Lactuca undulata

April 10, 2023 by savvas

Lactuca undulata

Name/Όνομα:   Λακτούκα η κυματόχειλη*

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Lactuca undulata Ledeb.

Common name:  Esek marulue (Turk), chassah gallonit (Hebrew)t

Family/Οικογένεια:   ASTERACEAE

 

* Η  απόδοση του είδους στα   Ελληνικά, είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:  Annual and lactiferous herb growing up to 4-5 cm high (Cyprus specimens). 

Stem/s:  Few, branched from the base or above, sticky, glaucous when young, yellowish later, nearly cylindrical or slightly ribbed, pubescent.

Leaves:   Alternate, glaucous green and glabrous; lower leaves form a lax rosette, they are petiolate, simple, oblanceolate or obovoid, with sinuate-dentate margins; stem leaves sessile, clasping the stem, oblanceolate, pinnately divided into 2-6 pairs of lobes, terminal lobe lanceolate, acute; upper leaves similar but smaller, less divided or entire; stems, leaves and flowers bear glands, they are located especially on the margins of the leaves, they produce sticky latex which is usually pale white, yellowish or dull orange and consider to be the first line of plant defense.

Flowers:   Capitula numerous, terminal, narrowly ovate to cylindrical-conical in buds, in lax panicles; pedicel short; involucre narrowly ovate to cylindrical-conical; phyllaries succulent, imbricate in 3-4 series, glabrous with reddish spots, the outer ovate and shorter, the inner linear-lanceolate; ray florets 8-12, all ligulate and fertile, pale-blue or pinkish, apex shortly 5-toothed, tinged with pink and connected with lactiferous tubes internally which cause the sticky sense when we touch them; ovary inferior, anther blackish, style 2-branched, branches whitish, unequal, filiform.     

Flowering time:   March-April.

Fruit:    Obovoid achenes with long beak.   

Habitat:  Rare in Cyprus and it is found on mountain dry slopes at 350 m alt.

Native:   Eastern Mediterranean region to Central and Eastern Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό :   Μονοετής και με γαλακτώδη χυμό πόα, με ύψος μέχρι 4-5 εκ. (Κυπριακά είδη).

Βλαστός/οί:  Λίγοι, με φτωχή διακλάδωση χαμηλά ή ψηλότερα, κολλώδεις, γλαυκοπράσινοι οι νεαροί, κιτρινωποί αργότερα, σχεδόν κυλινδρικοί ή ελαφρά ραβδωτοί και με αραιό μαλακό τρίχωμα.

Φύλλα: Κατ εναλλαγή, γλαυκοπράσινα και άτριχα, τα χαμηλότερα σχηματίζουν αραιή ροζέτα, είναι έμμισχα, απλά, αντιλογχοειδή ή αντωειδή, με οδοντωτά-πριονωτά χείλη. Φύλλα βλαστού άμισχα, περίβλαστα, αντιλογχοειδή και πτερόλοβα, με 2-6 ζεύγη λοβών, με μυτερό και λογχοειδή τον τελευταίο.  Ανώτερα φύλλα παρόμοια, αλλά μικρότερα, με λιγότερους λοβούς ή ακέραια.  Βλαστοί, άνθη και φύλλα φέρουν γαλακτοφόρους αδένες που βρίσκονται κυρίως στα χείλη των φύλλων, παράγουν γαλακτώδη χυμό που έχει συνήθως χρώμα ασπριδερό, κιτρινωπό ή ανοικτό πορτοκαλί και θεωρείται ότι αποτελεί την πρώτη άμυνα του φυτού.

Άνθη:   Κεφάλια πολυάριθμα και επάκρια, στενά-ωοειδή ή κυλινδρικά-κωνοειδή όταν είναι κλειστά, σε χαλαρή φόβη.  Κάθε κεφάλιο όταν ανοίξει φέρει 8-12 ανθίδια, που είναι όλα περιφερειακά, γλωσσοειδή και γόνιμα, με λευκό, ανοικτό μπλε ή ρόδινο χρώμα και με 5 κοντά δόντια στην κορυφή τους, που φέρουν ρόδινη απόχρωση και εσωτερικά συνδέονται με γαλακτοφόρους αδένες στους οποίους οφείλεται και η κολλώδης αίσθηση όταν τα αγγίξουμε.  Σύνολο βρακτίων σε κυλινδρικό-κωνικό σχηματισμό, γλαυκοπράσινα, κάπως σαρκώδη, άτριχα, σε 3-4 σειρές και με κοκκινωπά στίγματα, αλληλεπικαλυπτόμενα, τα εξωτερικά ωοειδή και μικρότερα, τα εσωτερικά γραμμοειδή-λογχοειδή.  Ωοθήκη υποφυής, ανθήρες μαυριδεροί, στύλος διμερής με άνισα, ασπριδερά και νηματοειδή μέρη.

Άνθιση :   Μάρτιος-Απρίλιος.

Καρπός:   Ωοειδή αχαίνια με μακρύ ρύγχος.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται σε λοφώδεις ξηρές πλαγιές στα 350 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ανατολική Μεσόγειος μέχρι Κεντρική και Ανατολική Ασία.

Comments are closed.