Name/Όνομα: Ρανούνγκουλος ο ασπιδωτός υποείδ. ο ασπιδωτός
Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Ranunculus peltatus Schrank subsp. peltatus
Common name/Όνομα: Common Water – crowfoot
Family/Οικογένεια: RANUNCULACEAE
*Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα
Description
Ranunculus peltatus ssp peltatus is an annual aquatic and herbaceous plant growing to 2m or more in length but usually it reaches 1m or less. Stems are slender, erect or spreading, yellowish-green, glabrous, branched near or below floating parts. Submerged leaves are alternate and strongly dissected, producing few linear or thread-like, yellowish-green and glabrous lobes. Floating leaves are opposite, simple, long stalked, semicircular or kidney-shaped in outline, divided into 3-5 (usually 3) obovate segments which are obviously lobed at apex; lobes usually 2-4, unequal with rounded apex, glabrous on the upper surface, sparsely hairy beneath; margin often reddish. Flowers are hermaphrodite, actinomorphic and solitary; sepals 5, ovate, concave, green externally, margin transparent, apex often tinged blue; usually sepals rolled back at maturity; petals 5, obovate, reduced to a claw at base, white with a yellow base; a small orbicular nectary pit at the base of each petal; stamens 15-30, spirally arranged; ovary superior; in the center, there are numerous green carpels spirally arranged, forming a globe-shaped receptacle. The fruit is an achene. Flowering time February-April. Native to Europe, southwestern Asia and North Africa. Uncommon plant in Cyprus. Hab: in pools on rocky limestones or alongside slow streams, from 0-275m alt.
Περιγραφή
Μονοετής και υδρόβια πόα που μπορεί να φθάσει ή να ξεπεράσει τα 2m μήκος αλλά συνήθως (Κύπρος) φθάνει το 1m ή και λιγότερο. Βλαστοί λεπτοί, όρθιοι ή απλωμένοι, πρασινοκίτρινοι, άτριχοι, διακλαδισμένοι μακριά από τη βάση του φυτού, κοντά ή κάτω από τα επιπλέοντα μέρη του. Τα φύλλα που είναι μέσα στο νερό είναι κατ εναλλαγή και έντονα διαιρεμένα σε πολύ λεπτούς ( μοιάζουν με κλωστές), κιτρινοπράσινους και γυμνούς λοβούς. Τα φύλλα που επιπλέουν είναι αντίθετα, απλά, μακρόμισχα, με ημικυκλικό ή νεφροειδές γενικό σχεδιάγραμμα, διαιρεμένο σε 3-5 (συνήθως 3) αντωειδή μέρη που είναι εμφανώς λοβωτά στην κορυφή τους. Λοβοί συνήθως2-4, άνισοι με στρογγυλεμένη κορυφή, με άτριχη άνω επιφάνεια και με αραιά τριχωτή την κάτω, ενώ το χείλος συχνά παίρνει κοκκινωπό χρώμα. Άνθη ερμαφρόδιτα, ακτινόμορφα και μεμονωμένα. Σέπαλα 5, ωοειδή, κοίλα και πράσινα εξωτερικά, με διαφανή χείλη που συχνά έχουν μπλε χροιά. Συνήθως τα σέπαλα με την πάροδο του χρόνου παίρνουν κλίση προς τα κάτω. Πέταλα 5, αντωειδή, με ελαττωμένο πλάτος προς τη βάση καταλήγοντας σε στενό νύχι, είναι λευκά με κίτρινο το κάτω μέρος όπου βρίσκεται μικρό άνοιγμα-σαν μικρή τρύπα- νεκταριοφόρου αγωγού. Στήμονες 15-30, σπειροειδώς τοποθετημένοι γύρω από την σφαιροειδή ανθοδόχη που σχηματίζεται από τα πολλά, πράσινα και σπειροειδώς τοποθετημένα καρπόφυλλα. Ωοθήκη επιφυής. Καρπός αχαίνιο. Άνθιση Φεβρουάριος Απρίλιος. Πατρίδα του η Ευρώπη, η Βόρεια Αφρική και η νοτιοδυτική Ασία. Στην Κύπρο είναι ασύνηθες φυτό, περιορισμένο σε εποχιακά λιμνία πάνω σε ασβεστολίθους και κατά μήκος ρυακιών και χειμάρρων αργής ροής, από 0-275m υψόμετρο.