Archives

Category Archive for ‘Άσπρα’

Lomelosia argentea

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Lomelosia argentea (L) Greuter & Burdet

Common name/Κοινό όνομα:  White widow

Family/Οικογένεια:  DIPSACACEAE

 Description

 Perennial and herbaceous plant up to 1m high.  Stems many, erect or spreading, usually branched, almost cylindrical, hairy at the base , often purple. Basal leaves alternate, simple, petiolate, oblong, pinnatisect, lobes linear or lanceolate, densely hairy with acute apex. Upper leaves less hairy and more narrow.  Inflorescence in cymes. Flowers zygomorphic, hermaphrodite, funnel-shaped with long  and hairy tube , on flattened-hemispherical capitula. Outer florets white, margin pubescent, 3-lobed, the median bigger. Inner florets white, tubular, hairy with unequal lobes. Stamens 4, filaments white and glabrous, anthers oblong pale violet. Style too long, white. Stigma  pale violet. Bracts green, linear and thinly hairy with acute apex. Flowering time May- September . Fruit achene. Corona membranous with many radial brownish veins. Calyx- bristles dark brown exceeding corona. Native to Southeastern Europe – West Asia. Rare in Cyprus( has been listed on RED DATA BOOK of Cyprus, as vulnerable). Hab: On limestones, dry hillsides, vineyards limits and shrub lands from 600m-1000m alt.

Περιγραφή

Πολυετής πόα ύψους μέχρι 1m. Βλαστοί αρκετοί, όρθιοι ή διάχυτοι, συνήθως με διακλάδωση, σχεδόν κυλινδρικοί, τριχωτοί στη βάση, συχνά πορφυροί. Φύλλα βάσης κατ εναλλαγή, απλά, πτεροσχιδή με γραμμοειδείς ή λογχοειδείς λοβούς, πυκνά τριχωτούς και οξύκορφους. Ανώτερα φύλλα παρόμοια αλλά σταδιακά γίνονται μικρότερα, στενότερα και λιγότερο τριχωτά. Άνθη ζυγόμορφα, ερμαφρόδιτα, χοανοειδή με μακρύ σωλήνα, σε κυματοειδείς ταξιανθίες  πάνω σε επίπεδα ημισφαιρικά κεφάλια. Εξωτερικά ανθίδια λευκά με τριχωτό χείλος, 3-λοβα με το μεσαίο λοβό μεγαλύτερο. Εσωτερικά ανθίδια λευκά, τριχωτά, σωληνοειδή με άνισους λοβούς. Στήμονες 4, με λευκό και γυμνό νήμα και επιμήκεις ανθήρες με ελαφρύ λιλά χρώμα. Στύλος πολύ μακρύς. Στίγμα με λιλά χρώμα. Βράκτια πράσινα, γραμμοειδή, οξύκορφα και ελαφρά τριχωτά. Άνθιση Μάιος-Σεπτέμβριος. Καρπός αχαίνιο. Κορώνα λεπτή με αρκετά περιφερειακά και με καφέ χρώμα νεύρα. Κάλυκας με σμηριγγώδη  σέπαλα, με σκούρο καστανό χρώμα και αρκετό μήκος ώστε να ξεπερνούν την κορώνα. Πατρίδα του η Νοτιοανατολική Ευρώπη – Δυτική Ασία. Σπάνιο στην Κύπρο( έχει καταγραφεί ως “τρωτό” στο Κόκκινο Βιβλίο για τα φυτά της Κύπρου). Απαντάται σε ασβεστολιθικά εδάφη, ξηρές λοφώδεις πλαγιές, θαμνώνες και όρια χωραφιών από 600m-1000m υψόμετρο.

Origanum majorana

Name/Όνομα: Ορίγανον η μαντζουράνα

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Origanum majorana L.

Common name/Κοινό όνομα: Sweet marjoram, Σαψυσιά

Family/Οικογένεια: LAMIACEAE(ΧΕΙΛΑΝΘΗ)

 Description

Perennial aromatic shrub up to 100m high. Young stems erect, branched, tetragonal, reddish, covered with dense white-greenish hairs. Old branches woody. Leaves opposite, simple, entire, obovate to almost orbicular, green, petiolate and hairy (both sides). Inflorescene spike. Flowers tiny, hermaphrodite, funnel shaped. Petals 4, white, slightly hairy, forming a 2-lipped corolla (1 petal αdaxial, 3 abaxial). Phyllaries in many series, obovate, green and hairy. Corolla, phyllaries and calyx gland-dotted. Stamens 4. Stigma 2-lobbed. Flowering time May – October. Native to Mediterranean region and Middle East. Fruit nutlets. Hab:  Calcareous soil, pinewoods, dry and rocky hillsides, from sea level to 900m alt.  Uses: Flowers and leaves, fresh or dry, can be used as an additive for many dishes with numerous health benefits . Origanum is rich in essential oil with important applications in chemical industry ( bath soaps, perfumes, body lotions, gels and creams).

 

Περιγραφή

Πολυετής αρωματικός θάμνος ύψους μέχρι 100cm. Νεαροί βλαστοί όρθιοι, με ισχυρή διακλάδωση, τετράγωνοι, πορφυροί, καλυπτόμενοι με πυκνές άσπρο-πράσινες τρίχες. Παλαιοί βλαστοί ξυλώδεις. Φύλλα απλά, αντίθετα, ακέραια, αντωειδή προς σχεδόν κυκλικά, έμμισχα και τριχωτά και στις δυο επιφάνειες. Άνθη πολύ μικρά, σε στάχεις , χοανοειδή και ερμαφρόδιτα. Πέταλα 4, λευκά, ελαφρά τριχωτά που σχηματίζουν δίχειλη στεφάνη( 1 πέταλο στο ραχιαίο, 3 κοιλιακά). Βράκτια σε πολλές σειρές, αντωειδή, πράσινα και τριχωτά. Στεφάνη, βράκτια και κάλυκας διάστικτοι με αρωματικούς αδένες. Στήμονες 4. Στίγμα δίλοβο. Καρπός κάρυο. Άνθιση Μάιος-Οκτώβριος. Πατρίδα του η Μεσογειακή ζώνη και η Μέση Ανατολή. Απαντάται σε ασβεστολιθικά εδάφη, θαμνώνες, αραιά πευκοδάση, ξηρές και πετρώδεις πλαγιές, από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι 900m υψόμετρο.Από τα φύλλα και τα άνθη βγαίνει αιθέριο έλαιο, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων και φαρμάκων. Αυτούσια άνθη και φύλλα (κυρίως) αποτελούν άριστο αρτυματικό για πολλά φαγητά, προσδίδοντας ουσίες ωφέλιμες για τη υγεία.

Anthemis tricolor

Name/Όνομα:  Ανθεμίς η τρίχρωμη

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Anthemis tricolor Boiss.

Common name/Κοινό όνομα: Three-coloured chamomile

Family/Οικογένεια: ASTERACEAE

 Description

Endemic of Cyprus, perennial and spreading herb. Stems up to 45cm long, angular, purplish and hairy. Cauline leaves alternative, petiolate, pinnatisect or bipinnatisect with lanceolate, greyish and hairy segments  with acute or obtuse apex. Flower heads terminal, solitary, hemispherical. Ray florets white, ovate with purplish base and 3-lobed apex. Disc florets hermaphrodite, tubular, white, pink or purple( tricolor). Stamens many, with reddish filaments and yellow anthers. Phyllaries convex, greenish, closely connected and hairy. Fruit is an achene without pappus.. Flowering time February – May. On dry, stony and rocky ground from sea- level to 850m altitude.

Περιγραφή

Πολυετής απλωμένη πόα, μήκους μέχρι 40cm. Βλαστοί λεπτοί, πορφυροί, γωνιώδεις και τριχωτοί. Φύλλα κατ εναλλαγή, έμμισχα, γκριζωπά, διαιρεμένα σε άνισους λοβούς που είναι στενοί και λογχοειδείς με πυκνό και λευκό τρίχωμα και με μυτερές ή στρογγυλεμένες κορυφές. Άνθη σε μονήρη και επάκρια ημισφαιρικά κεφάλια. Περιφερειακά ανθίδια ωοειδή και λευκά με ρόδινη ή κοκκινωπή βάση και τρίλοβη κορυφή, επιδίσκια ανθίδια ερμαφρόδιτα, σωληνοειδή, με 5 πέταλα με ρόδινο, λευκό ή πορφυρό χρώμα( τριχρωμία) και πολλούς στήμονες με κοκκινωπό νήμα και κίτρινους ανθήρες. Βράκτια κεφαλίου στενά συνδεδεμένα, πρασινωπά, κυρτά και τριχωτά. Ανθίζει Φεβρουάριο – Μάιο. Καρπός αχαίνιο χωρίς πάππο. Ενδημικό φυτό της Κύπρου που προτιμά ξηρά, ασβεστολιθικά ή και πετρώδη εδάφη από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι 850m ύψος.

Robinia pseudoacacia

Name/Όνομα: Ρομπίνια η ψευδοακακία*     

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Robinia pseudoacacia L.     

Common name/Κοινό Όνομα: Ψευδακακία, false acacia, black locust

Family/Οικογένεια: FABACEAE (ΨΥΧΑΝΘΗ)

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:  Deciduous ornamental tree, growing up to 25m high, but usually much shorter (Cyprus).    

Trunk:  Erect, much-branched; bark greyish-brown, wrinkled and fissured; twigs dark brown and glabrous, bearing rigid, sharp and pointed spines, while older branches are light grey; canopy open or semispherical.  

Leaves:  Alternate, compound, odd-pinnate, petiolate; stipules spiny; leaflets 11-23, simple, entire, oblong-ovate, nearly glabrous, obtuse, shallowly emarginated, petiolule short.      

Flowers:  Numerous, aromatic, white, zygomorphic and hermaphrodite, in axillary, lax or   dense, erect (when young) or pendulous racemes; pedicels hairy, pinkish, about as long as calyx tube; calyx campanulate, pink, hairy, 2-lipped, lower lip 3-toothed, shorter than the upper, 2-toothed lip; standard petal erect, semicircular, abruptly narrowed towards base, margins strongly out-curved, with a distinct yellow blotch at the base; wings oblong, narrow at the base, obtuse or rounded; keel abruptly upcurved; stamens 10 (9+1), 1 free, 9 fused for the most of their length, free parts white and glabrous; ovary superior, style upcurved, greenish and hairy at the top, stigma capitate.

Flowering time:  March-June.     

Fruit:  Oblong, flat, brown, beaked, dehiscent and pendulous pod, with few brown, kidney-shaped seeds.          

Habitat:  Common tree in Cyprus and it is found everywhere from the seaside up to Troodos mountain; parking places, house-yards, and roadsides of some of the main streets and roads.         

Native:  North America.

 

Περιγραφή

Φυτό: Φυλλοβόλο και διακοσμητικό δένδρο ύψους μέχρι  25m, αλλά στην Κύρπο αρκετά χαμηλότερο..   

Κορμός: Όρθιος και πολύκλαδος, φλοιός γκριζοκαστανός και ρυτιδωμένος.  Νεαρά κλαδιά γυμνά, με σκούρο καφέ χρώμα που φέρουν ισχυρά, αιχμηρά και ιδίου χρώματος αγκάθια, ενώ οι παλαιότεροι κλάδοι είναι γκριζωποί.  Φύλλωμα ανοικτό ή ημισφαιρικό.     

Φύλλα:  Φύλλα κατ εναλλαγή, σύνθετα, έμμισχα, περιττόληκτα.  Παράφυλλα ακανθώδη.  Φυλλάρια 11-23, απλά, ακέραια, προμήκη-ωοειδή, σχεδόν άτριχα, με πλατειά κορυφή που φέρει αβαθή εγκοπή.  Μίσχος φυλλαρίων κοντός.        

Άνθη:   Πολλά, αρωματικά, ζυγόμορφα, ερμαφρόδιτα, σε μασχαλιαίους, αραιούς ή πυκνούς,  κρεμάμενους βότρεις.  Ποδίσκοι τριχωτοί και ρόδινοι περίπου ισομήκεις με τον σωλήνα του κάλυκα.  Κάλυκας καμπανοειδής, ρόδινος και τριχωτός, 2-χειλος, άνω χείλος 3-δοντο με κοντύτερα δόντια από το 2-δοντο άνω χείλος.   Πέτασος όρθιος, ημικυκλικός με στενή βάση, χείλη που έντονα στρέφονται προς τα έξω και με εμφανή κίτρινη περιοχή στη βάση του, πτέρυγες προμήκεις με στενή βάση, με πλατειά ή στρογγυλεμένη κορυφή, τρόπιδα με απότομη προς τα πάνω κλίση. Στήμονες 10 ( 9 + 1), 1 ελεύθερος και 9 ενωμένοι στο μεγαλύτερό τους μέρος, με τα ελεύθερά τους μέρη λευκά και άτριχα.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος κυλινδρικός, πρασινωπός και τριχωτός στην κορυφή του,  στίγμα κεφαλωτό ωχροκίτρινο.      

Άνθιση: Μάρτιος-Ιούνιος    

Καρπός:  Μακρύς, επίπεδος, κρεμάμενος, διαρρηκτός, καστανός και με ράμφος στο άκρο του χέδρωψ, με λίγα νεφροειδή και με καφέ χρώμα σπέρματα.

Ενδιαίτημα:  Κοινό δένδρο στην Κύπρο και απαντάται παντού, από την παραλία μέχρι το Τρόοδος, κυρίως σε πάρκα, αυλές σπιτιών και κατά μήκος δρόμων.  

Πατρίδα:  Βόρεια Αμερική.  

 

 

Nerium oleander

Name/Όνομα:   Νήριον το ολέανδρον

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Nerium oleander L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Αροδάφνη, Ροδοδάφνη, Πικροδάφνη, Oleander

Family/Οικογένεια:   APOCYNACEAE

 

Description

Plant:   Perennial, evergreen and ornamental shrub, growing up to 4 m high. 

Stem/s:   Many, hairless, nearly cylindrical, green, becoming gray with age, rarely branched; stems, leaves and other parts of the plant contain bitter, milky and sticky juice which is toxic; toxic is also the smoke from burning leaves or other parts of the plant.

Leaves:  In whorls of 3 or opposite in 2, simple, entire, oblanceolate, thick, petiolate, acute at apex, cuneate at the base, apparently hairless, but under the microscope, a longitudinal section of the surface beneath reveals dense multicellular hairs covering stomata, reducing so the extraction of water through transpiration.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in terminal corymbose cymes; peduncles and pedicels hairy; corolla funnel-shaped, 5-lobed; lobes obovate, spreading, pink, rarely white or red; calyx 5-lobed; stamens 5, anthers sagittate, whitish; ovary superior, stigma white and hairy.

Flowering time:   April-July.

Fruit:   An oblong, linear, almost cylindrical and dehiscent follicle, containing numerous seeds with dense apical brownish hairs; maturity time: November-January.

Habitat:  Near streams and rivers, wet places and rocky ravines, from 0-900 m alt.

Native:  Unknown, possible Mediterranean region or South West Asia.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής, διακοσμητικός και αειθαλής  θάμνος ή δενδρύλλιο, που φθάνει σε ύψος τα 4-5m.

Βλαστός/οί:   Βλαστοί αρκετοί που ξεκινούν από χαμηλά, στην αρχή πράσινοι και τελικά γκρίζοι, και κυλινδρικοί, με πικρό, κολλώδη και γαλακτώδη χυμό.

 

Φύλλα:  Φύλλα αντίθετα ανά 2 ή σε σπονδύλους των 3, με μικρό μίσχο, απλά, ακέραια, λογχοειδή και γυμνά. Σε κατά μήκος τομή στην κάτω επιφάνεια του φύλλου, εμφανίζονται κυτταρικοί σχηματισμοί που μοιάζουν με  «μακαρόνια». Ο ρόλος τους είναι η κάλυψη των στομάτων ώστε να περιορίζεται η διαπνοή( η λειτουργία με την οποία τα φυτά αποβάλλουν νερό από τα φύλλα με μορφή υδρατμών).

Άνθη αρωματικά, χοανοειδή, επάκρια, σε κορυμβοειδείς δέσμες,, ερμαφρόδιτα και ακτινόμορφα.  Στεφάνη με 5 αντωειδή, συνήθως ρόδινα, σπανιότερα κόκκινα ή λευκά πέταλα. Κάλυκας με 5 πράσινα ωοειδή έως λογχοειδή σέπαλα που καταλήγουν σε σκούρου χρώματος άκανθα. Στήμονες 5 με υπόλευκους σαϊττοειδείς ανθήρες.  Στίγμα λευκό και τριχωτό.

Άνθιση Απρίλιος – Ιούλιος.

Καρπός διαρρηκτός και καστανός θύλακας με τριχωτά σπέρματα.

ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΦΥΛΛΩΝ Ή ΑΛΛΩΝ ΜΕΡΩΝ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ.

Δεν έχει εξακριβωθεί η πατρίδα του, αλλά θεωρείται η Ν.Δυτική Ασία ή η Μεσογειακή ζώνη. Αυτοφυές σε υγρές περιοχές (ρυάκια, όχθες ποταμών), σε πολλά μέρη της Κύπρου (Τρόοδος, Ακάμας, Μεσαορία) μέχρι 900m, αλλά και καλλιεργούμενο ως διακοσμητικό σε κήπους και αυλές σπιτιών στην επιφάνεια της θάλασσας.

Eriobotrya japonica

Name/Όνομα:   Εριοβότρυα η ιαπωνική

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Eriobotrya japonica (Thund.) Lindl.

Common name/Κοινό Όνομα:   Μεσπιλιά, loquat, Japanese plum, μουσμουλιά

Family/Οικογένεια:   ROSACEAE

 

 

Description

Plant:   Evergreen tree growing up to 10 m high. 

Stem/s:   Trunk erect, gray-chestnut with gray and wrinkled bark; crown open, spars- branched, twigs tomentose, whitish-gray.

Leaves:  Alternate, simple, oblanceolate, lanceolate or oblong-obovate, leathery, toothed or serrate, with short petiole, acute apex, conspicuously veined on both sides and a prominent main nerve beneath; upper surface green and glabrous, lower surface covered with soft reddish-brown hairs; new leaves are covered also with soft hairs, becoming glabrous with age.

Flowers:   Strongly fragrant, actinomorphic and hermaphrodite, in terminal, pyramidal and many-flowered panicles; pedicels tomentose; petals 5, obovate, free and spreading, white and glabrous; sepals 5, ovate, united at the base, densely covered with reddish-brown hairs externally, apex obtuse or shortly emarginate; stamens numerous (about 20), filaments white, anthers brownish-yellow; ovary superior and hairy, styles 5.

Flowering time:   September-December.

Fruit:   A subspherical or obovate, orange-yellow pome, with 1-8 brown (usually 3-4) and rather hard seeds; peel thin and yellow, flesh whitish, sweet, edible.

Maturing time:  March-June   

Habitat:  Cultivated.

Native:   Japan, China.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλές και αραιόκλαδο δένδρο με ύψος μέχρι 10 μ.

Βλαστός/οί:   Κορμός όρθιος, γκριζοκαστανός με γκρίζο ρυτιδωμένο φλοιό, ανοικτή κώμη, και γκριζωπούς χνουδωτούς νεαρούς κλάδους.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, προμήκη-λογχοειδή, λογχοειδή ή προμήκη-αντωειδή, δερματώδη, οδοντωτά ή πριονωτά, με κοντό μίσχο, μυτερή κορυφή, με έντονη νεύρωση και στις 2 επιφάνειες και με πολύ εμφανές κεντρικό νεύρο στην κάτω επιφάνεια.  Άνω επιφάνεια πράσινη και γυμνή, κάτω επιφάνεια καλυμμένη με μαλακές ερυθροκαστανές τρίχες.  Νεαρά φύλλα είναι επίσης καλυμμένα με χνούδι που χάνεται αργότερα.

Άνθη:   Έντονα αρωματικά, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκριες, πυραμιδοειδείς και πολυανθείς φόβες.  Ποδίσκοι ανθέων χνουδωτοί.  Πέταλα 5, αντωειδή, ελεύθερα και απλωμένα, λευκά και γυμνά.  Σέπαλα 5, ωοειδή, ενωμένα στη βάση τους, πλατύκορφα ή με μικρή εγκοπή και καλυμμένα εξωτερικά με πυκνές ερυθροκαστανές τρίχες.  Στήμονες πολυάριθμοι, περίπου 20, νήμα λευκό και ανθήρες καστανοκίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής και τριχωτή, στύλοι 5.

Άνθιση:  Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος.

Καρπός:  Υποσφαιρικό ή αντωειδές και πορτοκαλοκίτρινο μήλο, με κίτρινη φλούδα, λευκοκίτρινη και γλυκιά εδώδιμη σάρκα, με 1-8 αλλά συνήθως3-4,  σκληρά και καστανά μεγάλα σπέρματα.

Ενδιαίτημα:  Καλλιεργούμενο.

Πατρίδα:   Ιαπωνία, Κίνα.

 

Prunus dulcis

Name/Όνομα:   Προύνος η  γλυκεία

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Prunus dulcis (Mill.)D.A.Webb

Common name/Κοινό Όνομα:   Αμυγδαλιά, Almond Tree, Αθασιά, Thath Badem

Family/Οικογένεια:   ROSACEAE

 

 

Description

Plant:    Deciduous tree or shrub, growing up to 10 m high but usually smaller.

Stem/s:  Trunk rather short, twigs are green, becoming purplish later, turning to grey with age; bark purplish-brown; crown usually rounded.

Leaves:   Alternate, simple, petiolate; blade oblanceolate and glabrous, margins crenate-serrate, base cuneate, apex acute; buds covered with brown, imbricate and rather hard scales.

Flowers:   The sessile flowers appear before the development of the leaves; they are actinomorphic and hermaphrodite, solitary or in bundles of 1- 4 flowers; receptacle cup-shaped; petals 5, spreading, free to base, white or pink, obovate, with rounded or shortly emarginate apex, attenuate abruptly at the base; sepals  5, oblong-ovate, purplish-brown, with soft white hairs externally especially on the margins; stamens 15-30, anthers yellow, filaments white; ovary superior, hairy; style 1, stigma 1.

Flowering time:  February (January)-April.

Fruit:   Ovoid-ellipsoid drube, initially green, pubescent and rather soft, getting harder with age; at maturity exocarp and mesocarp (parts of pericarp) split open revealing the woody endocarp which contains the seed (nut); the seeds of wild species are bitter, while the seeds of cultivated almonds are sweet; maturity time:  July-August.

Habitat:  Cultivated from 0-1400 m alt.

Native:   Asia.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Φυλλοβόλο δένδρο ή θάμνος, με ύψος μέχρι 10 μ, αλλά συνήθως αρκετά χαμηλότερο.

Βλαστός/οί: Κορμός μάλλον κοντός, νεαροί κλάδοι αρχικά πράσινοι, μετά πορφυροί και τελικά με γκρίζο χρώμα.  Φλοιός με πορφυρό-καφέ χρώμα.  Κώμη συνήθως στρογγυλή.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, προμήκη-λογχοειδή, άτριχα και έμμισχα, χείλη πριονωτά, βάση οξεία , κορυφή μυτερή.  Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από αλληλεπικαλυπτόμενες και μάλλον σκληρές και με καφέ χρώμα πλάκες.

Άνθη:   Άμισχα και εμφανίζονται πριν από την ανάπτυξη των φύλλων.  Είναι ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα ή σε δέσμες των 2-4 ανθέων.  Ανθοδόχη κυπελλοειδής.  Πέταλα 5, απλωμένα και ελεύθερα, λευκά ή ροζ, αντωειδή με στρογγυλεμένη ή με μικρή εγκοπή στην κορυφή τους, ενώ στενεύουν ξαφνικά προς την βάση.  Σέπαλα 5, προμήκη-ωοειδή, με πορφυρό-καφέ χρώμα και με μαλακές λευκές τρίχες εξωτερικά και κυρίως στα χείλη.  Στήμονες 15-30, νήμα λευκό και γυμνό, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής και τριχωτή, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Φεβρουάριος (Ιανουάριος)-Απρίλιος.

Καρπός:   Ωοειδής-ελλειψοειδής δρύπη, αρχικά πράσινη, σχετικά μαλακή και χνουδωτή, αργότερα σκληρύνεται και κατά την ωρίμανση το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο (μέρη του περικαρπίου), σχίζονται και ανοίγουν, αποκαλύπτοντας το σκληρό και ξυλώδες ενδοκάρπιο που περιέχει το σπέρμα.  Τα σπέρματα στις άγριες ποικιλίες είναι πικρά, ενώ στις καλλιεργούμενες είναι γλυκά.  Οι καρποί ωριμάζουν Ιούλιο-Αύγουστο.

Ενδιαίτημα:   Καλλιεργούμενο από 0-1400 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ασία.

Vicia faba

Name/Όνομα:   Βίκια η φάβα

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Vicia faba L

Common name/Κοινό Όνομα:  Κύαμος, Κουκιά, broad bean, faba bean, horse bean, field bean  

Family/Οικογένεια:  FABACEAE (ΨΥΧΑΝΘΗ)

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 2 m high.

Stem/s:   Erect, slender, rather 4-angled, fleshy and glabrous, with purplish acmes.

Leaves:   Alternate, compound, petiolate, odd-pinnate; leaflets 2-6, ovate, sessile, Stipules broadly-ovate and toothed, surrounding the most part of the stem at the base of the petiole;

Flowers:  Zygomorphic and hermaphrodite, in axillary racemes; petals 5, white and glabrous; wings with 2 conspicuous black blotches; standard petal erect and broad, lined with brown parallel lines pointing to the keel; stamens 10 (9 fused + 1 free); ovary superior (located above the stamens).

Flowering time:   December-February.

Fruit:   Green pod with up to 6 seeds.    

Habitat:   Cultivated.

Native:   Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές και ποώδες φυτό ύψους μέχρι  2m.

 

Βλαστός/οί:   Βλαστός όρθιος, τρυφερός και πράσινος αλλά με πορφυρές γραμμές στις ακμές, μάλλον τετράγωνος, γυμνός και σαρκώδης.

 

Φύλλα:    Φύλλα κατ εναλλαγή,  έμμισχα, γυμνά και σύνθετα, αρτιόληκτα, αποτελούμενα από 2-6 άμισχα, γυμνά, ωοειδή φυλάρια. Παράφυλλα πλατιά, ωοειδή και οδοντωτά,  περιβάλλουν μεγάλο μέρος του βλαστού στη βάση του μίσχου.

 

Άνθη:   Άνθη σε μασχαλιαίους βότρεις, ζυγόμορφα, με λευκά και γυμνά πέταλα. Οι πτέρυγες του άνθους με 2 έντονες μαύρες κηλίδες. Πέτασος πλατύς και όρθιος σε σχήμα πανιού ιστιοφόρου και με κατακόρυφες καφέ γραμμώσεις που συγκλίνουν προς την τρόπιδα. Στήμονες 10, 9 συμφυείς, 1 ελεύθερος. Ωοθήκη επιφυής (δηλ  υπερίπταται των στημόνων).

 

Άνθιση:   Δεκέμβριος -Φεβρουάριος.

Καρπός:   Καρπός πράσινος λοβός(χέδρωψ) και περιέχει μέχρι 6 σπέρματα

Ενδιαίτημα:  Καλλιεργούμενο.

 

Πατρίδα:   Ασία.

Σημαντικό φυτό για πολλές χώρες( κυρίως Αφρικανικές και Αραβικές) λόγω της μεγάλης θρεπτικής αξίας των σπερμάτων του, τα οποία περιέχουν  πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, φυτικά λάδια και φυτικές ίνες, καθώς επίσης και νάτριο, κάλιο, σίδηρο, χαλκό, μαγνήσιο και φολικό οξύ.

 

Solanum villosum

Όνομα:  Σολανόν το τριχωτό

Επιστημονικό όνομα:  Solanum villosum Miller.

Κοινό όνομα:  Hairy nightshade, Woolly nightshade

Οικογένεια:  SOLANACEAE

 

Plant:  Annual or short-lived perennial growing up to 60 cm high.

Stems:  Erect or spreading, much-branched, cylindrical or slightly angular, covered with a mixture of glandular and non-glandular hairs, purplish-green when young, grey-brown later.                   

Leaves:  Alternate, simple, ovate, petiolate, usually acute with undulate densely hairy margins forming 2-4 obtuse lobes at each side, terminal lobe triangular, densely hairy both sides with darker green at the upper surface; petioles hairy.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite in axillary or terminal racemes; pedicels purplish and hairy; corolla with 5 ovate, acute, white, fused and slightly hairy lobes, forming a small tube; dorsally there is a prominent longitudinal purple stripe; calyx with 5, green, partly joined and hairy lobes, persistent at fruit; stamens 5, oblong with yellow anthers; ovary superior, subglobose and hairless, style greenish, cylindrical, stigma higher than stamens.       

Flowering time:  January-December.

Fruit:  Subglobose berry, green, turning to red-orange at maturity.

Habitat:  Waste ground, roadsides, cultivated fields, from 0-1300 m alt.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές ή μικρής διάρκειας πολυετές φυτό με ύψος μέχρι 60cm.

Βλαστός: Βλαστοί όρθιοι ή απλωμένοι, πολύκλαδοι, κυλινδρικοί ή ελαφρά γωνιώδεις, καλυμμένοι με ένα μίγμα από αδενώδεις και μη αδενώδεις τρίχες., πορφυροπράσινοι οι νεαροί, τεφροκαστανοί οι γηραιότεροι.

Φύλλα:  Φύλλα κατ εναλλαγή, απλά, ωοειδή, έμμισχα, συνήθως οξύκορφα, με κυματοειδή χείλη που δημιουργούν 2-4 αμβλύκορφους λοβούς σε κάθε πλευρά, με τριγωνικό τον κορυφαίο, έντονα τριχωτά και στις δυο επιφάνειες και με εντονότερο πράσινο χρώμα στην άνω επιφάνεια. Μίσχοι τριχωτοί.

Άνθη:  Άνθη ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα σε επάκριους ή μασχαλιαίους βότρεις, Ποδίσκοι ανθέων πορφυροί και τριχωτοί.  Στεφάνη με 5 ωοειδείς, οξύκορφους, λευκούς και ελαφρά τριχωτούς και συμφυείς λοβούς που σχηματίζουν μικρό σωλήνα και με εμφανή επιμήκη και πορφυρή νεύρωση στην οπίσθια όψη τους. Κάλυκας πενταμερής με 5 συμφυείς και τριχωτούς λοβούς που παραμένουν στην καρποφορία.. Στήμονες 5, με επιμήκεις και κίτρινους ανθήρες.  Ωοθήκη επιφυής, υποσφαιρική και άτριχη, στύλος πρασινωπός και κυλινδρικός με στίγμα που υπερίπταται των στημόνων.

Άνθιση:  Ιανουάριος-Δεκέμβριος.  

Καρπός:  Υποσφαιρική ράγα, πράσινη η νεαρή, με κοκκινοπορτοκαλί χρώμα η ώριμη.      

Ενδιαίτημα:   Άγονα εδάφη, κατά μήκος δρόμων, καλλιεργημένα χωράφια από 0-1300 m alt.

 

 

Brassica hilarionis

Name/Όνομα:  Κράμβη του Aγίου Ιλαρίωνα

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Brassica hilarionis Post

Family/Οικογένεια:  BRASSICACEAE  

 

Description

Plant:  Perennial semi-shrub, growing up to 80 cm high.

Stem: Erect or spreading, angled, purple, fleshy and glabrous..

Leaves:   Simple, broadly-ovate or obovate, fleshy, glaucous-green and glabrous; lower leaves in a basal rosette, with irregularly toothed margins, notched or auriculate base and conspicuous, thick and purple petiole; upper leaves alternate, oblong-ovate, smaller, simple, ± entire, partly surrounding the base or auriculate at the base.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, in terminal, loose, many-flowered, racemes; petals 4, imbricate, obovate, spreading, obtuse, and glabrous; calyx with 4 oblong-lanceolate, erect, greenish-purple sepals, with white membranous margins and obtuse or subacute apex; Stamens 6 (the outer 2 shorter), filaments cylindrical, white and glabrous, anthers linear and yellow; ovary superior, style 1, stigma 1.

Flowering time:  March-May

Fruit:  Siligue.

Habitat: Calcareous ground from 300-800 m alt.

Native:  Rare endemic to Cyprus.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής ημίθαμνος, ύψους μέχρι 80cm.

Βλαστός/οί:  Όρθιοι ή απλωτοί, γωνιώδεις, πορφυροί, άτριχοι και σαρκώδεις.

Φύλλα:  Φύλλα βάσης σε ρόδακα, κατ εναλλαγή, απλά, πλατειά ωοειδή,  με ανομοιογενή δόντια, γυμνά, σαρκώδη και με πορφυρό πλατύ μίσχο, γλαυκοπράσινα. Ανώτερα φύλλα κατ εναλλαγή, μικρότερα, απλά, ακέραια, και περίβλαστα. Κάτω επιφάνεια με πιο ανοικτό πράσινο χρώμα.

Άνθη:   Άκτινόμορφα, ερμαφρόδιτα, σε επάκριους, χαλαρούς και πολυανθείς βότρεις, με 4 λευκά, αντωοειδή, απλωμένα, αλληλεπικαλυπτόμενα, γυμνά και πλατύκορφα πέταλα, κάλυκα με 4 όρθια, λογχοειδή, ροδοπράσινα, γυμνά,   και με λευκό περιθώριο σέπαλα. Στήμονες 6, οι 2 εξωτερικοί κοντύτεροι, με λευκό κυλινδρικό νήμα και κίτρινους στενόμακρους ανθήρες. Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, πράσινος και κυλινδρικός, στίγμα 1 κιτρινωπό.

Άνθιση:   Μάρτιο– Μάιο

Καρπός:   Κέρας*

Ενδιαίτημα:    Ασβεστολιθικά εδάφη από 0-800 μ υψόμετρο. Περιορίζεται μόνο στον Πενταδάκτυλο.

Πατρίδα:   Σπάνιο ενδημικό φυτό της Κύπρου, (ανήκει στα φυτά του Κόκκινου** βιβλίου) και αυστηρά προστατευόμενο από  τη Σύμβαση της Βέρνης. Περιορίζεται μόνο στον Πενταδάκτυλο

 

κέρας* = μακρόστενος καρπός ο οποίος σχίζεται κοιλιακά και ραχιαία από κάτω προς τα πάνω, όπως ο καρπός των Σταυρανθών πχ. Λαψάνα, νεροκάρδαμο, σινάπι κλπ.