Allium autumnale

September 21, 2019 by savvas

Allium autumnale

Name/Όνομα:  Άλλιον το φθινοπωρινό   

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Allium autumnale

Family/Οικογένεια:  AMARYLLIDACEAE  

 

 Description

Plant:  Perennial bulbous herb growing up to 50cm high; bulb ovoid with membranous chestnut tunics.

Stem:  Single, erect, straight, cylindrical, glabrous, purplish-brown.

Leaves:  Alternate, 2-3, very long, linear to filiform, simple, entire, with long longitudinal narrow groves, glabrous, withered before flowers; sheaths groovy, very long covering the stem almost to apex, glabrous, greenish turning to straw-like color before anthesis.

Flowers: Actinomorphic and hermaphrodite in rather lux, few or many-flowered, campanulate or subglobose, umbel-like inflorescences; spathe 1-valved, 3-4 nerved, with wider, rather concave, narrow-lanceolate base, about as long as pedicels or a little longer; appendage acuminate about as long as the base, ± exceeding inflorescence; pedicels erect or spreading, purplish, glabrous; perianth* subconical, perianth-segments 6, oblong, concave, apex obtuse or rounded, subequal, purplish with a greenish brown median strip, glabrous; stamens 6 ± included, filaments puplish, glabrous, as long as perianth-segments or shorter, anthers whitish-yellow; ovary superior, erect, sessile, 3-sided, 6-parted, greenish-yellow, glabrous, style erect, whitish stigma capitate.

Flowering time:  September-November.

Fruit:  Capsule.

Habitat:  Rocky calcareous soil, igneous mountain-hills, from 50-1200m alt.

NativeEndemic to Cyprus

 

Περιγραφή

Φυτό:  Πολυετής και βολβώδης πόα με ύψος μέχρι 50εκ.  Βολβός με καστανές μεμβρανώδεις χιτώνες.   

Βλαστός:  Απλός, όρθιος, ευθείς, κυλινδρικός και άτριχος με πορφυρό προς καφέ χρώμα.   

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, 2-3, πολύ μακριά, γραμμοειδή ή νηματώδη, απλά, ακέραια, με μακριές επιμήκεις στενές αυλακώσεις και άτριχα, ενώ εκφυλίζονται πριν την άνθιση.  Κολεοί στενοί και επιμήκεις που φθάνουν σχεδόν μέχρι την κορυφή, είναι άτριχοι και πράσινοι αρχικά, αλλά τελικά παίρνουν χρώμα αχύρου.

Άνθη:  Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα σε μάλλον χαλαρές, ολιγοανθείς ή πολυανθείς, κανπανοειδείς ή υποσφαιρικές ομπρελλοειδείς ταξιανθίες.  Σπάθη με μια πτέρυγα με 3-4 νεύρα, με πλατύτερη, κάπως κοίλη και στενή λογχοειδή βάση, περίπου ισομήκη με τους ποδίσκους των ανθέων ή λίγο μακρύτερη, μυτερή προεκβολή περίπου ισομήκη με τη βάση και που άλλες φορές προεξέχει και άλλες φορές δεν προεξέχει της ταξιανθίας.  Ποδίσκοι όρθιοι ή απλωμένοι, πορφυροί και άτριχοι.  Περιάνθιο υποκωνικό, τμήματα περιανθίου 6, επιμήκη, κοίλα, πλατύκορφα ή με στρογγυλεμένη κορυφή, περίπου ισομήκη, άτριχα, πορφυρά με στενή πρασινοκαστανή κεντρική λωρίδα.  Στήμονες 6 εντός ή ελάχιστα εκτός περιανθίου, νήματα πορφυρά και γυμνά, ισομήκη με τα τμήματα περιανθίου ή κοντύτερα, ανθήρες λευκοκίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, όρθια, άμισχη, τρίπλευρη, -μερής, πρασινοκίτρινη και άτριχη, στύλος όρθιος και λευκός, στίγμα κεφαλωτό.    

Άνθιση:  Σεπτέμβριος-Οκτώβριος. 

Καρπός:  Κάψα.

Ενδιαίτημα:  Βραχώδη ασβεστολιθικά εδάφη, πυριγενείς λόφους, από 50-1200μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Ενδημικό της Κύπρου. 

Comments are closed.