Archives

Category Archive for ‘Άσπρα’

Jasminum grandiflorum

Name/Όνομα:    Γιασεμί (  Ίασμος) το μεγανθές

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Jasminum grandiflorum L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Spanish jasmine, Άσπρο γιασεμί, Χιώτικο γιασεμί.

Family/Οικογένεια:    OLEACEAE

 

Description

 

Plant:    Ornamental, evergreen or deciduous (it depends on the climate) vine or shrub, growing up to 4 m high.

Stem/s:  Much-branched, scrambling, woody, angular, green and pubescent.

Leaves:   Opposite, compound, petiolate, pinnately divided into 5-11, ovate or elliptic, sessile, obscurely veined and glabrous leaflets, with the terminal one oblong-lanceolate, much longer than the others; rachis channeled above.

Flowers:   Fragrant, actinomorphic and hermaphrodite, in lax cymes; calyx campanulate, 5-lobed, lobes green and glabrous, linear almost to the base with acute tips; corolla fragrant, tube straight and ribbed externally, 5-lobed, lobes oblong-obovate, purple when in buds, white later; stamens 2, anthers yellow, erect and elliptic; ovary superior, style 1, erect, straight and glabrous, unbranched, longer than stamens, stigma 1.

Flowering time:   June-November. Fruiting time: September-January.

Fruit:   Black berry.    

Habitat:  Cultivated in gardens and parks.  

NativeSoutheastern Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Φυλλοβόλος ή αειθαλής ( ανάλογα με το κλίμα )κληματώδης θάμνος με ύψος μέχρι 4 μ.

Βλαστός/οί: Πολύκλαδοι, αναρριχόμενοι, ξυλώδεις, πράσινοι και χνουδωτοί.    

Φύλλα:     Αντίθετα, σύνθετα και έμμισχα, πτεροσχιδή, διαιρεμένα σε 5-11, ωοειδή ή ελλειπτικά, άμισχα, γυμνά και με αφανή νεύρωση φυλλάρια, με το τελευταίο φυλλάριο να είναι μεγαλύτερο, με έλασμα προμήκες-λογχοειδές.  Άξονας του φύλλου αυλακωτός από πάνω.

Άνθη: Εύοσμα, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρές θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Κάλυκας καμπανοειδής, διαιρεμένος σχεδόν μέχρι τη βάση σε 5 πράσινους, γυμνούς και μυτερούς λοβούς.  Στεφάνη αρωματική,  με 5 προμήκεις-αντωειδείς λοβούς, που είναι πορφυροί στο μπουμπούκι και λευκοί αργότερα. Στήμονες 2, ανθήρες κίτρινοι, όρθιοι και ελλειπτικοί.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, όρθιος, γυμνός και χωρίς διακλάδωση, στίγμα 1. 

Άνθιση:   Ιούνιος-Νοέμβριος      Καρποφορία:  Σεπτέμβριος-Ιανουάριος.

Καρπός:   Μαύρη ράγα.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργημένο, σε κήπους και πάρκα.

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ασία.

Tabaernemontana divaricata

Name/Όνομα: Ταβαερνεμοντάνα η διχαλωτή.*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Tabaernemontana divaricata R.Br. ex Roem. & Schult.

Common name/Κοινό Όνομα:   Crape jasmine, Pinwheel jasmine, Λεμονογαρδένια.

Family/Οικογένεια:    APOCYNACEAE

 

*   Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Evergreen perennial and ornamental small shrub growing up to 3 m high. 

Stem/s:    Dichotomously branched starting just above the ground; bark is grey sparsely covered with brownish scars; foliage round; branches are brown containing milky sap;

Leaves:   Opposite, simple and entire, oblong-elliptic or lanceolate with pinnate venation, acuminate at apex, cuneate at the base, petiolate, dark green, glossy and shining.

Flowers:  Simple or double, actinomorphic and hermaphrodite, solitary or in few-flowered, terminal or axillary cymes; calyx short, campanulate, green and glabrous, with 5 ovate lobes; corolla trumpet-shaped, tube slightly swollen at the apex, sometimes at the base too; lobes 5, snow white, ovate, ruffle-edged, strongly fragrant at night; stamens 5, included, anthers linear; ovary superior, style 1.

Flowering time:   July-September.

Fruit:   Follicles.    

Habitat:    Cultivated, in gardens and parks.

Native:   India, Bangladesh, Myanmar, Southern China.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Αειθαλής και πολυετής διακοσμητικός μικρός θάμνος με ύψος μέχρι 3 μ.  

Βλαστός/οί  Με διχοτομική διακλάδωση που ξεκινά  λίγο πιο πάνω από το έδαφος.  Φλοιός γκρίζος και ρυτιδωμένος με αραιά καστανά σημάδια και ουλές.  Φύλλωμα στρογγυλό.  Κλάδοι με καστανό χρώμα περιέχουν γαλακτώδη οπό.   

Φύλλα:     Αντίθετα, απλά και ακέραια, προμήκη-ελλειψοειδή ή λογχοειδή με πτεροειδή νεύρωση, με μαλακή μυτερή κορυφή και με ίσια βάση, έμμισχα, με σκούρο πράσινο χρώμα και άτριχα.

Άνθη:   Απλά ή διπλά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα ή σε ολιγοανθείς και επάκριες ή μασχαλιαίες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Κάλυκας κοντός, καμπανοειδής, πράσινος και άτριχος, με 5 ωοειδείς λοβούς.  Στεφάνη σε σχήμα σάλπιγγας, σωλήνας λίγο διογκωμένος στην κορυφή κάποτε και στην βάση του.  Λοβοί 5, με λευκό σαν χιόνι χρώμα και με πτυχωμένα χείλη, έντονα αρωματικά ιδίως το βράδυ.  Στήμονες 5 μέσα στο σωλήνα.  Ανθήρες γραμμοειδείς.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1.

Άνθιση:   Ιούλιος – Σεπτέμβριος.

Καρπός:   Κάρυα.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργημένο είδος σε κήπους και πάρκα.

Πατρίδα:   Ινδία, Μπαγκλαντές, Μιανμάρ και Νότια Κίνα.

Mandevilla boloviensis

Name/Όνομα:    Μαντεβίλλα η βολιβιανή

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Mandevilla boloviensis

Common name/Κοινό Όνομα:   White mandevilla, white dipladenia.

Family/Οικογένεια:    APOCYNACEAE

 

 

Description

 

Plant:   Evergreen perennial vine or sprawling shrub growing up to 3 m high id supported. 

Stem/s:   Climbing, twinning, woody, hairless.

Leaves:   Opposite, simple and entire, oblong-elliptic with shortly acuminate apex, petiolate, dark green, shining and, glabrous.

Flowers:   Showy, actinomorphic and hermaphrodite, in few-flowered axillary clusters;  calyx lobed almost to the base, lobes 5, erect and linear; corolla funnel-shaped with orange-yellow throat, divided into 5 broadly-ovate white lobes; stamens 5, very short, almost invisible at the base of corolla-tube; ovary superior.

Flowering time:   Spring-Autumn.

Fruit:   Follicles.    

Habitat:   Cultivated in gardens and parks (Cyprus).

Native:   Central and South America.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετές και αειθαλές αναρριχητικό φυτό ή κατακλιμένος θάμνος με ύψος μέχρι 3 μ αν στηριχθεί κατάλληλα.

Βλαστός/οί:   Αναρριχόμενοι, περιστρεφόμενοι και ξυλώδεις, άτριχοι.

Φύλλα:   Αντίθετα, απλά και ακέραια, προμήκη-ελλειπτικά με μικρή κάπως μυτερή προεξοχή, έμμισχα, με σκούρο πράσινο χρώμα, γυαλιστερά και άτριχα.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε ολιγοανθείς μασχαλιαίες δέσμες.  Κάλυκας λοβωτός σχεδόν μέχρι τη βάση, με 5 όρθιους και γραμμοειδείς λοβούς.  Στεφάνη χοανοειδής με πορτοκαλί-κίτρινο φάρυγγα, διαιρεμένη στην κορυφή σε 5 πλατειά-ωοειδείς και λευκούς λοβούς.  Στήμονες 5, πολύ κοντοί, σχεδόν απαρατήρητοι στο βάθος του σωλήνα της στεφάνης.  Ωοθήκη επιφυής

Άνθιση:   Άνοιξη-Φθινόπωρο.

Καρπός:   Κάρυα.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα.

Πατρίδα:   Κεντρική και Νότια Αμερική.

 

Jasminum sambac

Name/Όνομα:    Ίασμος ο αραβικός.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Jasminum sambac (L.) Aiton.

Common name/Κοινό Όνομα:  Arabian jasmine, Indian jasmine, jasmin d’Arabie, Φούλι.  

Family/Οικογένεια:    OLEACEAE

 

Description

 

Plant:   Evergreen perennial small shrub or vine growing up to 3 m high.

Stem/s:   Much-branched, twinning and climbing, subcylindrical, green and sparsely pubescent when young, becoming brown and glabrous with age.

Leaves:    Opposite or in whorls of 3, broadly-ovate or elliptic, simple and entire, shortly petiolate, dark green, glabrous above, with few hairs on the main nerves beneath.

Flowers:  Aromatic and hermaphrodite, in few-flowered terminal cymes; bracts many, subulate; calyx ± glabrous with 8-9 linear lobes; corolla tubular, white, with numerous, imbricate, bending outwards and strongly fragrant lobes.

Flowering time:   June-August.

Fruit:   Purple-black berry.    

Habitat:  Cultivated in gardens and parks.

Native:   Southern and southeastern Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής και αειθαλής μικρός θάμνος ή αναρριχητικό φυτό με ύψος μέχρι 3 μ.

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι, περιστρεφόμενοι και αναρρηχόμενοι, σχεδόν κυλινδρικοί, πράσινοι και με αραιό χνούδι στην αρχή, με καστανό χρώμα και άτριχοι αργότερα.

Φύλλα:     Αντίθετα ή σε σπονδύλους των 3, πλατειά-ωοειδή ή ελλιπτικά, απλά και ακέραια, με κοντό μίσχο, με σκούρο πράσινο χρώμα, άτριχα στην άνω επιφάνεια, με λίφες τρίχες στα κύρια νεύρα στην κάτω.

Άνθη:  Αρωματικά και ερμαφρόδιτα, σε ολιγοανθείς και επάκριες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Βράκτια πολλά, μικρά και στενά-λογχοειδή.  Κάλυκας ± άτριχος με 8-9 γραμμοειδείς και πράσινους λοβούς.  Στεφάνη σωληνοειδής, λευκή, με πολυάριθμους, αλληλεπικαλυπτόμενους, λυγισμένους προς τα έξω και έντονα αρωματικούς λοβούς.

Άνθιση:   Ιούνιος-Αύγουστος.

Καρπός:   Με πορφυρό-μαύρο χρώμα αχαίνια.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργημένο σε κήπους και πάρκα.

Πατρίδα:   Νότια και νοτιοανατολική Ασία.

 

Jasminum multiflorum

Name/Όνομα:    Γιασεμί το πολυανθές*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Jasminum multiflorum (Burm.f) Andrews.

Common name/Κοινό Όνομα:   Star jasmine

Family/Οικογένεια:   OLEACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Evergreen perennial vine or shrub, growing up to 3 m high and 6 m long. 

Stem/s:   Much branched, twinning, greenish and hairy becoming grey and woody with age.

Leaves:   Opposite, simple and entire, petiolate, broadly ovate with rounded base and acute or acuminate apex, downy on the main veins beneath while on the upper surface is thinly hairy at first, becoming glabrous later.

Flowers:  Actinomorphic, sessile and hermaphrodite, in dense and many-flowered terminal cymes on side shoots; calyx funnel-shaped, greenish and densely hairy externally, terminated into 5-9 short and triangular lobes with acute tips; corolla white and fragrant, tubular and glabrous, forming 6-9, oblong-lanceolate lobes; stamens 2, inculed; ovary superior, 2-celled, style 1, stigma 2-lobed.

Flowering time:   Spring-Autumn.

Fruit:  Ellipsoid berry, 2-seeded.    

Native:   Southern Asia (India up to Vietnam) 

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλές και πολυετές αναρριχητικό φυτό ή θάμνος με ύψος μέχρι 3 μ και μήκος μέχρι 6 μ.

Βλαστός/οί: Πολύκλαδοι, περιστρεφόμενοι, πρασινωποί και τριχωτοί γινόμενοι γκρίζοι και ξυλώδεις με την ηλικία. 

Φύλλα:     Αντίθετα, απλά και ακέραια, πλατειά ωοειδή με στρογγυλεμένη βάση και μυτερή κορυφή, με χνούδι στα κύρια νεύρα στην κάτω επιφάνεια, ενώ στην άνω στην αρχή είναι ελαφρά τριχωτά και αργότερα άτριχα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πυκνές, πολυανθείς και επάκριες θυσανοειδείς ταξιανθίες στους πλάγιους κλάδους.  Κάλυκας χοανοειδής, πρασινωπός και πυκνά τριχωτός εξωτερικά, σχηματίζει στην κορυφή 5-9 τριγωνικούς και μυτερούς λοβούς.  Στεφάνη λευκή και αρωματική, σωληνοειδής και γυμνή, σχηματίζει στην κορυφή της 6-9 προμήκεις-λογχοειδείς λοβούς. Στήμονες 2 μέσα στη στεφάνη.  Ωοθήκη επιφυής και 2-χωρη, στύλος 1, στίγμα 2-λοβο.

Άνθιση:   Άνοιξη-Φθινόπωρο.

Καρπός:   Ελλειψοειδής ράγα με 2 σπέρματα.

Πατρίδα:   Νότια Ασία από Ινδία μέχρι Βιετνάμ.

Cordia myxa

Name/Όνομα:    Κορδία η μύξα.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Cordia myxa L

Common name/Κοινό Όνομα: Assyrian plum, Sudan teak [English]; Sébestier, bois savon [French]; Sebesteira, sebesteiro do Soudan [Portuguese]; 

Family/Οικογένεια:    BORAGINACEAE

 

Description

Plant:    Perennial evergreen or semi-deciduous shrub or small tree, growing up to 8 m high (Cyprus).

Trunk/Bark:  Bark is grey or grey-brown, with vertical cracks and much more horizontal ones; crown is rather rounded.

Leaves:   Alternate, simple, broadly-ovate, obovate or suborbicular, reticulate venation, petiolate, dark green and glabrous above, pale green and thinly hairy beneath especially on the main veins; apex rounded or obtuse

Flowers: Small, actinomorphic and hermaphrodite in many-flowered, terminal and loose corymbose panicles; calyx tubular or campanulate, green and glabrous shortly lobed at apex; corolla white or creamy-white, with 5 distinctly recurved, lanceolate and glabrous lobes; stamens 5, oblong and yellow; ovary superior, style 1 divided into 4 linear, fan-shaped stigmas with irregularly wavy margins.

Flowering time:    April-May    Fruiting time:  September-October.

Fruit:    Ovoid to sub orbicular yellow drupe containing a sticky pulp and 1-2 wrinkled seeds.  

NativeTropical Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής αειθαλής ή ημι-φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο με ύψος μέχρι 8 μ(Κύπρος).

Φλοιός:  Γκρίζος ή με καφέ-γκριζωπό χρώμα, με κάθετες σχισμές αλλά και με περισσότερες μικρότερες οριζόντιες σχισμές.  Κώμη μάλλον σφαιρική.  

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, πλατειά-ωοειδή, αντωειδή ή σχεδόν κυκλικά, με δικτυωτή νεύρωση, έμμισχα, με σκούρο πράσινο χρώμα και χωρίς τρίχες στην άνω επιφάνεια, με με ανοικτό π΄ρασινο χρώμα και ελαφρύ τρίχωμα στην κάτω, ειδικά πάνω στα κύρια νεύρα.  Κορυφή στρογγυλεμένη ή πλατειά.

Άνθη:   Μικρά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθή, επάκρια και χαλαρή κορυμβοειδή φόβη (σύνθετος βότρυς).  Κάλυκας σωληνοειδής ή καμπανοειδής, πράσινος και γυμνός, φέρει στην κορυφή του μικρούς λοβούς.  Στεφάνη άσπρη ή με κρεμώδες χρώμα, με 5 εντόνως κυρτούς προς τα κάτω, λογχοειδείς και γυμνούς λοβούς.  Στήμονες 5, προμήκεις και κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1 διαιρεμένος σε 4 γραμμοειδή και σαν έλικες ανεμιστήρα στίγματα, με άνισα κυματοειδή χείλη.

Άνθιση:  Απρίλιος-Μάιος.  Καρποφορία:  Σεπτέμβριος-Οκτώβριος:

Καρπός:   Ωοειδής ή σχεδόν σφαιρική και κίτρινη δρύπη που περιέχει κολλώδη οπό και 1 έως 2   ρυτιδωμένα σπέρματα.

Πατρίδα:   Τροπική Ασία.

Trachylospermum jasminoides

Name/Όνομα:    Τραχυλόσπερμο το γιασεμινοϊδές.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Trachylospermum jasminoides (Lindl.) Lem.

Common name/Κοινό Όνομα:   Star jasmine

Family/Οικογένεια:    APOCYNACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Monoecious, evergreen and perennial pant, growing up to 1.8 m high or more.

Stem/s:   Woody climber, much branched with twinning and dark brown branches, and ash-color bark; twigs and petioles contain white and sticky latex.

Leaves:  Opposite, simple and entire, elliptic or obovate, shortly acuminate, cuneate at the base, dark green above, pale green below, shortly petiolate, shining and glabrous, dark green becoming bronze in winter.

Flowers:   Fragrant and showy, actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, terminal and axillary cymes; corolla tubular, slightly twisted, terminating in 5, pinwheel-like, creamy white spreading lobes; calyx green and glabrous with 5, spreading, narrowly oblong and hairy externally sepals; stamens 5, filaments very short, anthers introrse; ovary superior, style 1, stigma 1.

Flowering time:  May-June.

Fruit:  Follicle*; seeds numerous.     

Habitat:  Commonly grown as vine, sprawling shrub or ground cover, in gardens and parks, in full sun, partial or total shade.

Native: Southeastern Asia (China, Japan, Korea, Vietnam).

Follicle* = Dehiscent fruit produced by 1 carpel and at maturity opens from the  ventral valve.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μόνοικο, αειθαλές και πολυετές φυτό με ύψος μέχρι 1.8 μ ή και περισσότερο.

Βλαστός/οί:   Αναρριχητικό με περιστρεφόμενους ξυλώδεις βλαστούς, πολύκλαδο με  κλάδους με σκούρο καφέ χρώμα, ενώ ο φλοιός παλαιοτέρων κλάδων έχει γκρίζο χρώμα.  Νεαροί κλάδοι και οι μίσχοι των φύλλων περιέχουν άσπρο και κολλώδη οπό.

Φύλλα:  Αντίθετα, απλά και ακέραια, ελλιπτικά ή αντωειδή, με μικρή προεκβολή στην κορυφή τους και οξεία βάση, με σκούρο πράσινο χρώμα στην πάνω επιφάνεια και ανοικτό πράσινο στην κάτω, με κοντό μίσχο, γυαλιστερά και άτριχα, παίρνουν χάλκινο χρώμα τον χειμώνα.

Άνθη:   Αρωματικά και εντυπωσιακά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς, μασχαλιαίες και επάκριες θυσανοειδείς ταξιανθίες.  Στεφάνη σωληνοειδής, στρεπτή ελαφρά, καταλήγει σε 5 σαν έλικες και με λευκοκίτρινο χρώμα λοβούς.  Κάλυκας πράσινος και άτριχος, με 5 απλωμένα, στενά-προμήκη και ελαφρά τριχωτά εξωτερικά σέπαλα.  Στήμονες 5, νήμα πολύ κοντό, ανθήρες κίτρινοι και με μέτωπο προς το κέντρο του άνθους.  Ωοθήκη επιφυήςμ στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Μάιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Θύλαξ** με πολλά σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Συνήθως καλλιεργείται ως αναρριχητικό, απλωμένος θάμνος ή για κάλυψη εδάφους, σε κήπους, πάρκα και αυλές σπιτιών, σε άμεσο ηλιακό φως, σε ημισκιερά μέρη ή εντελώς σκιερά..

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ασία ( Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Βιετνάμ ).

θύλαξ** – αδιάρρηκτος καρπός που προέρχεται από  1 καρπόφυλλο και κατά την ωρίμανση ανοίγει από την κοιλιακή ραφή.

Lilium candidum

Name/Όνομα:  Λίλιον ή Λείριο το πάλλευκο. 

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Lilium candidum L

Common name/Κοινό Όνομα:   Madonna lily, White lily, Κρίνος της Παναγίας, Παρθενόκρινος

Family/ΟικογένειαLILIACEAE  

 

 

Description

Plant:   Perennial and bulbous plant, growing up to 120 cm or more. 

Stem/s:   Simple, erect, rigid and leafy, nearly cylindrical or slightly angled, greenish and glabrous.

Leaves:  Alternate, simple and entire with parallel nervation, sessile, narrowly-lanceolate, dark green, shining and glabrous, decreasing in size towards apex; very often the apex of the leaves curve downwards.

Flowers:  Large, showy, very fragrant, actinomophic and hermaphrodite, in few-flowered, terminal racemes; pedicels nodding slightly at anthesis; perianth-segments 6, united, forming a white trumpet, facing outwards, terminating in 6, imbricate and revolute lobes with a distinct nectary “canal” on the midrib of each segment; stamens 6, included, filaments white, more or less equal, anthers oblong and yellow, versatile, 2-thecous, basifixed and dehiscent longitudinally; ovary superior, style 1, greenish and glabrous, much longer than filaments, stigma 3-lobed.

Flowering time: March-April.   

Fruit:   Obovoid, 6-angled capsule.    

Habitat:   Cultivated in full sun or part shade.

NativeBalkans and Middle East.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετές και βολβώδες φυτό με ύψος μέχρι 120 εκ ή και περισσότερο.

Βλαστός/οί:   Απλός, όρθιος, δυνατός και φυλλώδης, σχεδόν κυλινδρικός ή ελαφρά γωνιώδης, πρασινωπός και άτριχος.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, απλά και ακέραια με παράλληλη νεύρωση, άμισχα, στενά- λογχοειδή, γυαλιστερά και άτριχα, ενώ το μέγεθός τους ελαττώνεται  ανεβαίνοντας προς την κορυφή.  Πολύ συχνά τα άκρα των φύλλων λυγίζουν προς τα κάτω.

Άνθη:   Μεγάλα, εντυπωσιακά, πολύ αρωματικά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκριους, ολιγοανθείς βότρεις.  Ποδίσκοι κάπως κρεμάμενοι κατά την άνθιση.  Τμήματα περιανθίου 6, ενωμένα, σχηματίζοντας λευκό άνθος που μοιάζει με τρομπέτα που έχει μέτωπο προς το εσωτερικό του άνθους και κορυφή με 6 αλληλεπικαλυπτόμενους και λυγισμένους προς τα πίσω λοβούς, ενώ στο κεντρικό νεύρο κάθε τμήματος του περιανθίου υπάρχει εμφανής μελιτοφόρος δίαυλος.  Στήμονες 6, μέσα στο περιάνθιο, νήματα λευκά και σχεδόν ισομήκη, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, 2-θηκοι, οριζόντιοι, με κατά μήκος σχίσιμο και με προσκολλημένο το κέντρο τους με την κορυφή του νήματος.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, πρασινωπός και γυμνός, πολύ μεγαλύτερος των νημάτων, στίγμα 3-λοβο.

Άνθιση:  Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Ωοειδής 6-γωνη κάψα.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργημένο φυτό σε άμεσο ηλιακό φως ή σε ημισκιερά μέρη.

Πατρίδα:   Βαλκανική Χερσόνησος και Μέση Ανατολή.

Viburnum opulus

Name/Όνομα:   Βιβούρνο ο όπουλος.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Viburnum opulus L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Snowball, Guelter-rose, Kalina, Βιβούρνο χιονόμπαλα.

Family/Οικογένεια:   ADOXACEAE

 

 

Description

 

Plant:  Deciduous ornamental shrub, growing up to 4-5 m high.

Stems:  Several, erect, ash-grey, and more or less wrinkled; young stems are greenish, glabrous and slightly striate.  

Leaves:   Opposite, simple, and petiolate; blade mostly 3-lobed, occasionally 5-lobed, surface somewhat wrinkled, margins irregularly serrated, base rounded, glabrous above, slightly hairy beneath.  The green leaves become red in autumn.

Flowers:   Showy, actinomorphic and hermaphrodite, in spherical, many-flowered, corymb-like cymes at the end of the branched; corolla 5-lobes, lobes white, obovate, spreading and glabrous; stamens 5.  Ovary inferior.

Flowering time:   April-July.   

Fruiting time:  July-September.

Fruit:   Almost spherical and bright red drube* with a single seed.    

Habitat:  Areas with well-drained and moist soils, in shade or in full or partial sun.

Native:  Europe and northeastern Asia.

 

drube*= 1-celled fruit in which exocarp is thin, mesocarp is fleshy and the seed is enclosed in a hard endocarp (cherry, olive, plum).

 

Περιγραφή

Φυτό:   Φυλλοβόλος διακοσμητικός θάμνος, με ύψος μέχρι 4-5 μ.

Βλαστός/οί:   Αρκετοί, όρθιοι, γκριζωποί και λίγο ή πολύ ζαρωμένοι.  Νεαροί βλαστοί πρασινωποί, άτριχοι και ελαφρά ραβδωτοί.

Φύλλα:     Αντίθετα, απλά και έμισχα.  Έλασμα κυρίως 3-λοβο, κάποτε 5-λοβο, κάπως ζαρωμένο, χείλη άνισα πριονωτά, βάση στρογγυλεμένη, άτριχη η πάνω επιφάνεια, ελαφρά τριχωτή η κάτω.  Το φθινόπωρο τα πράσινα φύλλα γίνονται κόκκινα.

Άνθη:   Εντυπωσιακά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε σφαιρικούς, πολυανθείς και σε σχήμα κορύμβου, θυσάνους, στα άκρα των κλάδων.  Στεφάνη 5-λοβη, λοβοί αντωειδείς, λευκοί, απλωμένοι και άτριχοι.  Στήμονες 5.  Ωοθήκη υποφυής.

Άνθιση:   Απρίλιος-Ιούλιος.

Καρποφορία:  Ιούλιος-Σεπτέμβριος.

Καρπός:   Δρύπη, σχεδόν σφαιρική και με λαμπρό κόκκινο χρώμα και ένα σπέρμα.

Ενδιαίτημα:   Περιοχές με καλή αποστράγγιση, σε υγρά εδάφη, σε σκιά ή σε άμεσο ηλιακό φώς ή σε ημι-σκιερά μέρη.

Πατρίδα:   Ευρώπη και Βορειοανατολική Ασία.

 

Δρύπη* = μονόχωρος καρπός όπου το εξωκάρπιο είναι λεπτό, το μεσοκάρπιο σαρκώδες και το σπέρμα βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ενδοκάρπιο ( πχ  ελιά, κεράσι).

Eucalyptus camaldulensis

Name/Όνομα:   Ευκάλυπτος η καμαλδουλένσεια.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Eucalyptus camaldulensis Dehnh.

Common name/Κοινό Όνομα:   River Red Gum, Ευκάλυπτος,

Family/Οικογένεια:   MYRTACEAE

 

Description

Plant:    Evergreen huge tree growing up to 30 m high.

Trunk/Branches:   Trunk thick with spreading crown and irregular exfoliation*; bark smooth, greyish, yellowish, pinkish or brown; young branches are red and hairless.

Leaves: Simple, drooping, hairless, petiolate, with pointed tip and base, pale green; Young plants: opposite, ovate or lanceolate, leathery, glandular and aromatic (when crushed); mature trees: alternate, narrow–lanceolate, often sickle-shaped; petiole with yellow, orange or red color.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in axillary, 5-10 flowered, sciadia* (umbels); sepals and petals united, forming a beaked, cup-like structure, the operculum; stamens numerous, free, usually spreading, with white, straight and glabrous filaments; ovary inferior, style 1, stigma 1.

Flowering time:   December-May.

Fruit:   Woody hemispherical capsule.    

Habitat:   Roadsides, gardens, parks, usually along river banks. It is the most common cultivated specie, with the widest distribution.

Native:   Endemic to Australia.

 

Sciadium (a)* = Greek word referring to umbel-like inflorescence.

 

Exfoliation * = the natural process in which small or large pieces on the surface of the trunk removed, leaving the bark uncovered (peeling-bark).

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλές γιγαντιαίο δέντρο που φθάνει τα 30 μ ύψος.

Κορμός-Κλάδοι:  Κορμός χοντρός με απλωμένη κώμη και ακανόνιστη απολέπιση**.  Φλοιός λείος, γκριζωπός, κιτρινωπός, ρόδινος ή καστανός.  Νεαροί κλάδοι λείοι και κόκκινοι, αρχαιότεροι γκριζωποί.  

Φύλλα:  Απλά, κρεμάμενα, γυμνά και έμμισχα, με ανοικτό πράσινο χρώμα, μυτερή βάση και κορυφή.  Νεαρά φυτά:  Φύλλα αντίθετα, ωοειδή ή λογχοειδή, δερματώδη, αδενώδη και αρωματικά όταν συνθλιβούν.  Ώριμα  δέντρα:  Φύλλα κατ εναλλαγή, στενά λογχοειδή, συχνά δρεπανοειδή.  Μίσχος με κίτρινο, πορτοκαλί ή κόκκινο χρώμα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε μασχαλιαία σκιάδια*των 5-10 ανθέων.  Σέπαλα και πέταλα ενώνονται και δημιουργούν μια ραμφοειδή-σαν καπέλο-κατασκευή την καλύπτρα.  Στήμονες πολυάριθμοι και ελεύθεροι, με λευκά, ίσια και γυμνά νήματα, συνήθως απλωμένα.  Ωοθήκη υποφυής, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Δεκέμβριος-Μάιος (Κύπρος).

Καρπός:   Ξυλώδης ημισφαιρική κάψα.

Ενδιαίτημα:  Κατά μήκος δρόμων, κήπους, πάρκα, συνήθως κατά μήκος παραποτάμιων  περιοχών.

Πατρίδα:  Ενδημικό Αυστραλίας.

 

Σκιάδιο* = Ταξιανθία όπου οι ποδίσκοι των ανθέων ξεκινούν από το ίδιο σημείο και φθάνουν στο ίδιο ύψος όπως οι ακτίνες της ομπρέλας.

Απολέπιση**= Φυσική διαδικασία όπου μικρά ή μεγάλα κομμάτια της επιφάνειας του κορμού αποχωρίζονται αποκαλύπτοντας τον φλοιό.