Archives

Author Archive for savvas

Gagea peduncularis

Name/Όνομα:   Γαγέα η έμμισχη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Gagea peduncularis (J. Presl & C. Presl) Pascher

Common name/Κοινό Όνομα:   Yellow star of Bethlehem

Family/Οικογένεια:   LILIACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Perennial herb with 2 broadly ovoid bulbs, surrounded by a dense net of fibrous roots. 

Stem/s:   Erect, short and slender, unbranched, minutely hairy, growing up to 10 cm high.

Leaves:   Basal leaves 2, thread-like, grooved and glabrous, longer than plant´s height; cauline leaves 1-3, alternate, lanceolate, the lower born about the middle of the stem, the other 2 smaller, all covered with soft downy hairs internally and on the margins, ± glabrous externally.  Cauline leaves distinctly different from basal leaves.

Flowers:   Small, actinomorphic and hermaphrodite, solitary or 1-3, at the top of elongated pedicels, purplish and densely covered with soft and downy whitish hairs; bracts similar to upper stem leaves; perianth-segments 6, free and spreading, oblong, subacute or obtuse, golden yellow internally, greenish and sparsely downy near the base, externally; stamens 6, filaments glabrous, anthers yellow; ovary superior, 3-sided, style 1, stigma 1.

Flowering time:   Jan-March.

Fruit:  Capsule.     

Habitat: Grassland, rocky hillsides, dry stony places, from 0-800 m alt. 

Native:   Southern Europe, Eastern Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής πόα με 2 πλατειά ωοειδείς βολβούς, περιβαλλόμενους από ένα πυκνό δίκτυο νηματοειδών ριζών.

Βλαστός/οί:   Όρθιος, κοντός και λεπτός, χωρίς διακλάδωση, με πολύ μικρές τρίχες, και ύψος μέχρι 10 εκ.

Φύλλα:   Φύλλα βάσης 2, στενά και μακριά σαν κλωστές, αυλακωμένα και άτριχα, μακρύτερα από το ύψος του φυτού.  Φύλλα βλαστού 1-3, κατ εναλλαγή, λογχοειδή, το νοτιότερο εκφύεται από το μέσο περίπου του βλαστού, τα άλλα 2 είναι μικρότερα, όλα όμως καλύπτονται εσωτερικά και στα χείλη, από μαλακές σαν χνούδι τρίχες, ± άτριχα εξωτερικά.  Τα φύλλα του βλαστού είναι πολύ διαφορετικά από τα φύλλα της βάσης

Άνθη:  Μικρά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα ή 1-3, στην κορυφή επιμηκυνθέντος ποδίσκου, που είναι πορφυρός  και πυκνά καλυμμένος από μαλακές ασπριδερές τρίχες.  Βράκτια παρόμοια των ανώτερων φύλλων του βλαστού.  Τμήματα περιανθίου 6, ελεύθερα και απλωμένα, προμήκη, σχεδόν μυτερά ή πλατύκορφα, με χρυσοκίτρινο χρώμα εσωτερικά, με πρασινωπό χρώμα εξωτερικά και με αραιές μαλακές τρίχες κοντά στη βάση.  Στήμονες 6, νήμα άτριχο, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής και τρίπλευρη, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Ιανουάριος-Μάρτιος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:   Χορταριασμένα εδάφη, βραχώδεις πλαγιές και σε ξηρά και πετρώδη μέρη, από 0-800 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νότια Ευρώπη, Μεσογειακή ζώνη.

 

 

Emex spinosa

Name/Όνομα:  Έμεξ ο ακανθώδης*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Emex spinosa (L.) Campd

Common name/Κοινό Όνομα:   Spiny emex, Devil´s thorn, Spiny dock.

Family/Οικογένεια:   POLYGONACEAE

 

Description

 

Plant:    Annual herb with thick root, growing up to 50 cm high.

Stem/s:   Erect or prostrate, ± branched, ribbed and angled, glabrous, rather fleshy, green or reddish.

Leaves:  Alternate, simple, petiolate; blade oblong-hastate or ovate, glabrous, margins entire or shallowly undulate; petiole flattish above, glabrous, about as long as the blade or longer, often reddish; ochrea** membranous, rather short and reddish.   

Flowers:  Small, green, actinomorphic, unisexual, in racemose clusters; bracts similar to leaves; male flowers in terminal clusters, perianth-segments 6, more or less equal, oblong, free above, connected at the base, acute or obtuse, somewhat concave, green and glabrous; stamens 6, 2-thecous with short and thick, white filaments, anthers yellow becoming brown with age; female flowers at the middle and base of the flowering axon, sometimes mixed with male flowers at terminal clusters, sessile, perianth segments 6, the outer 3 are spreading, triangular and concave, terminating in a rigid spine, the inner 3 are united forming an urn-shaped cup; ovary superior, styles 3, white, stigmas with feathery appearance.

Flowering time:   Jan-April.

Fruit:   Indehiscent achene.    

Habitat:   Sandy shores, grassland and disturbed areas, from 0-150 m alt.

Native:  Mediterranean region.

ochrea** = Dry sheeth round a stem, formed by the connection of stipules. Plural ocreae

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με χοντρή ρίζα και ύψος μέχρι 50 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή κατακλιμένοι,  με ή χωρ¨΄ις διακλάδωση, γωνιώδεις και ραβδωτοί, μάλλον σαρκώδεις, πράσινοι ή κοκκινωποί.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και έμμισχα.  Έλασμα βελοειδές ή ωοειδές και άτριχο, χείλη ακέραια ή αβαθώς κυματοειδή.  Μίσχος επίπεδος από πάνω, γυμνός και συχνά κοκκινωπός, περίπου ισομήκης με το έλασμα ή μακρύτερος.  Στη βάση του μίσχου που ενώνεται με τον βλαστό υπάρχει μεμβρανώδες κοκκινωπό και κάπως κοντό περίβλημα, που προέρχεται από την συνένωση των παράφυλλων.    

Άνθη:   Μικρά, πράσινα, ακτινόμορφα και μονογενή, σε βοτρυοειδείς δέσμες.  Βράκτια παρόμοια των φύλλων.  Αρσενικά άνθη σε επάκριες δέσμες, τμήματα περιανθίου 6, λίγο ή πολύ ισομήκη, προμήκη, ελεύθερα ψηλά, ενωμένα στη βάση τους, οξυκόρυφα ή πλατυκόρυφα, κάπως κοίλα, πράσινα και άτριχα.  Στήμονες 2, 2-θηκοι, με κοντά, χοντρά και λευκά νήματα, και ανθήρες κίτρινους που παίρνουν καφέ χρώμα με την πάροδο του χρόνου.  Θηλυκά άνθη στη μ΄ση και στη βάση του ανθοφόρου άξονα, κάποτε ανάμεσα στα αρσενικά στις επάκριες δέσμες, άμισχα, τμήματα περιανθίου 6, τα 3 εξωτερικά είναι απλωμένα, τριγωνικά και κοίλα, με επάκρια σκληρή άκανθα, τα 3 εσωτερικά είναι ενωμένα και σχηματίζουν κυπελλοειδή κατασκευή που μοιάζει με υδρία.  Ωοθήκη επιφυής, στύλοι 3, λευκοί, στίγματα λεπτά σαν νήματα με εμφάνιση φτερού.

Άνθιση:   Ιανουάριος-Απρίλιος.

Καρπός:   Αδιάρρηκτο αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Αμμώδεις παραλίες, χορταριασμένες περιοχές και σε κατοικήσιμα εδάφη, από 0-150 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

Ranunculus marginatus

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Ranunculus marginatus d’Urville..

Common name/Κοινό όνομα:  Margined buttercup

Family/Οικογένεια:   RANUNCULACEAE

 

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 45 cm high. 

Stem/s:  Erect or spreading, branched, obscurely angled, purplish, glabrous or with spars, soft whitish hairs.   

Leaves:    Alternate, petiolate, glabrous; basal leaves semicircular in outline, divided into 3-5 toothed or crenate lobes with truncate or shallowly chordate base, glabrous; petiole long, purplish and sparsely hairy, winged at the base; middle leaves 3-lobed and upper leaves   entire or 3-lobed, lobes narrowly-lanceolate with the median lobe larger.

Flowers:  Actinomorphic, hermaphrodite, solitary, leaf-opposed; receptacle hairy; peduncle sulcate, purplish, sparsely hairy, about 4 to 6 times, as long as flower and longer than the nearby leaf; sepals 5, ovate, strongly reflexed, yellowish, ± glabrous; petals 5, obovate, spreading, yellow; stamens numerous, anthers oblong and yellow.

Flowering time:   (Late March) April-June

Fruit:    Achenes discoid, globose and thick, with narrow green and smooth border, surfaces covered with small tubercles; beak small, conical, yellowish, ± acute; achenes are spirally arranged, forming a spherical head with irregular surface.  

Habitat:   Roadsides, wet meadows, limestones, from 0-1400 m alt.

Native:   Mediterranean region, Eastern Europe.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 45 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή απλωμένοι και διακλαδωμένοι, αφανώς γωνιώδεις, γυμνοί ή με αραιές μαλακές και ασπριδερές τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, έμμισχα και γυμνά.  Φύλλα βάσης γυμνά, ημικυκλικά στο περίγραμμα, διαιρεμένα σε 3-5 οδοντωτούς ή πριονωτούς λοβούς, με ίσια ή με αβαθή καρδιόσχημη βάση.  Μίσχος μακρύς, πορφυρός και αραιά τριχωτός με πτερυγωτή βάση.  Μεσαία φύλλα 3-λοβα.  Ανώτερα φύλλα ακέραια ή 3-λοβα, με λοβούς στενά-λογχοειδείς και με το μεσαίο λοβό μεγαλύτερο.

Άνθη:   Ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα και αναδυόμενα απέναντι των φύλλων.  Ανθοδόχη τριχωτή.  Ποδίσκος ραβδωτός, πορφυρός, αραιά τριχωτός, περίπου 4 ή 6 φορές μακρύτερος από το άνθος, και μακρύτερος από το κοντινότερο φύλλο.  Σέπαλα 5, ωοειδή, έντονα λυγισμένα προς τα πίσω, κιτρινωπά και ± άτριχα.  Πέταλα 5, αντωειδή, απλωμένα και κίτρινα.  Στήμονες πολυάριθμοι, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι.

Άνθιση:   Τέλος Μαρτίου, Απρίλιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνια δισκοειδή, στρογγυλεμένα και χοντρά, με στενά και πράσινα χείλη, ενώ οι επιφάνειες είναι καλυμμένες με μικρές ανώμαλες προεξοχές.  Ράμφος μικρό, κωνικό και κιτρινωπό,± μυτερό.  Τα αχαίνια τοποθετούνται σπειροειδώς δημιουργώντας μια σφαιρική κεφαλή με ανώμαλη επιφάνεια.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, υγρά λιβάδια και σε ασβεστολιθικά εδάφη, από 0-1400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Ανατολική Ευρώπη.

Veronica hederifolia

Name/Όνομα:   Βερονίκη η κισσόφυλλος.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Veronica hederifolia L

Common name/Κοινό Όνομα:   Ivy-leaved speedwell

Family/Οικογένεια:   PLANTAGINACEAE

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 30 cm high. 

Stem/s:  Procumbent or spreading, with a tension to sprawl forming mats and growing up to 60 cm long, much branched, cylindrical, reddish-brown, covered with sparse, non-glandular white hairs.

Leaves:  Lower leaves are opposite and the petiole is longer than blade, other leaves alternate, similar to opposite leaves; blade suborbicular in outline, palmately divided into 3-5 lobes with the median lobe much wider, rather fleshy, hairy on both surfaces, petiolate; lobes acute or obtuse, more or less truncate at the base; petiole shorter than blade, hairy.

Flowers:  Small, zygomorphic and hermaphrodite, in terminal and axillary racemes, apparently solitary and axillary; pedicel cylindrical, purple, thinly hairy, longer than leaves; calyx 4-lobed, lobes ovate-deltoid, almost free to the base, hairy, margins often tinged reddish-brown, conspicuously ciliate with long stiff hairs; corolla rotate, 4-lobed, lobes broadly-ovate or obovate, fused at the base,  pale blue with 5 darker veins and rounded apex, glabrous; stamens 2 exserted, anthers blue; ovary superior, style 1, stigma 1

Flowering time:   December-June.

Fruit:    Dehiscent capsule.   

Habitat:  Rather rear in Cyprus and it is found at roadsides, fields, walls, shady areas near streams, from 0-1400 m alt.

Native:   Eurasia.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Βλαστός/οί:   Κατακλιμένοι ή απλωμένοι, με τάση να αναπτύσσονται έρποντας μέχρι 60 εκ. και να δημιουργούν συστάδες, πολύκλαδοι, κυλινδρικοί και καλυμμένοι με αραιές, λευκές και μη αδενώδεις τρίχες.

Φύλλα:     Τα απολύτως χαμηλά φύλλα είναι αντίθετα και με μίσχο μακρύτερο του ελάσματος, ενώ τα υπόλοιπα είναι κατ εναλλαγή, παρόμοια με τα προηγούμενα, με  περίπου κυκλικό περίγραμμα, παλαμοειδώς διαιρεμένα σε 3-5 λοβούς, με τον μεσαίο λοβό πολύ πλατύτερο των άλλων, μάλλον σαρκώδη, έμμισχα και με αδρότριχες και στις δυο επιφάνειες.  Λοβοί οξυκόρυφοι ή πλατυκόρυφοι, και με σχεδόν ίσια βάση, ενώ ο μίσχος είναι τριχωτός και κοντύτερος του ελάσματος.

Άνθη:   Μικρά, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκριους και μασχαλιαίους βότρεις, φαινομενικά όμως μεμονωμένα και μασχαλιαία.  Ποδίσκος κυλινδρικός, πορφυρός και ελαφρά τριχωτός, μακρύτερος των φύλλων.  κάλυκας 4-λοβος, λοβοί ωοειδείς-δελτοειδείς, σχεδόν ελεύθεροι μέχρι τη βάση, τριχωτοί, χείλη συχνά με πορφυρό-καφέ χρώμα και με χνούδι από κάπως αδρές τρίχες.  Στεφάνη σε σχήμα έλικα, 4-λοβη, λοβοί πλατειά-ωοειδείς ή αντωειδείς και ενωμένοι στη βάση, με ανοικτό μπλε χρώμα και με 5 νεύρα με πιο σκούρο μπλε, στρογγυλεμένη κορυφή και άτριχα.  Στήμονες 2, εξερχόμενοι της στεφάνης, ανθήρες μπλε.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Δεκέμβριος, Ιούνιος.

Καρπός:    Διαρρηκτή κάψα..

Ενδιαίτημα:  Σχετικά σπάνιο φυτό στην Κύπρο, και απαντάται σε χωράφια, κατά μήκος δρόμων, σε τοίχους και σε σκιασμένες περιοχές κοντά σε ρυάκια, από 0-1400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ευρασία.

 

Tussilago  farfara

Name/Όνομα:   Τουσιλάγκο φαρφάρα, Βήχιον το σιτόφυγο.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Tussilago*  farfara  L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Coltsfoot, χαμόλευκα, βήχιον**, βηχάνι**, τουσιλάγο, γλυκομάνα.

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

 

Description

Plant:  Rhizomatus perennial herb, growing up to 30 cm high.  

Leaves:   All basal, simple, entire, suborbicular with irregularly and shallowly lobed margins or with distantly spaced angular teeth, cordate base, arising from a long creeping rhizome and appearing after anthesis; petiole long, reddish and grooved, as long as blade or longer, sparsely ciliate; blade green and glabrous above, whitish and covered with dense, minute, wooly and matted hairs beneath.

Flowers:  Capitula solitary and terminal, at the top of several erect scapes, bearing alternate, simple, entire, lanceolate, erect, and reddish scale-like leaves with ciliate margins, more or less covered with wooly hairs; capitula nodding after anthesis; involucre campanulate; bracts in 2 series, outer bracts, linear, acute, reddish and ciliate with very sparse and dark glandular hairs, inner bracts, oblong-lanceolate, subacute, twice as long as the inner one´s, with wooly tufts below, sparsely covered with black-tipped glandular hairs at the lower half; florets yellow, ray-florets narrowly-lingulate, female, narrow oblanceolate,  with slender, bifid style; disk-florets fewer than ray-florets, tubular, functionally male, 5-lobed, lobes oblong-lanceolate, acute; anthers linear with lanceolate appendage; style erect, thick, papillose at apex.

Flowering time:   March-April.

Fruit:  Linear achenes.     

Habitat:  Mist places, stream banks, often on clayey soil, from 600-1650 m alt.   

Native:   Europe, North Africa, central + western Asia.

 

Tussilago *= Latin words, Tussis + ago, Tussis = caugh, ago = to act on, as the plant was used against cough.                                 farfara** =  colt

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής και ριζωματώδης πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Φύλλα:    Όλα στη βάση, απλά, ακέραια, σχεδόν κυκλικά, με άνισους αβαθείς λοβούς ή με κάπως απομακρυσμένα γωνιώδη δόντια στα χείλη, με καρδιόσχημα βάση, αναδυόμενα από το έρπων ρίζωμα και εμφανιζόμενα μετά την άνθιση.  Μίσχος μακρύς, κοκκινωπός και αυλακωτός, ισομήκες με το έλασμα του φύλλου ή και μεγαλύτερο, με αραιό βλεφαριδωτό τρίχωμα.  Έλασμα πράσινο και γυμνό στην πάνω επιφάνεια, ασπριδερό και καλυμμένο με πυκνό χνουδωτό τρίχωμα στην κάτω.

Άνθη:   Κεφάλια μεμονωμένα και επάκρια, στην κορυφή αρκετών, όρθιων ανθοφόρων βλαστών, που φέρουν κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, κοκκινωπά, λογχοειδή και λεπιοειδή φύλλα, με χνουδωτά χείλη και με μαλακές και λευκές σαν βαμβάκι τρίχες.  Τα κεφάλια γέρνουν προς τα κάτω μετά την άνθιση.  Σύνολο βρακτίων σε καμπανοειδές σχήμα.  Βράκτια σε 2 σειρές, τα εξωτερικά είναι γραμμοειδή , οξυκόρυφα, κοκκινωπά και χνουδωτά μαζί με λίγες σκοτεινές αδενώδεις τρίχες· εσωτερικά βράκτια προμήκη-λογχοειδή, σχεδόν μυτερά, περίπου διπλάσια σε μήκος από τα εξωτερικά, με άσπρο χνούδι χαμηλά και καλυμμένα με αραιές και με μαύρη κορυφή αδενώδεις τρίχες, στο κατώτερο μισό.  Ανθίδια κίτρινα, τα περιφερειακά στενά-γλωσσοειδή, αντιλογχοειδή και θηλυκά, τα επιδίσκια λιγότερα, σωληνοειδή και με ρόλο αρσενικού, 5-λοβα, με προμήκεις-λογχοειδείς και κάπως μυτερούς λοβούς· ανθήρες γραμμοειδείς με λογχοειδή προεκβολή· στύλος ατελής, όρθιος, χοντρός και με μικρές θηλοειδείς προεξοχές στην κορυφή του.

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Γραμμοειδή αχαίνια.

Ενδιαίτημα:   Υγρά μέρη, όχθες ρυακιών, συχνά σε αργιλλώδη εδάφη, από 600-1650 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, κεντρική και δυτική Ασία.

 

Tussilago* = Λατινικές λέξεις, Tussis + ago, Tussis = βήχας, ago = ενεργώ.

βήχιον**, βηχάνι** = Λόγω της ιδιότητάς του να σταματά τον βήχα.

farfara =  μικρό άλογο, πόνι.

Plantago afra

Name/Όνομα:   Πλαντάγο το αφρικανικό*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Plantago afra L

Common name/Κοινό Όνομα:   Sand plantain, Black psyllium, Plantain pucier, Plantain psyllium.

Family/Οικογένεια:   PLATAGINACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 30 cm high. 

Stem/s:  Erect or decumbent, usually unbranched, nearly cylindrical, greenish or purple, sticky, covered with dense glandular hairs.  

Leaves:    Opposite, simple, entire, linear to narrowly lanceolate, sessile, acute at apex, covered with glandular hairs mixed with few, long, straight multicellular hairs near the base

Flowers:   Small, actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, ovoid spikes, crowded at the apex of the sticky and glandular hairy flowering stems; sepals 4, ovate, acute, subequal and glandular; bracts similar to leaves; corolla-lobes 4, spreading, ovate-acuminate and membranous; stamens 4, long-exserted, filaments erect, purple and glabrous, anthers yellowish, ovate,  versatile, facing inwards, dehiscent longitudinally, with a miniature appendage at the apex; ovary superior, style 1, stigma 1, filiform.

Flowering time:   February-June.

Fruit:   Capsule.    

Habitat:   Waste ground, road sides, field limits, grassy areas, from 0-750 m alt.

Native:   Mediterranean region, southern Asia, central and eastern Africa.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή κατακλιμένοι, συνήθως χωρίς διακλάδωση, σχεδόν κυλινδρικοί, πρασινωποί ή πορφυροί, κολλώδεις και καλυμμένοι με πυκνές αδενώδεις τρίχες.

Φύλλα:     Αντίθετα, απλά, ακέραια, γραμμοειδή προς στενά-λογχοειδή, άμισχα, οξυκόρυφα και καλυμμένα με αδενώδεις τρίχες μαζί με λίγες, ίσιες πολυκύτταρες τρίχες, κοντά στη βάση.

Άνθη:  Μικρά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, ωοειδείς στάχεις, που είναι συγκεντρωμένοι στην κορυφή του κολλώδους και με αδενώδεις τρίχες ανθοφόρου βλαστού.  Σέπαλα 5, ωοειδή, οξυκόρυφα, σχεδόν ισομήκη και αδενώδη.  Βράκτια παρόμοια με τα φύλλα.  Λοβοί στεφάνης 4, απλωμένοι, ωοειδείς, μυτεροί και μεμβρανώδεις.  Στήμονες 4, άνετα εξερχόμενοι της στεφάνης· νήμα όρθιο, πορφυρό και άτριχο· ανθήρες κιτρινωποί, ωοειδείς, οριζόντιοι με μέτωπο προς το κέντρο του άνθους και με κατά μήκος σχίσιμο, ενώ υπάρχει μικροσκοπική προεκβολή στο άκρο τους.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1 λεπτό σαν νήμα.

Άνθιση:  Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Κάψα.

Ενδιαίτημα:  Κοινό φυτό στην Κύπρο και απαντάται σε άγονα εδάφη, κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών και χορταριασμένες επιφάνειες, από 0-750 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Μεσογειακή ζώνη, νότια Ασία, κεντρική και ανατολική Αφρική.

Coronilla scorpioides

Name/Όνομα:   Κορονίλλα η σκορπιοειδής.

 Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Coronilla scorpioides L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Yellow crown vetch, annual scorpion vetch.

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

 

Description

 

Plant:    Annual herb growing up to 20 cm high.

Stem/s:   Erect, ascending or prostrate, much branched, nearly cylindrical, pale green to glaucous-green and glabrous.

Leaves:    Alternate, subsessile, glaucous or pale green and glabrous;; lower leaves simple, entire, obovate, upper leaves 3-foliolate; terminal leaflet ovate-oblong, with rounded apex and cuneate base, much larger than the suborbicular or kidney-shaped, lateral leaflets. 

Flowers:   Small, yellow, zygomorphic and hermaphrodite, in few-flowered umbels, arising from the axils of the upper leaves; peduncle of older flowers longer than the subtending leaf; pedicel very short, moderately pending at anthesis; calyx cup-shaped and glabrous, with 5, minute, deltoid teeth; standard petal ovate or suborbicular, sometimes with brown veins, wings concave, keel oblong and thick at the middle, slightly upcurved at apex; stamens 10, 9 with connected filaments, 1 free; anthers yellow, bassifixed; ovary superior, style 1, stigma 1, capitate

Flowering time:  February (Late)-April.

Fruit:    Much curved legume with many articulations, enclosing sausage-shaped seeds.   

Habitat:   Rare in Cyprus and it is found at waste ground, field margins, shrubby vegetation and wet places, from 0-1100 m alt.

Native:   Mediterranean region to Iran.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 20 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, ανερχόμενοι ή κατακλιμένοι, πολύκλαδοι, σχεδόν κυλινδρικοί, με χλωμό πράσινο ή γλαυκό χρώμα και άτριχοι.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, σχεδόν άμισχα, γλαυκοπράσινα ή χλωμοπράσινα και άτριχα.  Χαμηλά φύλλα απλά, ακέραια και αντωειδή.  Ανώτερα φύλλα 3-φυλλα.  Τελευταίο φυλλάριο ωοειδές και προμήκες, με στρογγυλεμένη κορυφή και μυτερή βάση, πολύ μεγαλύτερο από τα σχεδόν κυκλικά ή νεφροειδή πλάγια φυλλάρια.

Άνθη:   Μικρά, κίτρινα, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε ολιγοανθείς δέσμες, που αναπτύσσονται από τις μασχάλες των ανώτερων φύλλων.  Ποδίσκοι παλαιοτέρων δεσμών από άνθη μακρύτεροι από το υποκείμενο φύλλο.  Ποδίσκοι ανθέων πολύ κοντοί, με μέτρια κλίση προς τα κάτω κατά την άνθιση.  Κάλυκας κυπελλοειδής και άτριχος, με 5 πολύ μικρά δελτοειδή δόντια.  Πέτασος ωοειδής ή σχεδόν κυκλικός, κάποτε με καφέ νεύρα, πτέρυγες κοίλες,  τρόπιδα προμήκης και παχύτερη στο κέντρο και με ελαφρά ανύψωση στο άκρο.  Στήμονες 10, 9 με συμφυή νήματα και 1 ελεύθερος, ανθήρες κίτρινοι και προσκολλημένοι με το άκρο τους στην κορυφή του νήματος.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1, κεφαλωτό.

Άνθιση:    Φεβρουάριος (τέλος)-Απρίλιος.

Καρπός:   Χέδρωψ, πολύ λυγισμένος και με πολλές αρθρώσεις, περικλείοντας σπέρματα σε σχήμα λουκάνικου.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται σε άγονα εδάφη, όρια χωραφιών, υγρά μέρη και θαμνώνες, από 0-1100 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Μεσογειακή ζώνη μέχρι Ιράν.

Bassia indica

Name/Όνομα:   Μπάσσια η ινδική

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Bassia indica (Wight) A. J. Scott

Common name/Κοινό Όνομα:   Indian bassia.

Family/Οικογένεια:   CHENOPODIACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Annual or biennial herb or undershrub, growing up to 250 cm high. 

Stem/s:   Erect, much branched, spreading above, slightly angular, yellowish or brown, densely covered with whitish, long and soft hairs (wooly).

Leaves:    Alternate, simple, entire, lanceolate, glaucous-green, hairy on both surfaces, apex acute at apex, cuneate at the base, subsessile or sessile.

Flowers:   Solitary and axillary or 1-3 together, in loose many-flowered, lateral spikes; bracts similar to leaves but longer, exceeding perianth´s length; perianth actinomorphic with 5, woolly, imbricate, hooded and incurved segments; 5 ovate and scarious wings, attached segments at their back and finally the perianth wings surround the fruit; stamens 5, filaments white, anthers yellow; ovary superior, style 1, stigmas 2, filiform

Flowering time:  July-October.

Fruit:    Achene with ovoid and black seeds.   

Habitat:   Roadsides, waste areas, fields, from 0-300 m alt.

Native:   S & E India.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές ή διετές φυτό ή ημίθαμνος, με ύψος μέχρι 250 εκ.

Βλαστός/οί: Όρθιοι, πολύκλαδοι, με απλωμένους κλάδους ψηλά, ελαφρά γωνιώδεις, κιτρινωποί ή με καστανό-καφέ χρώμα, καλυμμένοι με πυκνές, ασπριδερές, μακρές και μαλακές τρίχες.

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, λογχοειδή, γλαυκοπράσινα, τριχωτά και στις δύο επιφάνειες, οξυκόρυφα ψηλά, και με ευθύγραμμη βάση χαμηλά, σχεδόν άμισχα.

Άνθη:  Μεμονωμένα και μασχαλιαία ή 1-3 μαζί, σε πολυανθείς και πλάγιους στάχεις.  Βράκτια παρόμοια με τα φύλλα, αλλά μεγαλύτερα που ξεπερνούν το μήκος του περιανθίου.  Περιάνθιο ακτινόμορφο, με 5 μέρη, αλληλεπικαλυπτόμενα, τριχωτά, με λυγισμένη προς τα μέσα κορυφή σαν κουκούλα.  5 ωοειδείς και μεμβρανώδεις πτέρυγες, είναι προσκολλημένες στην πίσω όψη των τμημάτων του περιανθίου και τελικά περιβάλλουν τον καρπό.  Στήμονες 5, νήματα λευκά, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγματα 2, με νηματοειδή όψη.

Άνθιση:   Ιούλιος-Οκτώβριος

Καρπός:   Αχαίνιο με ωοειδή μαύρα σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, άγονα εδάφη, χωράφια, από 0-300 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ινδία.

 

 

Anthemis cotula

Name/Όνομα:   Ανθεμίς η κυπελλοειδής *

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Anthemis cotula** L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Stinking chamomile, stinking mayweed, wild chamomile.

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 70 cm high.

Stem/s:   Erect or ascending, usually branched above, shallowly ribbed, ± glabrous below, sparsely hairy above, greenish, becoming purplish with age.

Leaves:    Oblong or ovate-oblong in outline, deeply and irregularly dissected 2 or 3 times (2-3  pinatissect), into shallow linear, rather fleshy, sparsely hairy, acuminate and mucronate divisions; basal leaves are opposite, flat and sheathing at the base, while the upper leaves are  alternate and ± sessile.

Flowers:   Capitula in terminal, pedunculated branches; peduncles shallowly ribbed, thinly hairy near apex; involucre hemispherical; bracts in 3 series, imbricate, oblong, subglabrous, acute or obtuse, with dry brownish margins; receptacle conical, scales linear; ray florets white, sterile, 3-lobed; disk florets hermaphrodite, yellow, tubular, 5-lobed, seated on a convex disk.

Flowering time:  April-September.

Fruit:   Brown and ribbed achenes.  

Habitat:   Roadsides, meadows, cultivated fields, from 0-1500 m alt.

Native:   Mediterranean region.

cotula** = from the Greek word “κοτύλη- kotyli”= small cup, referring to the shape of the flowers.

 

Περιγραφή

 

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 70 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι ή ανερχόμενοι, συνήθως με διακλάδωση ψηλά, ρηχά αυλακωτός, με ή χωρίς τρίχωμα, με αραιές τρίχες ψηλά, πρασινωποί, γινόμενοι πορφυροί με την ηλικία.

Φύλλα:     Προμήκη ή ωοειδή-προμήκη στο περίγραμμα και με βαθιές και άνισες τομές   διαιρείται μέχρι 3 φορές, σε τμήματα, στενά γραμμοειδή, μυτερά και με διαφανή ακιδωτή προεξοχή στην κορυφή τους, μάλλον σαρκώδη και με αραιές τρίχες.  Τα φύλλα της βάσης είναι αντίθετα και περίβλαστα, ενώ τα ανώτερα κατ εναλλαγή και ± άμισχα.

Άνθη:   Κεφάλια σε επάκριους διακλαδωμένους κλάδους.  Ποδίσκοι ραβδωτοί και ελαφρά τριχωτοί προς την κορυφή.  Σύνολο βρακτίων σε ημισφαίριο.  Βράκτια σε 3 σειρές, αλληλεπικαλυπτόμενα, προμήκη, σχεδόν άτριχα, οξυκόρυφα ή πλατυκόρυφα και με ξηρά μεμβρανώδη καστανά χείλη.  Ανθοδόχη κωνική με γραμμοειδείς πτέρυγες.  Περιφερειακά ανθίδια στείρα, λευκά, άτριχα και 3-λοβα.  Επιδίσκια ανθίδια ερμαφρόδιτα, κίτρινα, σωληνοειδή και με 5-λοβη στεφάνη με τριγωνικούς  και μυτερούς λοβούς, καθήμενα  πάνω σε κυρτό δίσκο.

Άνθιση:   Απρίλιος-Σεπτέμβριος.

Καρπός:   Καστανό ραβδωτό αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, λιβάδια και καλλιεργημένα χωράφια, από 0-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

cotula** =  Από την Ελληνική λέξη «κοτύλη», που σημαίνει μικρό αρχαίο δοχείο και αναφέρεται στο σχήμα του άνθους.

 

Allium nigrum

Name/Όνομα:   Άλλιον το μελανό (μαύρο )*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Allium nigrum L

Common name/Κοινό Όνομα:   Black garlic, Broad-leaf garlic.

Family/Οικογένεια:   AMARYLLIDACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:    Bulbous herb growing up to 90 cm high.

Stem/s:   Erect, robust, cylindrical, greenish and glabrous.

Leaves:    All basal, simple, entire, long, broadly-lanceolate, blade flat, acuminate at apex, sheathing at the base, rather fleshy, and glabrous;

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, hemispherical and terminal sciadia (umbels); initially the flowers are enclosed in a herbaceous spathe; pedicels straight, greenish and glabrous; spathe 3-4 valved, valves ovate, concave, multi-nerved, reflexed at anthesis, not exceeding the umbel´s length; perianth cup-shaped; segments 6, oblong-elliptic, spreading at anthesis, whitish to pinkish, with a greenish central nerve, glabrous; stamens 6, included, filaments connate at the base, pinkish and glabrous; anthers 2-thecous, dehiscing longitudinally, oblong, yellowish, face inwards, with their base attaching the filaments (basifixed); ovary superior, sessile, 3-locular, usually 2 ovules in each loculus; style erect, straight, pinkish and glabrous, stigma 1.

Flowering time:  March-April.

Fruit:   Ovoid triangular capsule, enclosing angular seeds

Habitat:   Waste ground, fields and dry slopes, from 0-500 m alt.

Native:   Eastern Mediterranean region (Turkey, Cyprus, Syria, Lebanon, Israel)

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Βολβώδης πόα με ύψος μέχρι 90 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, δυνατοί, κυλινδρικοί, πρασινωποί και άτριχοι.

Φύλλα:     Όλα τα φύλλα αναπτύσσονται γύρω από τη βάση, είναι απλά, ακέραια, μακριά, πλατειά-λογχοειδή, επίπεδα, μυτερά στην κορυφή και περίβλαστα στη βάση, μάλλον σαρκώδη και άτριχα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθή, ημισφαιρικά και επάκρια σκιάδια.  Αρχικά τα άνθη είναι εγκλεισμένα σε τρυφερή σπάθη.  Ποδίσκοι ευθείς, πρασινωποί και άτριχοι.  Σπάθη με 3-4 πτέρυγες, που είναι ωοειδείς, κοίλες και πολύνευρες, ενώ κατά την άνθιση οπισθοδρομούν (τα άκρα τους λυγίζουν προς τα πίσω), και δεν ξεπερνούν τη διάμετρο του σκιαδίου.  Το περιάνθιο είναι κυπελλοειδές με 6 τμήματα, που είναι άτριχα, προμήκη-ελλειπτικά, απλωμένα κατά την άνθιση, ασπριδερά προς ρόδινα, με ένα εμφανές πρασινωπό κεντρικό νεύρο.  Στήμονες 6, μέσα στη στεφάνη, ανθήρες 2-θηκοι, με κατά μήκος σχίσιμο, προμήκεις και κιτρινωποί, με μέτωπο προς το κέντρο του άνθους, και με τη βάση τους προσκολλημένη  στο άκρο του νήματος, ενώ στη βάση τα νήματα ενώνονται.  Ωοθήκη επιφυής, άμισχη, 3-χωρη, συνήθως με 2 ωάρια σε κάθε χώρο.  Στύλος όρθιος, ευθύς, ροδαλός και γυμνός, στίγμα 1.

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Ωοειδής τριγωνική κάψα με γωνιώδη σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Άγονα εδάφη, χωράφια και ξηρές πλαγιές, από 0-500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσογειακή ζώνη (Τουρκία, Συρία, Λίβανος, Ισραήλ, Κύπρος ).