Archives

Author Archive for savvas

Citrus sinensis

Name/Όνομα:    Κιτρέα η σινική

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:    Citrus sinensis (L.) Osbeck.

Common name/Κοινό Όνομα:  Navel orange,  Orange tree, πορτοκαλιά.

Family/Οικογένεια:   RUTACEAE

 

 

Description

 

Plant:    Evergreen tree growing up to 6 m high.

Stem/s:  Trunk rather short, much-branched, bark ash brown, foliage rounded; young stems may bear spines.

Leaves:   Alternate, simple, entire, ovate-elliptic, leathery, dark green,  gland-dotted beneath, petiole with small wings.

Flowers:  Aromatic, actinomorphic and hermaphrodite, solitary or in few-flowered axillary racemes; calyx cup-shaped, short, green and glabrous, 5-lobed; lobes broadly-triangular, subacute, connected at the base; petals 4-5, oblong-ovate, spreading, free or partially connected, white both sides, gland-dotted; buds are white; stamens ±20, filaments erect, white and glabrous, united in bundles at the base, anthers yellow, introrse*, longitudinally dehiscent, gland-tipped ; ovary superior, orbicular with few segments, sitting on the nectary disk, style 1, erect, thick and glabrous, stigma 1, large, discoid, greenish;      

Flowering time:  March-April.                    Fruiting time: November-March.      

Fruit:  Ovoid berry**, orange or orange-yellow, peel thick, dotted with aromatic oil glands, with 8-10 internal juicy and acid segments; seeds ovoid, ± white and shining or seedless.   

Habitat:   Cultivated species, gardens, home-yards, parking places, sides of main streets, from 0-600 m alt.  

Native:   Southeastern Asia ( China, India).

 

Introrse* = facing inward

Berry** = A fleshy fruit produced from a single ovary, enclosing many seeds (lemon, grapes,  tomatoes)

 

 

Lathyrus annuus

Name/Όνομα:   Λάθυρος ο ετήσιος.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Lathyrus annuus L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Annual yellow vetchling

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 60 cm high.

Stem/s:   Climbing, winged, much-branched, dark green and glabrous.

Leaves:   Alternate, 2-foliolate, leaflets forming a V; leaflets linear-lanceolate, glabrous, with parallel venation, the upper with a branched tendril; stipules semi-sagittate with pointed, linear or subulate lobes.

Flowers:   Zygomorphic and hermaphrodite, in lax, 1-3 flowered racemes; pedicel straight or slightly arcuate; calyx campanulate, greenish, 5-toothed, glabrous; teeth narrow-triangular, subequal, with a distinct central vein, thin and membranous margins, acute apex and wide base; petals 5, standard petal erect, fan-shaped, shortly emarginated at apex, orange or yellowish, veined red with 2 greenish gibbosities at the base; wings oblong with rounded apex; keel whitish, upcurved; stamens 10, all united, free part about the 1/3 of their length; one of them with more free part; anthers yellow oblong; ovary superior, style hairy above, stigma hairy.

Flowering time:   February-May.

Fruit:        Legume, oblong, flat, surrounded at the base with the persistent calyx, with acute or beaked apex, brown at maturity, enclosing 7-8 subglobose seeds.

Habitat:   Field margins, waste ground, cultivated fields, from 0-600 m alt.

Native:   Mediterranean region, Western Asia.

 

Περιγραφή

 

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 60 εκ.

Βλαστός/οί:   Αναρριχόμενοι, έντονα πτερυγωτοί, πολύκλαδοι, με σκούρο πράσινο χρώμα και άτριχοι.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, δίφυλλα, με φυλλάρια γραμμοειδή-λογχοειδή που σχηματίζουν V,  με  παράλληλη νεύρωση, το ανώτερο φυλλάριο με διακλαδωμένο έλικα στη βάση του, άτριχα.  Παράφυλλα ημισαϊτοειδή με μυτερούς και γραμμοειδείς ή οβελοειδείς λοβούς.

  Άνθη:  Ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρούς με 1-3 άνθη, βότρεις.  Ποδίσκοι ευθείς ή ελαφρά καμπυλωτοί.  Κάλυκας καμπανοειδής, πρασινωπός και άτριχος εξωτερικά, με 5, στενά-τριγωνικά και σχεδόν ισομήκη, μυτερά και στη βάση πλατειά, πράσινα και άτριχα δόντια. Στεφάνη με 5 πέταλα.  Πέτασος όρθιος, σε σχήμα βεντάλιας, με μικρή εγκοπή στην κορυφή του, με κόκκινη νεύρωση και με 2 εμφανείς και πρασινωπές «καμπούρες»  στη βάση του, πτέρυγες προμήκεις με στρογγυλεμένη κορυφή, τρόπιδα ασπριδερή, με απότομη κάμψη προς τα πάνω στην κορυφή του.  Στήμονες 10, όλοι ενωμένοι περίπου στο 1/3 του μήκους τους, εκτός από ένα που έχει περισσότερο ελεύθερο μέρος, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος τριχωτός στο άνω μέρος, στίγμα τριχωτό.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Μάιος.

Καρπός:   Χέδρωψ (λοβός) προμήκης, επίπεδος, περιβαλλόμενος στη βάση του από τον παραμένοντα κάλυκα, με μυτερή ή ελαφρά ραμφοειδή κορυφή, με καφέ χρώμα όταν ωριμάσει, περιέχοντας 7-8 σχεδόν ωοειδή σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Άγονα εδάφη, καλλιεργημένοι αγροί και όρια χωραφιώνι, από 0-600 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ασία.

Lotus peregrinus

Name/Όνομα:   Λωτός ο ξενικός*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Lotus peregrinus L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Bird’s foot trefoil

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:    Annual herb.

Stem/s:   Sprawling, much-branched, purplish or reddish, covered with adpressed, short, rather hard whitish hairs.

Leaves:  Alternate, compound, hairy, petiolate, cuneate at the base; leaflets 5, the upper 3  obovate or rhombic, subacute at apex; the lower 2 ovate.

Flowers:   Zygomorphic and hermaphrodite, usually 1-2 flowered; peduncle short and hairy; calyx cylindrical, 2-lipped, 5-toothed, thinly hairy; teeth strongly unequal, the lower longer, the 2 lateral very short, obtuse; petals yellow; standard petal erect, suborbicular, emarginate at apex, wings oblong with rounded apex, keel weakly upcurved; stamens 10, 9 united + 1 free; ovary superior, style 1, stigma 1, capitate.

Flowering time:  December-June.

Fruit:   Legume linear, cylindrical, compressed but not flattened, surrounded by the persistent calyx at the base, straight or slightly upcurved at apex, purplish and glabrous at maturity.

Habitat:   Roadsides, cultivated fields, rocky hillsides, from 0 – 750 m alt.

Native:   Mediterranean region.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα.

Βλαστός/οί:   Απλωμένοι στο έδαφος, πολύκλαδοι, πορφυροί ή κοκκινωποί, καλυμμένοι με κοντές, ασπριδερές και κάπως σκληρές τρίχες, που τοποθετούνται παράλληλα με τον βλαστό.

Φύλλα: Κατ εναλλαγή, σύνθετα, τριχωτά, έμμισχα και με ευθύγραμμη βάση.  Φυλλάρια 5, τα ανώτερα 3 αντωειδή ή ρομβοειδή και με σχεδόν μυτερή κορυφή, τα κατώτερα 2 ωοειδή.

Άνθη:   Ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, συνήθως με 1-2 άνθη.  Ποδίσκοι κοντοί και τριχωτοί.  Κάλυκας κυλινδρικός, 2-χειλος και με 5 ελαφρά τριχωτά δόντια, που είναι εντόνως άνισα, το κατώτερο είναι μεγαλύτερο, ενώ τα 2 πλευρικά είναι πολύ κοντά και πλατύκορφα.  Πέταλα κίτρινα.  Ο πέτασος είναι όρθιος, υποκυκλικός, με μικρή προεξοχή στην κορυφή, οι πτέρυγες είναι προμήκεις με στρογγυλεμένη κορυφή και η τρόπιδα είναι ελαφρά ανασηκωμένη στην κορυφή.  Στήμονες 10, 9 ενωμένοι και 1 ελεύθερος.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1, κεφαλωτό.

Άνθιση:   Δεκέμβριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Χέδρωψ, γραμμωτός, κυλινδρικός, πιεσμένος πλευρικά αλλά όχι επίπεδος, περιβαλλόμενος στη βάση από τον παραμένοντα κάλυκα, ευθύς ή ελαφρά ανασηκωμένος προς την κορυφή, πορφυρός και άτριχος στην ωριμότητα.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, καλλιεργημένα χωράφια και πετρώδεις πλαγιές, από 0-750 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη.

 

 

Aethionema carneum 

Name/Όνομα:   Αιθιόνημα το σαρκώδες*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Aethionema carneum (Banks & Sol.) Fedtsch.

Common name/Κοινό Όνομα:   Stonecress

Family/Οικογένεια:   BRASSICACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Annual herb growing up to 5 cm high. 

Stem/s:  Single or branched above, cylindrical, greenish or purplish, glabrous.

Leaves:   Lower leaves simple, entire, ovate or oblong-obovate, short-petiolate or subsessile, thick, obscurely veined, with obtuse or rounded apex, glabrous; upper leaves alternate, obovate, sessile, amplexicaule.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in terminal, many-flowered racemes; sepals 4 in 2 whorls, erect, oblong, obtuse, smaller than petals; petals 4, crossed-shaped, spreading at the upper part, white or pink, obovate, glabrous; stamens 6, the outer 2 shorter than the inner 4; ovary superior, style 1, stigma 1, capitate.

Flowering time:   February – March.  Fruiting time:  March-April.

Fruit:    Siliculae of 2 kinds: Dehiscent, bilocular, winged, nearly rounded, wing-margins coarsely -dentate, notched at apex, enclosing 4-6 seeds.  Indehiscent, unilocular, star-shaped, 1-seeded;           

Habitat:   One of the rarest plants in Cyprus and it is found at dry and rocky hillsides, on volcanic ground, at 450 m alt.

Native:   Southeastern Europe, Western Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 5 εκ.

Βλαστός/οί:   Απλός ή με διακλάδωση ψηλά, κυλινδρικός, πρασινωπός ή πορφυρός και άτριχος.

Φύλλα:  Κατώτερα φύλλα αντίθετα, ωοειδή ή προμήκη αντωειδή, κοντόμισχα ή άμισχα, χοντρά, με αφανή νεύρωση, πλατύκορφα ή με στρογγυλή κορυφή, τα ανώτερα κατ εναλλαγή, αντωειδή, άμισχα και περίβλασταή.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε επάκριους πολυανθείς βότρεις.  Σέπαλα 4 σε 2 σπονδύλους, όρθια, προμήκη, πλατύκορφα, μικρότερα των πετάλων.  Πέταλα 4, αντωειδή, απλωμένα και σταυρωτά τοποθετημένα, λευκά ή ρόδινα, και άτριχα.  Στήμονες 6, οι 2 εξωτερικοί μεγαλύτεροι των 4 εσωτερικών.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1, κεφαλωτό.

Άνθιση:   ΦεβρουάριοςΜάρτιος.   Καρποφορία:  Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Κέρας 2 ειδών: Διαρρηκτό, διμερές, πτερυγωτό, σχεδόν στρογγυλό, με οδοντωτά τα χείλη του πτερυγίου και με εγκοπή στην κορυφή του, πορφυρό στην ωρίμανση, με 4-6 σπέρματα:  Αδιάρρηκτο, μονομερές, με αστεροειδές σχήμα, μονόσπερμο.

Ενδιαίτημα:   Ένα από τα σπανιότερα φυτά της Κύπρου και απαντάται σε ξηρούς και πετρώδεις λόφους, πάνω σε ηφαιστειογενή πετρώματα, σε υψόμετρο 450 μ.

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ευρώπη, Δυτική Ασία.

Aethionema arabicum

Name/Όνομα:   Αιθιόνημα το αραβικόν

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Aethionema arabicum (L.) Andrz. ex Lipsky

Family/Οικογένεια:   BRASSICACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:     Annual herb growing up to 3 cm high.

Stem/s:   Single or branched, cylindrical, greenish or purplish, and hairless.

Leaves:    Leaves simple, entire, fleshy and hairless, with 4-5 obscure veins, the lower opposite, broadly-ovate, obtuse at apex, rounded or cuneate at the base, short-petiolate, the upper alternate, similar to lower leaves, subsessile, amplexicaule, acute or subacute at apex; all leaves initially are green, turning to purplish with age.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, in lax and few-flowered racemes at the top of the plant; sepals 4 in 2 whorls, erect, oblong, obtuse, smaller than petals; petals 4, crossed-shaped, spreading at the upper part, white or pink, oblong, glabrous; stamens 6, the outer 2 shorter than the inner 4; ovary superior, style 1, stigma 1, capitate.

Flowering time:   March-April.  Fruiting time:  April-May

Fruit:   Siliculae, dehiscent, bilocular, winged, nearly rounded, wing-margins entire, purplish at maturity, containing 2-6 ovoid and chestnut seeds.

Habitat:   Rare in Cyprus and it is found at roadsides, rocky places, dry hillsides at volcanic ground, from 100-500 m alt.

Native:   Southeastern Europe, Western Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 3 εκ.

Βλαστός/οί:   Απλός ή με διακλάδωση, κυλινδρικός, πρασινωπός ή πορφυρός και άτριχος.

Φύλλα:     Απλά, ακέραια, σαρκώδη και γυμνά, με 4-5 σχεδόν αφανή νεύρα, τα κατώτερα αντίθετα, πλατειά-ωοειδή, πλατύκορφα, με ίσια ή στρογγυλή βάση, κοντόμισχα, τα ανώτερα κατ εναλλαγή, παρόμοια με τα κατώτερα, σχεδόν άμισχα, περίβλαστα, και κάπως μυτερά στην κορυφή.  Όλα τα φύλλα είναι πράσινα αρχικά και με την πάροδο του χρόνου παίρνουν πορφυρή χροιά.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε χαλαρούς και μάλλον ολιγοανθείς βότρεις στην κορυφή του ανθικού άξονα.  Σέπαλα 4 σε 2 σπονδύλους, όρθια, προμήκη, πλατύκορφα, μικρότερα των πετάλων.  Πέταλα 4, απλωμένα και σταυρωτά τοποθετημένα, λευκά ή ρόδινα, προμήκη και άτριχα.  Στήμονες 6, οι 2 εξωτερικοί μεγαλύτεροι των 4 εσωτερικών.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγμα 1, κεφαλωτό.

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.  Καρποφορία:  Απρίλιος-Μάιος.

Καρπός:   Κέρας διαρρηκτό, διμερές, πτερυγωτό, σχεδόν στρογγυλό, με ακέραια τα χείλη του πτερυγίου, πορφυρό στην ωρίμανση, με 2-6 ωοειδή και καστανά σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται σε πετρώδεις περιοχές, κατά μήκος δρόμων, ξηρές πλαγιές ηφαιστειακών πετρωμάτων, από 100-500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ευρώπη, Δυτική Ασία.

 

Brassica oleracea var.botrytis

Name/Όνομα:   Βρασσική (κράμβη) η λαχανώδης ποικ. η βοτρύτις

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Brassica oleracea var.botrytis L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Cauliflower, κουνουπίδι

Family/Οικογένεια:   BRASSICACEAE

 

Description

Plant:  Annual or biennial growing up to 60 cm high.  

Stem:  Short, cylindrical, thick and glabrous.

Leaves:   Alternate, simple, broadly-ovate, petiolate, thick, fleshy and glabrous, glaucous-green above, pale green beneath, with conspicuous whitish venation on both surfaces.

Flowers:   Before the developing of the flowers, a mass of immature inflorescence is formed at the center of the terminal cluster, called flowering head or curd; this is the cauliflower we eat.

The flowers are actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered racemes; pedicels and peduncles, green, glabrous and fleshy; calyx with 4 sepals in 2 whorls; they are equal, oblong, erect, obtuse, concave, green and glabrous; petals 4 cruciately arranged(cross-shaped), obovate, spreading, unequal, imbricate, white and glabrous, narrowing to a claw at the base; stamens 6, the 2 outer shorter than the 4 inner ones; anthers yellow dehiscing longitudinally; ovary superior, erect and sessile, style 1, stigma 1, capitate.

Flowering time:   February-March (Cyprus)

Fruit:  Siligue*.     

Habitat:  Cultivated.

Native:   Eastern Mediterranean region.

 

silique* = type of fruit consisting of two fused carpels with the length more than three times as long as the width.( Charlock, nasturtium, mustard,..)

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μονοετές ή διετές φυτό με ύψος μέχρι 60 εκ.

Βλαστός:  Κοντός, κυλινδρικός, χοντρός και γυμνός.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, πλατειά-ωοειδή, έμμισχα, παχιά, σαρκώδη και άτριχα, γλαυκοπράσινα στην άνω και με χλωμό πράσινο χρώμα στην κάτω επιφάνεια, ενώ η ασπριδερή νεύρωση είναι πολύ εμφανής και στις 2 επιφάνειες.

Άνθη:   Πριν από την ανάπτυξη του άνθους και στην κορυφή των ανθοφόρων βλαστών, δημιουργείται μια σαρκώδης μάζα από ανώριμες ταξιανθίες που ονομάζεται ανθοκεφαλή και είναι αυτό που τρώμε στην καθημερινή μας ζωή ως κουνουπίδι.  Τα άνθη είναι ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς βότρεις.  Ποδίσκοι πράσινοι, σαρκώδεις και άτριχοι.  Κάλυκας με 4 σέπαλα σε 2 σπονδύλους.  Αυτά είναι ίσα, όρθια, προμήκη, πλατύκορφα, πράσινα,  γυμνά και κοίλα εσωτερικά.  Πέταλα 4 σταυρωτά τοποθετημένα, αντωειδή, απλωμένα, άνισα, αλληλεπικαλυπτόμενα, λευκά και γυμνά, ενώ προς τη βάση στενεύουν και καταλήγουν σε λεπτό νύχι.  Στήμονες 6, οι 2 εξωτερικοί κοντύτεροι των 4 εσωτερικών, ανθήρες κίτρινοι και με κατά μήκος τομή.  Ωοθήκη επιφυής, όρθια και άμισχη, στύλος 1, στίγμα 1 κεφαλωτό.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Μάρτιος.

Καρπός:   Κέρας*.

Ενδιαίτημα:  Καλλιεργούμενο.

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσογειακή ζώνη.

κέρας* = μακρόστενος καρπός ο οποίος σχίζεται κοιλιακά και ραχιαία από κάτω προς τα πάνω, όπως ο καρπός των Σταυρανθών πχ. Λαψάνα, νεροκάρδαμο, σινάπι κλπ.

Ononis ornithopodioides

Name/Όνομα:   Ονωνίς ή ορνιθόποδη.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Ononis ornithopodioides L.

Common name/Κοινό Όνομα:   Birdsfoot restharrow, Bird restharrow

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:   Annual herb growing up to 30 cm high.

Stem/s:   Erect, much-branched, slightly angular, green, covered with whitish, soft and rather straight glandular hairs.

Leaves:  Alternate, 3-foliolate, petiolate, glandular-hairy; leaflets ovate or oblong-ovate, apex obtuse, base rounded or cuneate, margins toothed; terminal leaflet larger, long-petiolulate, lateral leaflets sessile; stipules adnate to the petiole with bifid apex.

Flowers:  Few, 1 or 2, zygomorphic, hermaphrodite and axillary, spaced at the upper part of the branches;   peduncles with long arista; arista erect, linear and hairy, about  as long as the leaflets; calyx short, campanulate, with 5 linear, acute and glandular-hairy teeth, which are longer than corolla; petals yellow, standard petal erect, obovate, glabrous, weakly tinged reddish at the base; wings oblong, keel whitish, abruptly upcurved becoming almost vertical, with beaked apex and 2 small median teeth towards base; stamens 10 (9 united + 1 free), filaments white and glabrous, united about the ½ of their length, anthers yellow, basifixed; ovary superior, style glabrous, little longer than filaments, stigma small, capitate.

Flowering time:  March-May.

Fruit:    Legume, linear cylindrical, slightly curved and hairy, strongly restricted between seeds, brownish, with acute apex; seeds usually 5-8.  

Habitat:   Near cultivated fields, waste ground, roadsides, stony hillsides, from 75-800 alt.

Native:   Mediterranean region, Southeastern Europe.

 

Περιγραφή

Φυτό:    Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Βλαστός/οί:   Όρθιοι, πολύκλαδοι, ελαφρά γωνιώδεις, πράσινοι, καλυμμένοι με ασπριδερές, μαλακές και μάλλον ίσιες αδενώδεις τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, 3-φυλλα, έμμισχα, με αδενώδεις τρίχες.  Φυλλάρια ωοειδή ή προμήκη-ωοειδή, πλατύκορφα με βάση στρογγυλεμένη ή ίσια και χείλη οδοντωτά.  Τελευταίο φυλλάριο μεγαλύτερο με μακρύ μίσχο, πλάγια φυλλάρια άμισχα.  Παράφυλλα ενσωματωμένα με τον μίσχο και με δίλοβη μυτερή προεξοχή στην κορυφή τους.

Άνθη:   Λίγα, 1 ή 2, ζυγόμορφα , ερμαφρόδιτα και μασχαλιαία, τοποθετημένα στο άνω μέρος των βλαστών.  Ποδίσκοι με πολύ εμφανές, ευθύγραμμο, γραμμοειδές, τριχωτό και όρθιο αθέρα στην κορυφή τους,  περίπου ίσο με το μήκος των φυλλαρίων.  Κάλυκας κοντός, καμπανοειδής, με 5 γραμμοειδή, μυτερά και με αδενώδεις τρίχες δόντια, που είναι μεγαλύτερα από την στεφάνη.  Πέταλα κίτρινα.  Πέτασος όρθιος, αντωειδής και γυμνός και με αδύναμη κοκκινωπή χροιά στην βάση του.  Πτέρυγες προμήκεις, τρόπιδα ασπριδερή, απότομα κυρτωμένη προς τα πάνω στην κορυφή, παίρνοντας σχεδόν κατακόρυφη θέση, ενώ περίπου στη μέση και προς την  βάση υπάρχουν 2 πολύ μικρά δόντια.  Στήμονες 10- 9 ενωμένοι + 1 ελεύθερος, νήματα λευκά και γυμνά, ενωμένοι περίπου στο μισό του μήκους τους, ανθήρες κίτρινοι με ενωμένη τη βάση τους με το νήμα.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος γυμνός και λίγο μεγαλύτερος των στημόνων, στίγμα μικρό και κεφαλωτό.

Άνθιση:   Μάρτιος-Μάιος.

Καρπός:   Χέδρωψ, γραμμοειδής-κυλινδρικός, ελαφρά λυγισμένος και τριχωτός, με έντονες περισφίξεις μεταξύ των σπερμάτων, καστός και με μυτερή κορυφή.  Σπέρματα συνήθως 5-8.

Ενδιαίτημα:   Σε καλλιεργημένα χωράφια, άγονα εδάφη, κατά μήκος δρόμων και σε πετρώδεις λόφους από 75-800 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Lathyrus cicera

Name/Όνομα:   Λάθυρος η ρεβυθιά

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Lathyrus cicera L.

Common name/Κοινό Όνομα:  Flat-podded vetchling, red vetchling, chickling vetch.  

Family/Οικογένεια:   FABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Climbing annual.   

Stem/s:   Climbing or sprawling, branched, angular or winged, green and glabrous; 3-branched tendrils with hooked tips, arise from the base of the upper leaves.

Leaves:   Alternate, 1 or 2 pairs, 2-foliolate; leaflets linear-lanceolate or elliptical, with 5 parallel veins, nearly glabrous; stipules semi-sagittate with 2 minute median teeth.

Flowers:  Zygomorphic, hermaphrodite and solitary; calyx campanulate with 5, triangular, equal, acute, green and glabrous teeth; corolla red or crimson; standard petal erect, suborbicular, shortly emarginated at apex, clearly veined; wings oblong-ovate, keel whitish, upcurved; stamens 10 ( 9 united + 1 free); ovary superior.

Flowering time:   February-May.

Fruit:   Oblong, compressed, green and glabrous pod, turning brown at maturity, containing 2-6 seeds.    

Habitat:  Waste ground, cultivated fields, hillsides, from 0-1200 m alt.

Native:   Europe, North Africa, Middle East.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αναρριχόμενο μονοετές.

Βλαστός/οί:   Αναρριχόμενοι ή απλωμένοι, διακλαδωμένοι, πτερυγωτοί ή γωνιώδεις, πράσινοι και άτριχοι, με τριμερείς έλικες που φύονται από την βάση των άνω φύλλων.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, 1 ή 2 ζεύγη, δίφυλλα, με φυλλάρια γραμμοειδή-λογχοειδή ή ελλειψοειδή, με 5 παράλληλα νεύρα, σχεδόν άτριχα.  Παράφυλλα ημισαϊτοειδή με 2 πολύ μικρά δόντια στη μέση.

Άνθη:   Ζυγόμορφα, ερμαφρόδιτα και μεμονωμένα.  Κάλυκας καμπανοειδής με 5, τριγωνικά, ισομήκη, μυτερά, πράσινα και άτριχα δόντια.  Στεφάνη κοκκινωπή ή κόκκινη.  Πέτασος όρθιος, σχεδόν κυκλικός, με μικρή εγκοπή στην κορυφή του και με πολύ εμφανή νεύρωση.  πτέρυγες προμήκεις-ωοειδείς, τρόπιδα ασπριδερή, με ήπια κάμψη προς τα πάνω.  Στήμονες 10, 9 ενωμένοι, 1 ελεύθερος.  Ωοθήκη επιφυής.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Μάιος.

Καρπός:   Χέδρωψ (λοβός) προμήκης, συμπιεσμένος πλευρικά, πράσινος και άτριχος αρχικά, με καφέ χρώμα στην ωρίμανση, με 2-6 σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Άγονα εδάφη, καλλιεργημένοι αγροί και λόφοι, από 0-1200 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ευρώπη, Βόρεια Αμερική, Μέση Ανατολή.

 

Eucalyptus camaldulensis

Name/Όνομα:   Ευκάλυπτος η καμαλδουλένσεια.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Eucalyptus camaldulensis Dehnh.

Common name/Κοινό Όνομα:   River Red Gum, Ευκάλυπτος,

Family/Οικογένεια:   MYRTACEAE

 

Description

Plant:    Evergreen huge tree growing up to 30 m high.

Trunk/Branches:   Trunk thick with spreading crown and irregular exfoliation*; bark smooth, greyish, yellowish, pinkish or brown; young branches are red and hairless.

Leaves: Simple, drooping, hairless, petiolate, with pointed tip and base, pale green; Young plants: opposite, ovate or lanceolate, leathery, glandular and aromatic (when crushed); mature trees: alternate, narrow–lanceolate, often sickle-shaped; petiole with yellow, orange or red color.

Flowers:   Actinomorphic and hermaphrodite, in axillary, 5-10 flowered, sciadia* (umbels); sepals and petals united, forming a beaked, cup-like structure, the operculum; stamens numerous, free, usually spreading, with white, straight and glabrous filaments; ovary inferior, style 1, stigma 1.

Flowering time:   December-May.

Fruit:   Woody hemispherical capsule.    

Habitat:   Roadsides, gardens, parks, usually along river banks. It is the most common cultivated specie, with the widest distribution.

Native:   Endemic to Australia.

 

Sciadium (a)* = Greek word referring to umbel-like inflorescence.

 

Exfoliation * = the natural process in which small or large pieces on the surface of the trunk removed, leaving the bark uncovered (peeling-bark).

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλές γιγαντιαίο δέντρο που φθάνει τα 30 μ ύψος.

Κορμός-Κλάδοι:  Κορμός χοντρός με απλωμένη κώμη και ακανόνιστη απολέπιση**.  Φλοιός λείος, γκριζωπός, κιτρινωπός, ρόδινος ή καστανός.  Νεαροί κλάδοι λείοι και κόκκινοι, αρχαιότεροι γκριζωποί.  

Φύλλα:  Απλά, κρεμάμενα, γυμνά και έμμισχα, με ανοικτό πράσινο χρώμα, μυτερή βάση και κορυφή.  Νεαρά φυτά:  Φύλλα αντίθετα, ωοειδή ή λογχοειδή, δερματώδη, αδενώδη και αρωματικά όταν συνθλιβούν.  Ώριμα  δέντρα:  Φύλλα κατ εναλλαγή, στενά λογχοειδή, συχνά δρεπανοειδή.  Μίσχος με κίτρινο, πορτοκαλί ή κόκκινο χρώμα.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε μασχαλιαία σκιάδια*των 5-10 ανθέων.  Σέπαλα και πέταλα ενώνονται και δημιουργούν μια ραμφοειδή-σαν καπέλο-κατασκευή την καλύπτρα.  Στήμονες πολυάριθμοι και ελεύθεροι, με λευκά, ίσια και γυμνά νήματα, συνήθως απλωμένα.  Ωοθήκη υποφυής, στύλος 1, στίγμα 1.

Άνθιση:   Δεκέμβριος-Μάιος (Κύπρος).

Καρπός:   Ξυλώδης ημισφαιρική κάψα.

Ενδιαίτημα:  Κατά μήκος δρόμων, κήπους, πάρκα, συνήθως κατά μήκος παραποτάμιων  περιοχών.

Πατρίδα:  Ενδημικό Αυστραλίας.

 

Σκιάδιο* = Ταξιανθία όπου οι ποδίσκοι των ανθέων ξεκινούν από το ίδιο σημείο και φθάνουν στο ίδιο ύψος όπως οι ακτίνες της ομπρέλας.

Απολέπιση**= Φυσική διαδικασία όπου μικρά ή μεγάλα κομμάτια της επιφάνειας του κορμού αποχωρίζονται αποκαλύπτοντας τον φλοιό.

Rubus sanctus

Name/Όνομα:   Βάτος ο ιερός.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Rubus sanctus* Shreb.

Common name/Κοινό Όνομα:   Holy bramble, Blackberry, Βάτος, Βοδκιά, Βατομουριά.

Family/Οικογένεια:    ROSACEAE

 

Description

Plant:  Semi-green, much-branched and prickly shrub, growing up to 2 m high.

Stem/s:  Numerous, semi-erect, arching, procumbent or trailing, prickly, angled, purplish, glabrous or sparsely covered with adpressed, single or stellate hairs; prickles are numerous, sharp, straight or hooked with the tips bending backward; they have orange or purplish color.

Leaves:  Alternate, compound, pinnatifid, odd-pinnate, 3-5 foliate, petiolate; leaflets ovate, obovate or semi-circular, dark green, glabrous or sparsely hairy above, densely covered with short greyish hairs beneath, margins irregularly serrate; terminal leaflet larger, obovate or rhomboid,  with hairy, purplish and prickly petiolule, pointed apex and cuneate or rounded base; sometimes small prickles are visible on the main nerve beneath; lateral leaflets subsessile; stipules linear-lanceolate and hairy.

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, in branched, terminal or axillary, many-flowered panicles; rachis, pedicels and flowering branches are densely hairy and prickly; bracts narrow-lanceolate, densely hairy; sepals 5, ovate, alternating with petals, whitish-green and hairy, strongly deflexed after flowering, united at the base; petals 5, obovate, pink or whitish-pink, narrowing to a claw at base; epicalyx absent; stamens numerous, filaments erect, glabrous, pink at the lower half, anthers yellow; ovary semi-inferior, carpels many ( 1 carpel, 1 pistil-1 drupelet).

Flowering time:   June-October, often all year round.

Fruit:   Blackberries-several (more than 20), 1-seeded small drupes (drupelets), forming a compound head of drupelets. They are initially green, after they turn red and finally turn black. They are edible.        

Habitat:   Roadsides, stony places, field limits, moist fields, near streams and springs, from 0-1500 m alt.

Native:    Eastern Mediterranean.

sanctus*= It is considered that is the bush “that burned with fire and not consumed” – Moses on mount Sinai-Exodus 3-Old Testament.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Ημιαειθαλής, πολύκλαδος και ακανθώδης θάμνος, με ύψος μέχρι 2 μ.

Βλαστός/οί:   Πολλοί, ημιανερχόμενοι, θολωτοί, κατακλιμένοι, απλωμένοι στο χώμα ή χαλαρά αναρριχόμενοι, ακανθώδεις, γωνιώδεις, πορφυροί, γυμνοί ή αραιά καλυμμένοι με παράλληλες των βλαστών απλές ή αστεροειδείς τρίχες.  Άκανθες πολυάριθμοι, αιχμηρές, ίσιες ή αγκιστρωτές, με μύτες που καμπυλώνονται προς τα πίσω και με πορφυρό ή πορτοκαλί χρώμα.

Φύλλα:   Κατ εναλλαγή, σύνθετα, πτεροειδή, περιττόληκτα, έμμισχα με  3-5 φυλλάρια.  Φυλλάρια ωοειδή, αντωειδή ή ημικυκλικά, σκουροπράσινα, άτριχα ή με αραιό τρίχωμα στην άνω  επιφάνεια, καλυμμένα με πυκνές και κοντές γκρίζες τρίχες στην κάτω επιφάνεια, χείλη άνισα πριονωτά.  Τελικό φυλλάριο μεγαλύτερο, με αντωειδές ή ρομβοειδές σχήμα, με τριχωτό, πορφυρό και ακανθώδη μίσχο, μυτερή κορυφή και στρογγυλή ή στενή βάση.  Κάποτε μικρά αγκάθια είναι ορατά πάνω στο κύριο νεύρο της κάτω επιφάνειας.  Πλάγια φυλλάρια σχεδόν άμισχα.  Παράφυλλα γραμμοειδή-λογχοειδή και τριχωτά.

Άνθη:   Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε διακλαδωμένες, μασχαλιαίες ή επάκριες και πολυανθείς φόβες.  Ποδίσκοι ανθέων, ράχη και ανθοφόροι κλάδοι ακανθώδεις και πυκνά τριχωτοί.  Σέπαλα 5, ωοειδή, κατ εναλλαγή με τα πέταλα, λευκοπράσινα και τριχωτά, με έντονη κλίση προς τα κάτω μετά την ανθοφορία, ενωμένα στη βάση τους.  Πέταλα 5, αντωειδή, ρόδινα ή λευκορόδινα, στενεύουν στη βάση σχηματίζοντας νύχι.  Επικάλυκας δεν υπάρχει.  Στήμονες πολυάριθμοι, νήμα όρθιο και ρόδινο στο κατώτερο μισό, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη ημι-υποφυής, καρπόφυλλα πολλά και σε κάθε καρπόφυλλο αντιστοιχεί 1 ύπερος και 1 δρύπη.

Άνθιση:   Ιούνιος-Οκτώβριος, αλλά συχνά καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Καρπός:   Μικρές και μονόσπερμες δρύπες, συνήθως άνω των 20, ενώνονται και δημιουργούν μια σύνθετη κεφαλή από μικρές δρύπες, το κοινοκάρπιο, το οποίο στην αρχή είναι πράσινο, μετά κόκκινο και τελικά μαύρο.  Ο καρπός τρώγεται.

Ενδιαίτημα:  Κατά μήκος δρόμων, όρια  χωραφιών, πετρώδεις περιοχές, κοντά σε ρυάκια και πηγές ή σε υγρά εδάφη, από 0-1500 μ υψόμετρο

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσογειακή ζώνη.

 sanctus*= θεωρείται ότι είναι ο θάμνος που συνάντησε στο όρος Σινά ο Μωυσής, που «φλεγόταν αλλά δεν καταστρεφόταν» σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη- Έξοδος 3.