Name/Όνομα: Πισκουτέλλα η δίδυμη υποείδ. δίδυμη
Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Biscutella didyma L. ssp didyma
Common name/Κοινό Όνομα: Buckler Mustard, Biscutella
Family/Οικογένεια: BRASSICACEAE
* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.
Description
Plant: Annual herb growing up to 50 cm high.
Stem/s: Robust, erect or spreading, single or branched, subcylindrical, slightly ribbed, greenish, and densely covered with straight whitish hairs at the lower and median part, subglabrous at the upper part.
Leaves: Alternate and simple; lower leaves oblanceolate, irregularly toothed or serrate, shortly hairy both sides, sessile; upper leaves fewer, much reduced, narrow oblanceolate or entire, sessile, partly encircled the stem at the base.
Flowers: Actinomorphic and hermaphrodite, in elongated, many-flowered, branched or unbranched, and dense racemes; pedicels erect or patent, purple and glabrous; sepals 4, alternating between petals, erect to spreading, ovate or elliptic, subglabrous, greenish or yellowish, subacute, often tinged purple; petals 4, obovate or oblanceolate, obtuse, base narrow, pale yellow and glabrous; stamens 6, filaments greenish, glabrous, anthers yellow; ovary superior, style 1 persistent, stigma 1, capitate, greenish, glabrous.
Flowering time: February-May.
Fruit: The fruit are paired dehiscent and strongly flattened siliques**, green, becoming brown at maturity (from the margins towards the center), disk subglabrous or scabridulous at the center and at the margins.
Habitat: Waste areas, field margins, stony or rocky ground, from 0-950 m alt.
Native: Mediterranean region.
Silique** = a many seeded capsule composed of 2 carpels.
Περιγραφή
Φυτό: Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 50 εκ.
Βλαστός/οί: Δυνατοί, όρθιοι ή απλωμένοι, απλοί ή διακλαδωμένοι, ελαφρά ραβδωτοί, πρασινωποί και πυκνά καλυμμένοι με ίσιες ασπριδερές τρίχες στο μέσο και στο κατώτερο μέρος του βλαστού, σχεδόν άτριχο το ανώτερο μέρος.
Φύλλα: Κατ εναλλαγή, απλά. Τα κατώτερα φύλλα είναι αντιλογχοειδή , μεγάλα, ανισομερώς οδοντωτά ή πριονωτά, ελαφρά τριχωτά και στις 2 επιφάνειες, άμισχα. Ανώτερα φύλλα εμφανώς μικρότερα και λιγότερα, είναι στενά αντιλογχοειδή ή ακέραια, άμισχα, εν μέρει περίβλαστα στη βάση.
Άνθη: Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε μακρούς, πολυανθείς, απλούς ή διακλαδωμένους και πυκνούς βότρεις. Ποδίσκοι όρθιοι, απλωμένοι ή σχεδόν οριζόντιοι, άτριχοι και πορφυροί. Σέπαλα 4, κατ εναλλαγή με τα πέταλα, όρθια ή απλωμένα, ωοειδή ή ελλειψοειδή, σχεδόν άτριχα, πρασινωπά-κιτρινωπά, σχεδόν μυτερά, ενώ συχνά παίρνουν πορφυρή χροιά. Πέταλα 4, αντωειδή ή αντιλογχοειδή, πλατύκορφα, βάση στενή, χλωμοκίτρινα, και άτριχα. Στήμονες 6, νήμα πρασινωπό και άτριχο, ανθήρες κίτρινοι. Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1 που παραμένει, στίγμα 1, πρασινωπό και άτριχο.
Άνθιση: Φεβρουάριος- Μάιος.
Καρπός: Ζευγάρια από στρογγυλούς, διαρρηκτούς και έντονα επίπεδους λοβούς**, που είναι πράσινοι αρχικά και με καφέ χρώμα όταν ωριμάσουν ( από την περιφέρεια προς το κέντρο), δίσκος σχεδόν άτριχος ή με κοντές και κάπως σκληρές τρίχες στο κέντρο και στην περιφέρεια.
Ενδιαίτημα: Άγονες περιοχές, όρια χωραφιών, πετρώδη ή βραχώδη εδάφη, από 0-950 μ υψόμετρο.
Πατρίδα: Μεσογειακή ζώνη.
Λοβός**= Λοβός είναι καρπός κάψα με πολλά σπέρματα, αποτελούμενος από 2 καρπόφυλλα.