Name/Όνομα: Δρυς η κληθρόφυλλη (σκληθρόφυλλη)
Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Quercus alnifolia# Poech.
Common name/Κοινό Όνομα: Golden oak, Λατζιά
Family/Οικογένεια: FAGACEAE
Description
Plant: Evergreen monoecious* shrub or small tree, growing up to 10 m high.
Branches: Much branched with grey bark; old branches with vertical furrows; twigs are initially gray or greenish, covered with dense stellate hairs.
Leaves: Alternate, simple, and petiolate; blade obovate, oblong-ovate or suborbicular, very often with convex appearance, dark green and shining above, with golden-brownish hairs beneath, margins strongly or slightly serrate, sometimes entire, apex acute or rounded, base cuneate or rounded; stipules hairy, linear-oblanceolate.
Flowers: Unisexual, male flowers in dense, hanging or spreading, many-flowered catkins**; perianth cup-shaped, thinly hairy externally, with 6 oblong, subacute lobes; stamens 6, anthers oblong and yellow, exserted; female flowers solitary or in groups of 2-3, sessile or shortly stalked in the leaf axils; involucre scaly; ovary with 3 carpels; styles 3.
Flowering time: April-May. Fruiting time: November-December.
Fruit: Obovate or subcylindrical nut (acorn) with apiculate apex and narrow base, seated on a woody scaly cupule (acorn cup), solitary or in clusters.
Habitat: Igneous areas at Troodos with Pinus brutia, from 660-1500 m alt.
Native: Endemic to Cyprus.
alnifolia# = The leaves resemble the leaves of “Alnus glutinosa”
Monoecious* = Male and female reproductive organs in separate flowers on the same plant.
Catkin** = Cylindrical, hanging or drooping spike with unisex flowers.
Περιγραφή
Φυτό: Αειθαλής μόνοικος* θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μ.
Βλαστός/οί: Πολύκλαδοι με γκρίζο ξηρόφλοιο. Παλαιοί κλάδοι φέρουν εξωτερικά κατακόρυφες σχισμές ή αυλακώσεις. Νεαροί κλάδοι είναι αρχικά πρασινωποί ή γκρίζοι και καλυμμένοι με πυκνές αστεροειδείς τρίχες.
Φύλλα: Κατ εναλλαγή, απλά και έμμισχα. Έλασμα ελαφρά κυρτωμένο, αντωειδές, προμήκες-ωοειδές ή υποκυκλικό, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και γυαλιστερή άνω επιφάνεια, με χρυσοκαστανές τρίχες στην κάτω, παρυφές (χείλη) έντονα ή ελαφρά πριονωτές, κορυφή μυτερή ή στρογγυλεμένη, βάση στρογγυλή ή ευθύγραμμη. Παράφυλλα τριχωτά, γραμμοειδή-αντιλογχοειδή.
Άνθη: Μονογενή με τα αρσενικά άνθη σε πυκνούς, απλωμένους ή κρεμάμενους, πολυανθείς ίουλους**. Περιάνθιο κυπελλοειδές, ελαφρά τριχωτό εξωτερικά, με 6 προμήκεις και σχεδόν μυτερούς λοβούς. Στήμονες 6, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, εξερχόμενοι. Θηλυκά άνθη μεμονωμένα ή σε δέσμες των 2-3 ανθέων, άμισχα ή κοντόμισχα στις μασχάλες των φύλλων. Σύνολο βρακτίων σε λεπιοειδή κατασκευή. Ωοθήκη με 3 καρπόφυλλα και 3 στύλους.
Άνθιση: Απρίλης-Μάιος. Καρποφορία: Νοέμβριος-Δεκέμβριος.
Καρπός: Αντωειδές ή σχεδόν κυλινδρικό κάρυο (βαλανίδι), με μυτερή κορυφή και στενή βάση, καθισμένο πάνω σε κυπελλοειδή βάση, με έντονα και κυρτά προς τα έξω λέπια, μεμονωμένα ή σε δέσμες.
Ενδιαίτημα: Σε πυριγενείς περιοχές στο Τρόοδος μαζί με τραχεία πέυκη, από 600-1500 μ υψόμετρο.
Πατρίδα: Ενδημικό της Κύπρου.
Το όνομα ¨σκληθρόφυλλη¨ αναφέρεται στην ομοιότητα των φύλλων με τα φύλλα του ¨Σκλήδρου- Alnus glutinosa
Μόνοικο* = Φυτό με χωριστά τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό, δηλ στήμονες και ύπερος σε διαφορετικά άνθη, στο ίδιο φυτό.
Ίουλος** = Κυλινδρικός, κρεμάμενος ή αποπίπτων στάχυς, με μονογενή άνθη δηλ. υπάρχουν ίουλοι αρσενικοί ή θηλυκοί.