of “Alnus glutinosa”

Monoecious* = Male and female reproductive organs in separate flowers on the same plant.

Catkin** = Cylindrical, hanging or drooping spike with unisex flowers.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλής μόνοικος* θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μ.

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι με γκρίζο ξηρόφλοιο.  Παλαιοί κλάδοι φέρουν εξωτερικά κατακόρυφες σχισμές ή αυλακώσεις.  Νεαροί κλάδοι είναι αρχικά πρασινωποί ή γκρίζοι και καλυμμένοι με πυκνές αστεροειδείς τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και έμμισχα.  Έλασμα ελαφρά κυρτωμένο, αντωειδές, προμήκες-ωοειδές ή υποκυκλικό, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και γυαλιστερή άνω επιφάνεια, με χρυσοκαστανές τρίχες στην κάτω, παρυφές (χείλη) έντονα ή ελαφρά πριονωτές, κορυφή μυτερή ή στρογγυλεμένη, βάση στρογγυλή ή ευθύγραμμη.  Παράφυλλα τριχωτά, γραμμοειδή-αντιλογχοειδή.

Άνθη:   Μονογενή με τα αρσενικά άνθη σε πυκνούς, απλωμένους ή κρεμάμενους, πολυανθείς ίουλους**.  Περιάνθιο κυπελλοειδές, ελαφρά τριχωτό εξωτερικά, με 6 προμήκεις και σχεδόν μυτερούς λοβούς.  Στήμονες 6, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, εξερχόμενοι.  Θηλυκά άνθη μεμονωμένα ή σε δέσμες των 2-3 ανθέων, άμισχα ή κοντόμισχα στις μασχάλες των φύλλων.  Σύνολο βρακτίων σε λεπιοειδή κατασκευή.  Ωοθήκη με 3 καρπόφυλλα και 3 στύλους.

Άνθιση:   Απρίλης-Μάιος.  Καρποφορία:  Νοέμβριος-Δεκέμβριος.

Καρπός:   Αντωειδές ή σχεδόν κυλινδρικό κάρυο (βαλανίδι), με μυτερή κορυφή και στενή βάση, καθισμένο πάνω σε κυπελλοειδή βάση, με έντονα και κυρτά προς τα έξω λέπια, μεμονωμένα ή σε δέσμες.

Ενδιαίτημα:   Σε πυριγενείς περιοχές στο Τρόοδος μαζί με τραχεία πέυκη, από 600-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου.

 

Το όνομα ¨σκληθρόφυλλη¨ αναφέρεται στην ομοιότητα των φύλλων με τα φύλλα του ¨Σκλήδρου- Alnus glutinosa  

Μόνοικο* =  Φυτό με χωριστά τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό, δηλ στήμονες και ύπερος σε διαφορετικά άνθη, στο ίδιο φυτό.

Ίουλος** =  Κυλινδρικός, κρεμάμενος  ή αποπίπτων  στάχυς, με μονογενή άνθη δηλ. υπάρχουν ίουλοι αρσενικοί ή θηλυκοί.

Tordylium carmeli

Name/Όνομα:   Τορδύλιον το καρμήλιον*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Tordylium carmeli** (Labill.) Al-Eisawi  

Common name/Κοινό Όνομα:   Carmel cow parsnip

Family/Οικογένεια:   APIACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

 Synonyme  “ Synelcosciadium carmeli “ (Labill.) Boiss.

 

Description

Plant:  Annual, growing up to 150 cm high.  

Stem/s:   Erect, much branched, somewhat angular below, slightly ribbed, green, covered with rather long and whitish stiff hairs (hispid), while adpressed thick hairs cover the upper part of the stems.   

Leaves:   Alternate, petiolate, oblong in outline, blade pinnately divided into 5-9 segments, which are obovate, sessile, and covered with stiff hairs, while the margins are irregularly serrate-dentate; petiole channeled above, and hispid.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, In lax, terminal and many-flowered sciadia (umbels); umbels 3-7, rays unequal, becoming erect in fruit; bracts up to 6, linear, acute and hispid; bracteoles similar but smaller; petals 5, white, deeply 2-lobed, the outer longer, with stiff hairs externally; stamens 5, filaments glabrous, arising between the lobes, anthers yellow; ovary inferior, carpels 2 with a slender carpophore between them, styles 2, erect, arising from a thick base (stylopodium), stigma 1.

Flowering time:   May-June.

Fruit:    Schizocarp, dry, suborbicular, strongly compressed, with 2 pale brown and densely covered with hispid hairs, mericarps.       

Habitat:   Rare in Cyprus and it is found at roadsides, stony hillsides, field limits, waste ground, 25-750 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

carmeli**  = from the name of mount Carmel in Israel.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές με ύψος μέχρι 150 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, πολύκλαδοι, κάπως γωνιώδεις, ελαφρά ραβδωτοί, πράσινοι και καλυμμένοι χαμηλά με ασπριδερές και λίγο μακριές αδρότριχες, ενώ ψηλά υπάρχουν αδρότριχες παράλληλες με τον βλαστό.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, έμμισχα, προμήκη στο περίγραμμα, έλασμα διαιρείται σε 5-9 τμήματα, που είναι αντωειδή, άμισχα και καλυμμένα με αδρότριχες, ενώ τα χείλη είναι άνισα οδοντωτά-πριονωτά.  Μίσχος με αδρότριχες και αυλακωτός από πάνω.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρά, επάκρια και πολυανθή σκιάδια.  Σκιάδια 3-7, με άνισες ακτίνες, παίρνουν όρθια θέση στην καρποφορία.  Βράκτια μέχρι 6, γραμμοειδή, οξυκόρυφα και με αδρότριχες.  Βρακτίδια παρόμοια αλλά μικρότερα.  Πέταλα 5, λευκά, βαθειά διαιρεμένα σε 2 λοβούς, φέρουν αραιές αδρότριχες εξωτερικά, ενώ τα περιφερειακά  είναι μεγαλύτερα.  Στήμονες 5, νήμα γυμνό, διερχόμενο μεταξύ των λοβών των πετάλων, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη υποφυής, καρπόφυλλα 2, με λεπτή συνδετική συσκευή μεταξύ τους (καρποφόριον), στύλοι 2, αναδυόμενοι από μια χοντρή βάση το στυλοπόδιο, στίγμα 1.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Σχιζοκάρπιον, ξηρό, σχεδόν κυκλικό, έντονα πιεσμένο πλευρικά, και με 2 καστανά και με πυκνές αδρότριχες, μερικάρπια.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, άγονα εδάφη και πετρώδεις πλαγιές, από 25-750 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή περιοχή.

 

carmeli**=  αναφέρεται στο βουνό Carmel στο Ισραήλ. 

Lomelosia divaricata

Name/Όνομα:   Λομελόσια η απλωμένη*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Lomelosia divaricata (Jacq.) Greuter & Burdet

Family/Οικογένεια:   DISPACACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:    Annual herb growing up to 40 cm hogh.

Stem/s:   Erect or spreading, usually branched, slightly angular or almost cylindrical, purplish and thinly hairy.

Leaves:  Basal leaves opposite, simple, usually entire, oblanceolate, thinly hairy, apex obtuse, base flat, sheathing; upper leaves divided into 3 or more unequal, narrow, oblanceolate, subacute, and hairy lobes.

Flowers:  Zygomorphic and hermaphrodite, in lax, pedunculate, many-flowered, hemispherical, and terminal capitula, developed in spreading cymes; peduncles slender, ± hairy, often purplish, very long, much exceeding the subtending leaves; involucral bracts 6 in 2 series, the outer longer, green, oblanceolate, covered with rather thick whitish hairs, much exceeding the outer florets;  calyx cup-shaped below, with 5 triangular teeth; each tooth terminates in a long and conspicuous, dark, reddish-purplish bristle (all 5 bristles), much exceeding the corona;  florets pink or purple; corolla funnel-shaped, with 5 unequal lobes; stamens 4, free, filaments glabrous, anthers oblong and yellow, shortly exceeding corolla; ovary inferior, unicellular, developed in a cup-shaped, 8-ribbed, membranous  corona; style 1, excerted from corolla, stigma simple; ovary inferior, unicellular, developed in a cup-shaped, 8-ribbed, membranous  corona; style 1, stigma obscurely 2-lobed.

Flowering time:  March-May.

Fruit:   Achene.    

Habitat:   Roadsides, field limits, stony slopes, from 0-1100 m alt

Native:   Southern Europe to Iraq.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 40 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή απλωμένοι, πολύκλαδοι, σχεδόν κυλινδρικοί ή ελαφρά γωνιώδεις, πορφυροί και τριχωτοί.

Φύλλα:  Φύλλα βάσης αντϊθετα, απλά, ακέραια, αντιλογχοειδή, ελαφρά τριχωτά, πλατυκόρυφα και με επίπεδο μίσχο που περιβάλλει εν μέρει τον βλαστό.  Ανώτερα φύλλα διαιρεμένα σε 3 ή περισσότερους, άνισους, στενούς, αντιλογχοειδείς, σχεδόν οξυκόρυφους και τριχωτούς λοβούς.

Άνθη:   Ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκρια, πολυανθή και ημισφαιρικά κεφάλια, που αναπτύσσονται σε χαλαρές, απλωμένες και με μακρύ ποδίσκο, θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Ποδίσκοι λεπτοί, ± τριχωτοί, συχνά πορφυροί, με μεγάλο μήκος ώστε να ξεπερνούν αβίαστα τα υποκείμενα φύλλα.  Σύνολο βρακτίων 6 σε 2 σειρές, τα εξωτερικά μακρύτερα, πράσινα, αντιλογχοειδή, καλυμμένα με μάλλον χοντρές και ασπριδερές τρίχες, ξεπερνώντας σε μήκος τα εξωτερικά ανθίδια.  Κάλυκας κυπελλοειδής χαμηλά, με 5 τριγωνικά δόντια, έκαστο των οποίων φέρει στο άκρον του, μακριά και με κοκκινοπορφυρό χρώμα αδρότριχα (σύνολο 5), που ξεπερνά το μήκος της κορώνας.  Ανθίδια ρόδινα ή πορφυρά.  Στεφάνη χοανοειδής, με 5 άνισους λοβούς.  Στήμονες 4, νήμα ελεύθερο και άτριχο, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, που ξεπερνούν λίγο την στεφάνη.  Ωοθήκη υποφυής, με 1 καρπόφυλλο, που αναπτύσσεται σε μια κυπελλοειδή και μεμβρανώδη κορώνα, που φέρει 8 ακτινωτές ραβδώσεις.  Στύλος 1 εκτός στεφάνης, στίγμα με δυσδιάκριτο 2-λοβο άκρο.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών, πετρώδεις πλαγιές, από 0-1100 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Νότια Ευρώπη μέχρι το Ιράκ.