Quercus infectoria subsp veneris

October 4, 2023 by savvas

Quercus infectoria subsp veneris

Name/Όνομα:    Δρυς η βαφική υποείδ. αφροδίτης

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Quercus infectoria subsp veneris (A.Kern) Meikle

Common name/Κοινό Όνομα:  Oak, βελανιδιά, δρυς. βαλανιδκιά

Family/Οικογένεια:    FAGACEAE

 

Description

 

Plant:   Semi-deciduous tree, growing up to 15 m high or more.

Stem/s:   Twigs hairy becoming hairless with age; bark dark-grey; trunk bulky, old branches robust, and vertically fissured; very old trunk may have big holes; buds ovoid with brownish scales.

Leaves:   Foliage spreading; leaves alternate, oblong, simple, and petiolate, pinnate, shiny above, thinly hairy beneath; margins vary, wavy or serrate, sometimes ± entire, apex rounded or acute, base cuneate or shallowly cordate.   

Flowers:  Small, monoecious and actinimorphic; male flowers are separated from female flowers; male flowers develop on drooping and crowded catkins at the top of twigs, while female inflorescences are erect and elongated few-flowered spikes and arise from the axils of the leaves; perianth segments 4-6, stamens 4-6, erect and free, anthers yellow, 2-thecous, rather large, and longitudinally dehiscent; ovary inferior, 3-locular, styles 3.

Flowering time:   March-April.   Fruiting time:  October-November.

Fruit:  Ovoid,, obovoid or subcylindrical, 1-seeded nut (acorn), brown at maturity, seated on a scaly cupulus (a cup-shaped outgrowth construction); buds ovoid, closely covered  with imbricate, brownish and broad scales.

Habitat: On igneous or calcareous soil, usually outside forests, on mountain valleys, from 0-1375 m alt.

Native:   Eastern Mediterranean region to western Iran.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Ημιφυλλοβόλο δέντρο με ύψος μέχρι 15 μ ή και περισσότερο.

Βλαστός/οί:   Νεαροί κλάδοι τριχωτοί αλλά με την πάροδο του χρόνου γίνονται άτριχοι.  Φλοιός με σκοτεινό γκρίζο χρώμα.  Κορμός ογκώδης και εύρωστος.  Παλαιοί κλάδοι δυνατοί και φέρουν κατακόρυφα σκισίματα.  Δέντρα μεγάλης ηλικίας μπορεί να παρουσιάζουν κουφάλες.  Οφθαλμοί ωοειδείς με καστανά λέπια.

Φύλλα:   Φύλλωμα απλωμένο.  Φύλλα κατ εναλλαγή, απλά και προμήκη, πτερόνευρα, με γυαλιστερή άνω επιφάνεια και ελαφρά τριχωτή την κάτω, χείλη κυματοειδή ή πριονωτά, έλασμα κάποτε ακέραιο, κορυφή στρογγυλή  ή μυτερή και βάση ίσια ή ελαφρά καρδιοειδή.

Άνθη:   Μικρά και ακτινόμορφα, δίκλινα δηλ. τα αρσενικά και τα θηλυκά βρίσκονται στο ίδιο φυτό( μόνοικο φυτό ), αλλά σε διαφορετική θέση.  Αρσενικά άνθη αναπτύσσονται σε κρεμάμενους, πολυανθείς και συνωστισμένους  ίουλους, στην κορυφή νεαρών κλάδων, ενώ οι θηλυκές ταξιανθίες είναι όρθιοι και ολιγοανθείς στάχεις και αναπτύσσονται στις μασχάλες των φύλλων.  Περιάνθιο με 4-6 τμήματα, στήμονες 4-6, όρθιοι με ελεύθερο νήμα και ανθήρες κίτρινους, 2-θηκους, με σχετικά μεγάλο μέγεθος και με κατά μήκος σχίσιμο.  Ωοθήκη υποφυής με 3 καρπόφυλλα και 3 στύλους.

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.   Καρποφορία:  Οκτώβριος-Νοέμβριος.

Καρπός:   Μονόσπερμο, ωοειδές προς σχεδόν κυλινδρικό κάρυο(βαλανίδι) καστανό στην ωρίμανση, καθήμενο επί ξυλώδους και σκαλωτού κυπέλλου.   Οφθαλμοί ωοειδείς, καλυμμένοι με αλληλεπικαλυπτόμενα, πιεσμένα , πλατιά και καστανά  λέπια.

Ενδιαίτημα:  Συνήθως εκτός δασών, σε πυριγενείς ή ασβεστολιθικές πεδιάδες μέχρι 1375 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσογειακή ζώνη μέχρι δυτικό Ιράν.

Comments are closed.