Ricinus communis

October 4, 2022 by savvas

Ricinus communis

Name/Όνομα: Ρίκινος ο κοινός.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Ricinus communis L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Castor-oil plant, Ρετσινολαδιά, Κουρτουνιά.

Family/Οικογένεια:   EUPHORBIACEAE.

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:  Poisonous, evergreen, monoecious and perennial herb or robust shrub, growing up to 11 m high, commonly up to 4 m high.  

Stem/s:   Much branched, thick with conspicuous nodes, glaucous green or tinged with bronze or reddish color, hollow and glabrous, containing clear sap.

Leaves:    Alternate, simple, star-shaped, palmately lobed, petiolate; lobes 5-11, unequal, lanceolate to triangular-ovate or ovate-lanceolate, obtuse when young, acuminate later, margins glandular serrate; petiole long sometimes exceeding blade´s length, glabrous, often with one or more ± sessile yellow glands.

Flowers:  Actinomorphic, unisexual, pedicellate, in many-flowered, terminal panicles; male flowers in the lower position, while female flowers are located at the top of the inflorescence; female flowers with 5 membranous sepals, falling off early; styles 3, bilobed,  papillose, with bright red stigmas; ovary superior, 3-celled, echinate with many greenish triangular-cylindric or conical protuberances, terminated with a whitish hardened spine; male flowers with subglobose buds, sepals ovate-lanceolate, reddish-yellow, acute; stamens 2-thecous, yellow, numerous in dense masses.

Flowering time:    March-September.

Fruit:       Three-lobed, subglobose, spiny reddish-brown capsule with brown seeds.  

Habitat:    Near streams and waste ground from 0-150 m alt.

Native:  Northeastern Africa.

 

Περιγραφή

ΦυτόΔηλητηριώδης, αειθαλής, μόνοικη και πολυετής πόα ή μικρός και δυνατός θάμνος, με ύψος μέχρι 11 μ, αλλά συνήθως μέχρι 4 μ. ύψος.   

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι, χοντροί με πολύ εμφανή γόνατα, γλαυκοπράσινοι ή με αποχρώσεις κόκκινες και χάλκινες, κούφιοι και άτριχοι, περιέχοντας καθαρό χυμό.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, αστεροειδή, παλαμοειδώς λοβωτά και έμμισχα.  Λοβοί 5-11, άνισοι, λογχοειδείς, τριγωνικοί-ωοειδείς ή ωοειδείς-λογχοειδείς, πλατυκόρυφοι αρχικά, οξυκόρυφοι αργότερα, με πριονωτά και αδενώδη χείλη.  Μίσχος μακρός, κάποτε ξεπερνά το μήκος του ελάσματος, άτριχοι και με ένα ή περισσότερες κίτρινους και ± άμισχους αδένες.  

Άνθη:   Ακτινόμορφα, μονογενή και με ποδίσκο, σε πολυανθείς και επάκριες φόβες.  Τα αρσενικά άνθη καταλαμβάνουν την κατώτερη περιοχή, ενώ τα θηλυκά την κορυφή της ταξιανθίας.  Τα θηλυκά άνθη έχουν 5 μεμβρανώδη σέπαλα που πέφτουν γρήγορα, 3 δίλοβους στύλους με θηλοειδή χείλη, ωοθήκη επιφυή, τρίχωρη, με ακανθωτό περίβλημα από πολλές πρασινωπές τριγωνικές-κυλινδρικές ή κωνοειδείς προεξοχές, που καταλήγουν σε ασπριδερή σκληρή άκανθα.  Τα αρσενικά άνθη αρχικά βρίσκονται σε σχεδόν σφαιρικά μπουμπούκια, φέρουν μυτερά, ωοειδή-λογχοειδή σέπαλα με κόκκινες και κίτρινες αποχρώσεις, 2-θηκους και πολυάριθμους κίτρινους στήμονες σε πυκνές μάζες.

Άνθιση:   Μάρτιος-Σεπτέμβριος.

Καρπός:   Τρίλοβη, υποσφαιρική, ακανθώδης κάψα, κόκκινες και καφέ αποχρώσεις και καφέ σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Κοντά σε ρυάκια και άγονα εδάφη, από 0-150 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νοτιανατολική Αφρική.

 

Comments are closed.