Name/Όνομα: Τεύκριον το κρητικόν
Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Teucrium creticum L.
Common name/Κοινό όνομα: Cretan germander, Germandrée à feuilles de romarin, Αρκολασμαρίν
Family/Οικογένεια: LAMIACEAE
Description
Teucrium creticum is a perennial shrub growing up to 180cm high. Stems erect, much branched, squared, olive green-brown, with reddish- brown edges, shortly tomentose. Leaves opposite, simple, linear, entire, margin rolled backward, dark green and shining above, with short woolly hairs beneath, apex subacute or obtuse, subsessile. Flowers zygomorphic and hermaphrodite in whorls of 2-3, on lax, long and terminal interrupted spikes; corolla pale lilac, 1-lipped, 5-lobbed, glandular externally; upper lobes(2) ovate, nearly parallel, lateral lobes(2) oblong obovate, concave, median lobe(1) bigger, oblong, slightly serrate, hairy externally, often bending downwards; throat hairy; calyx campanulate, terminating in 5 triangular more or less equal teeth which are tomentose on both sides; all teeth have their apex spinulose and pointed; Stamens 4, didynamus, filamens free, all exserted corolla, pinkish, glandular pubescent, the outer 2 longer than the (2) inner, anthers purplish-chestnut; style pinkish, glabrous, stigma 2-lobbed. Flowering time March – June. Fruit nutlets. Common plant in Cyprus. Native to Eastern Mediterranean region. On igneous or calcareous soil, rocky places and hillsides from 0-925m alt.
Περιγραφή
Πολυετής θάμνος ύψους μέχρι 180cm. Βλαστοί όρθιοι, πολύκλαδοι, τετράγωνοι, ελαιόχρωμοι προς καστανοί με κοκκινο-καφέ ακμές και τριχωτοί. Φύλλα απλά, αντίθετα, ακέραια, γραμμοειδή, με χείλος λυγισμένο προς τα πίσω, γυαλιστερά και με σκούρο πράσινο χρώμα στην πάνω επιφάνεια, με κοντό και λευκό τρίχωμα στην κάτω, κορυφή αμβλεία προς μυτερή και σχεδόν άμισχα. Άνθη ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε μακρύ και χαλαρό επάκριο βότρυ, ενώ οι ποδίσκοι είναι τριχωτοί. Τα βράκτια μοιάζουν με τα φύλλα αλλά είναι μικρότερα. Στεφάνη με ανοικτό λιλά χρώμα, μονόχειλη και πεντάλοβη, εξωτερικά αδενώδης. Άνω λοβοί(2) ωοειδείς, σχεδόν παράλληλοι μεταξύ τους, πλάγιοι λοβοί αντωειδείς( δηλ. ανάποδα ωοειδείς) και κοίλοι, ενώ ο κεντρικός λοβός είναι μεγαλύτερος, επιμήκης, με λίγο κυματοειδές χείλος, εξωτερικά τριχωτός, συχνά γέρνει προς τα κάτω και μοιάζει με μικρό κουταλάκι. Φάρυγγας τριχωτός. Ο κάλυκας είναι καμπανοειδής και στην κορυφή καταλήγει σε 5 περίπου ίσα δόντια που είναι τριχωτά και στις 2 επιφάνειες και έχουν τα άκρα τους σκληρά και μυτερά. Στήμονες 4, διδύναμοι, όλοι εξερχόμενοι της στεφάνης, νήμα ελεύθερο, ρόδινο, με αδενώδεις τρίχες και με τους 2 εξωτερικούς στήμονες ψηλότερους από τους 2 εσωτερικούς. Στύλος γυμνός και ρόδινος, στίγμα δίλοβο. Άνθιση Μάρτιος – Ιούνιος. Καρπός μικρά κάρυα. Πατρίδα του η Ανατολική Μεσογειακή ζώνη. Κοινό φυτό στην Κύπρο και απαντάται σε πυριγενή αλλά και ασβεστολιθικά εδάφη, σε λοφοπλαγιές και σε πετρώδεις περιοχές από 0-925m υψόμετρο.