Όνομα: Υοσκύαμος ο λευκός
Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Hyoscyamus albus L.
Common name/Κοινό όνομα: White Henbane, Δυοσκύαμος, δαιμοναριά, γέρος,
Family Οικογένεια: SOLANACEAE
Description
Annual, biennial or perennial up to 1m high. Stems erect in outline, usually much branched, greenish, covered with dens glandular hairs. Lower leaves alternate, simple, petiolate, ovate to almost orbicular with wavy and hairy margin. Upper leaves deeply lobed with triangular and hairy lobes. Petioles hairy. Lower flowers solitary in axils. Upper flowers in spikes. Corolla of 5 united and pale yellow petals, forming a hairy tube with five ovate and hairy (externally) lobes. Throat of tube greenish. Calyx campanulate, green and hairy with 5 (sometimes more) unequal lobes. Stamens 5, filaments pale yellow, glabrous or hairy, anthers brown-yellow, shortly exserted. Style shorter than stamens. Stigma capitate. Fruit capsule. Flowering time January- September. Native to Eurasia. Hab: Roadsides, ruins, waste ground, from sea-level to 900m alt. The name hyoscyamos comes from the ancient Greek word ὗς( hys) = pig and cyamos = bean, meaning that pigs eat beans. Very toxic and poisonous plant due to hyoscyamine, which acts like atropine. Some of side effects are, dry mouth, headache, blurred vision, dizziness, arrhythmia, mydriasis, tachycardia , diarrhea, vomiting, memory loss, euphoria and mental confusion.
Περιγραφή
Μονοετής , διετής ή πολυετής πόα ύψους μέχρι 90cm. Βλαστός γενικά όρθιος , συνήθως με διακλάδωση, πράσινος, πυκνά τριχωτός και αδενώδης. Φύλλα βάσης, κατ εναλλαγή, απλά, έμμισχα, ωοειδή προς σχεδόν κυκλικά, με κυμματοειδές και τριχωτό χείλος. Ανώτερα φύλλα βαθειά λοβωτά, με τριγωνικούς και τριχωτούς λοβούς. Μίσχοι όλων των φύλλων πυκνά τριχωτοί . Άνθη ζυγόμορφα, ερμαφρόδιτα, μασχαλιαία και μεμονωμένα όσα βρίσκονται χαμηλότερα. Τα ανώτερα σχηματίζουν στάχεις. Άνθη καμπανοειδή με στεφάνη χλωμοκίτρινη και συμπέταλο. Ο τριχωτός σωλήνας καταλήγει σε 5 ωοειδείς και τριχωτούς λοβούς( εξωτερικά), με εμφανείς κίτρινες νευρώσεις. Λαιμός σωλήνα εσωτερικά πρασινωπός. Κάλυκας συσσέπαλος, πράσινος και πυκνά τριχωτός , καταλήγει τελικά σε τριχωτούς και τριγωνικούς λοβούς και περιβάλλει τη στεφάνη. Κάποτε ο κάλυκας εμφανίζει περισσότερους από 5 λοβούς. Στήμονες 5, με κιτρινωπό και ελαφρά τριχωτό νήμα και καστανοκίτρινους ανθήρες που συνήθως προεξέχουν. Στύλος κοντύτερος των στημόνων. Στίγμα σφαιρικό και πιο έντονα χρωματισμένο από τους ανθήρες. Καρπός κάψα. Άνθιση Ιανουάριος-Σεπτέμβριος. Πατρίδα του η Ευρασία. Απαντάται σε ερείπια, ξηρές και εγκαταλελειμμένες περιοχές και κατά μήκος δρόμων μέχρι 900m.
Το όνομα υοσκύαμος προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη ὗς = χοίρος και κύαμος = κουκί, υποδηλώνοντας ότι τα κουκιά τρώγονται από τους χοίρους.albus = λευκός (υπάρχει και ο hyoscyamus aureus με έντονο κίτρινο χρώμα).
Το φυτό περιέχει την τοξική ουσία υοσκυαμίνη η οποία έχει την ίδια δράση με την ατροπίνη. Σε μεγάλες δόσεις προκαλούν διέγερση του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως, παραισθήσεις, λογοδιάρροια, ευθυμία, νευροσπαστικές κινήσεις, μανία, ψύχωση κλπ).Όπως και ο Μανδραγόρας, εθεωρείτο σε παλαιότερους πολιτισμούς ως φαρμακευτικό και μαγικό βότανο (Πέρσες, Άραβες, αρχαίοι Έλληνες, Βαβυλώνιοι, Ρωμαίοι).