Archives

Category Archive for ‘Πράσινα’

Celtis tournefortii

Name/Όνομα:   Κελτίς η τουρνεφόρτια.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Celtis tournefortii Lam.

Common name/Κοινό Όνομα:  Oriental hackberry, Κοκκονιά, Κονναρκά.

Family/Οικογένεια:   CANNABACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Ornamental deciduous shrub or tree, growing up to 8 m high. 

Branches:  Trunk with narrow, vertical, and orange stripes; much branched with ash-chestnut outer bark; twigs at first are green and slightly angled with sparse lenticels, becoming purplish-brown with age and finally they turn into gray.

Leaves:   Alternate, simple, broadly-ovate, blade asymmetric (the 2 parts of lamina are unequal), glabrous, margins serrate, apex shortly acute, base rounded or nearly truncate

Flowers:   Green, not showy, hermaphrodite, solitary and axillary or in clusters; perianth-segments 5, stamens 5, anthers yellow; ovary superior, sessile, subglobose, style 2-partite.

Flowering time:  March-April    Fruiting time: August-October.

Fruit:     Globose drupe** with hard endocarp, at first green, becoming chestnut-orange at maturity.    

Habitat:  Rare in Cyprus, and it is found at rocky and bushy places, from 600-900 m alt.

Native:   Southeastern Europe.

 

drupe ** = 1-celled fruit in which exocarp is thin, mesocarp is fleshy and the seed is enclosed in a hard endocarp (cherry, olive, plum).

 

Περιγραφή

Φυτό:   Διακοσμητικός φυλλοβόλος θάμνος ή δέντρο, με ύψος μέχρι 8 μ.

Κορμός-Κλάδοι :   Κορμός με στενές, πορτοκαλιές και κατακόρυφες λωρίδες,  πολύκλαδος, με τεφροκαστανό ξηρόφλοιο.  Νεαροί κλάδοι στην αρχή πράσινοι και ελαφρά γωνιώδεις με  αραιούς και μικρούς φακοειδείς σχηματισμούς εξωτερικά, γινόμενοι πορφυροκαστανοί με την πάροδο του χρόνου και τελικά παίρνουν γκρίζο χρώμα.

Φύλλα:    Κατ εναλλαγή, απλά, πλατειά-ωοειδή με ασύμμετρο έλασμα δηλ. τα 2 μέρη του ελάσματος είναι άνισα, γυμνά, παρυφές πριονωτές, κορυφή κοντή και μυτερή, βάση στρογγυλεμένη ή σχεδόν ευθύγραμμη.

Άνθη:   Πράσινα, μη ελκυστικά ώστε να περνούν απαρατήρητα, ερμαφρόδιτα, μεμονωμένα και μασχαλιαία ή σε δέσμες.  Περιάνθιο με 5 τμήματα, στήμονες 5, ανθήρες κίτρινοι.  Ωοθήκη επιφυής, άμισχη, σχεδόν σφαιρική, στύλος διμερής.

Άνθιση:   Μάρτιος-Απρίλιος.    Καρποφορία:  Αύγουστος-Οκτώβριος.

Καρπός:   Σφαιρική δρύπη με σκληρό ενδοκάρπιο, στην αρχή πράσινη, με καστανό-πορτοκαλί χρώμα στην ωρίμανση.

Ενδιαίτημα:   Σπάνιο στην Κύπρο και απαντάται σε βραχώδεις και θαμνώδεις περιοχές, από 600-900 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Νοτιοανατολική Ευρώπη.

 

Δρύπη ** =  Καρπός με μεμβρανώδες εξωκάρπιο, σαρκώδες μεσοκάρπιο και ξυλώδες ενδοκάρπιο πχ κεράσι, ροδάκινο.

Quercus alnifolia

Name/Όνομα:   Δρυς η κληθρόφυλλη (σκληθρόφυλλη)

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Quercus alnifolia# Poech.

Common name/Κοινό Όνομα:  Golden oak, Λατζιά

Family/Οικογένεια:   FAGACEAE

 

Description

Plant:   Evergreen monoecious* shrub or small tree, growing up to 10 m high.

Branches:  Much branched with grey bark; old branches with vertical furrows; twigs are initially gray or greenish, covered with dense stellate hairs.

Leaves:  Alternate, simple, and petiolate; blade obovate, oblong-ovate or suborbicular, very often with convex appearance, dark green and shining above, with golden-brownish hairs beneath, margins strongly or slightly serrate, sometimes entire, apex acute or rounded, base cuneate or rounded; stipules hairy, linear-oblanceolate.

Flowers:  Unisexual, male flowers in dense, hanging or spreading, many-flowered catkins**; perianth cup-shaped, thinly hairy externally, with 6 oblong, subacute lobes; stamens 6, anthers oblong and yellow, exserted; female flowers solitary or in groups of 2-3, sessile or shortly stalked in the leaf axils; involucre scaly; ovary with 3 carpels; styles 3.

Flowering time:  April-May.  Fruiting time:  November-December.

Fruit:  Obovate or subcylindrical nut (acorn) with apiculate apex and narrow base, seated on a woody scaly cupule (acorn cup), solitary or in clusters.

Habitat:   Igneous areas at Troodos with Pinus brutia, from 660-1500 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus.

alnifolia# =  The leaves resemble the leaves of “Alnus glutinosa”

Monoecious* = Male and female reproductive organs in separate flowers on the same plant.

Catkin** = Cylindrical, hanging or drooping spike with unisex flowers.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλής μόνοικος* θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μ.

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι με γκρίζο ξηρόφλοιο.  Παλαιοί κλάδοι φέρουν εξωτερικά κατακόρυφες σχισμές ή αυλακώσεις.  Νεαροί κλάδοι είναι αρχικά πρασινωποί ή γκρίζοι και καλυμμένοι με πυκνές αστεροειδείς τρίχες.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά και έμμισχα.  Έλασμα ελαφρά κυρτωμένο, αντωειδές, προμήκες-ωοειδές ή υποκυκλικό, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και γυαλιστερή άνω επιφάνεια, με χρυσοκαστανές τρίχες στην κάτω, παρυφές (χείλη) έντονα ή ελαφρά πριονωτές, κορυφή μυτερή ή στρογγυλεμένη, βάση στρογγυλή ή ευθύγραμμη.  Παράφυλλα τριχωτά, γραμμοειδή-αντιλογχοειδή.

Άνθη:   Μονογενή με τα αρσενικά άνθη σε πυκνούς, απλωμένους ή κρεμάμενους, πολυανθείς ίουλους**.  Περιάνθιο κυπελλοειδές, ελαφρά τριχωτό εξωτερικά, με 6 προμήκεις και σχεδόν μυτερούς λοβούς.  Στήμονες 6, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, εξερχόμενοι.  Θηλυκά άνθη μεμονωμένα ή σε δέσμες των 2-3 ανθέων, άμισχα ή κοντόμισχα στις μασχάλες των φύλλων.  Σύνολο βρακτίων σε λεπιοειδή κατασκευή.  Ωοθήκη με 3 καρπόφυλλα και 3 στύλους.

Άνθιση:   Απρίλης-Μάιος.  Καρποφορία:  Νοέμβριος-Δεκέμβριος.

Καρπός:   Αντωειδές ή σχεδόν κυλινδρικό κάρυο (βαλανίδι), με μυτερή κορυφή και στενή βάση, καθισμένο πάνω σε κυπελλοειδή βάση, με έντονα και κυρτά προς τα έξω λέπια, μεμονωμένα ή σε δέσμες.

Ενδιαίτημα:   Σε πυριγενείς περιοχές στο Τρόοδος μαζί με τραχεία πέυκη, από 600-1500 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου.

 

Το όνομα ¨σκληθρόφυλλη¨ αναφέρεται στην ομοιότητα των φύλλων με τα φύλλα του ¨Σκλήδρου- Alnus glutinosa  

Μόνοικο* =  Φυτό με χωριστά τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό, δηλ στήμονες και ύπερος σε διαφορετικά άνθη, στο ίδιο φυτό.

Ίουλος** =  Κυλινδρικός, κρεμάμενος  ή αποπίπτων  στάχυς, με μονογενή άνθη δηλ. υπάρχουν ίουλοι αρσενικοί ή θηλυκοί.

Euphorbia veneris

Name/Όνομα:   Ευφορβία της αφροδίτης

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Euphorbia veneris M.S. Khan.

Common name/Κοινό Όνομα:   Aphrodite’s Spurge, Γαλόχορτον, Sütleğen (Tu).

Family/Οικογένεια:   EUPHORBIACEAE

 

Description

Plant:   Monoecious perennial plant with milky latex and woody rootstock, growing up 40 cm high.

Stem/s:   Several single stems, ascending or decumbent, cylindrical, glaucous or tinged with purple, and glabrous.

Leaves:   Cauline leaves are alternate, simple, entire, elliptic-lanceolate, sessile, glabrous, glaucous, acute or mucronate at apex; ray leaves whorled, oblong-obovate, forming an almost rounded structure; raylet or cyathial leaves opposite, broadly-ovate, yellowish-green, minutely mucronate at apex, rounded at the basis; primary rays 3-7, secondary rays 0-2.

Flowers:  In green gyathia, on terminal, compound, umbel-like (pseudosciadium) inflorescences; involucre cup-shaped; each cyathium consists of a single female flower and few male flowers, accompanied by 4 nectary glands; male flower consists of a single stamen on the top of a pedicel and the female flower consists of a single ovary on its own pedicel, crowned by 3 styles and a 2- lobed stigma; there are 4 nectary glands of various shapes, oblong, drop-shaped or kidney-shaped, which are green, becoming red with age;  each of the 4 glands bear usually 2 short, cylindrical horns (generally one at each end), which are yellowish-green, becoming chestnut to purplish later; ovary superior, 3-sided, carpels 3, 3-parted ovary, I ovule in each part.

Flowering time:   February-June.

Fruit:     3-sided, dehiscent capsule (regma).

Habitat:     Roadsides, rocky slopes, open pine forests, sunny areas, from 700-1700 m alt.

Native:   Endemic to Cyprus, locally common at mountains of Troodos.

 

Περιγραφή

Φυτό:   Μόνοικο πολυετές φυτό ύψους μέχρι 40 εκ,, με γαλακτώδη χυμό και ξυλώδη ρίζα..

Βλαστός/οί:  Αρκετοί απλοί βλαστοί, ανερχόμενοι ή κατακλιμένοι, κυλινδρικοί, με γλαυκό χρώμα αλλά και με πορφυρή χροιά, άτριχοι.  

Φύλλα:     Φύλλα βλαστού κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, ελλειψοειδή’λογχοειδή, άμισχα, με γλαυκό χώμα, μυτερά στην κορυφή ή με μικρή μυτερή προεκβολή.  Ανώτερα φύλλα σε σπόνδυλο, είναι προμήκη-αντωειδή και έχουν ακτινοειδή διάταξη δημιουργώντας μια σχεδόν κυκλική κατασκευή.   Φύλλα κυαθίου αντίθετα, πλατειά-ωοειδή, κιτρινοπράσινα, με μικρή μυτερή προεξοχή στην κορυφή τους, ενώ η βάση είναι στρογγυλεμένη.  Πρωτογενείς ακτίνες 3-7, δευτερογενείς ακτίνες 0-2.

Άνθη:   Σε πράσινα κυάθια, πάνω σε  επάκριες ταξιανθίες που μοιάζουν με σύνθετα σκιάδια

( ψευδοσκιάδια ).  Σύνολο βρακτίων σε κυπελλοειδή σχηματισμό.  Κάθε κυάθιο αποτελείται από ένα απλό θηλυκό άνθος περιτριγυρισμένο από 4 νεκταριοφόρους αδένες.  Το αρσενικό άνθος αποτελείται από ένα απλό στήμονα στην κορυφή ενός ποδίσκου και το θηλυκό άνθος αποτελείται από μια απλή ωοθήκη πάνω στο δικό της ποδίσκο και φέρει στην κορυφή της 3 στύλους που καταλήγουν σε 2-λοβο στίγμα.  Υπάρχουν επίσης 4 νεκταριοφόροι αδένες με διάφορα σχήματα, μπορεί να είναι προμήκεις, να μοιάζουν με σταγόνα ή με ημισέλινο ή ακόμα να έχουν νεφροειδές σχήμα, είναι πρασινωποί αρχικά αλλά τελικά κόκκινοι και κάθε ένας από αυτούς φέρει συνήθως 2 κοντά και κυλινδρικά κεράτια δηλ 1 σε κάθε άκρο, είναι αρχικά πρασινοκίτρινα, αλλά με την πάροδο του χρόνου παίρνουν καστανό προς πορφυρό χρώμα.  Ωοθήκη επιφυής, τρίπλευρη, με 3 καρπόφυλλα και 3 διαμερίσματα, 1 ωάριο σε κάθε διαμέρισμα.

Άνθιση:   Φεβρουάριος-Ιούνιος.

Καρπός:   Τρίπλευρη και διαρρηκτή κάψα.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, σε βραχώδεις πλαγιές, σε ανοικτά πευκοδάση, σε ηλιόλουστες περιοχές, από 700-1700 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ενδημικό της Κύπρου, τοπικά κοινό στα βουνά του Τροόδους.

Dioscorea communis

Name/Όνομα:   Διοσκορέα η κοινή.

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Dioscorea communis (L.) Caddick & Wilkin

Common name/Κοινό Όνομα:   Black bryony, lady´s-seal, black bindweed.

Family/Οικογένεια:   DIOSCOREACEAE

 

Synonym   “  Tamus communis  ”  L.

 

Description

Plant:  Perennial, dioecious and tuberous herb, growing up to 4 m long.

Stem/s:  Climbing, twisting anticlockwise (to the left), ± branched, slightly striated, green and glabrous, becoming woody and brown with age.

Leaves:  Alternate, simple, dark green, glossy and glabrous, long-petiolate, variable in shape, 3-lobed or heart-shaped, with 3-9 main veins; median lobe oblong and narrow, terminating in a sharp point.

Flowers:  Unisexual (male and female flowers on separate plants), in lax and axillary racemes; male flowers with 6 oblong, spreading, half-connected, greenish and glabrous lobes, 6 stamens with yellow anthers and glabrous filaments; female flowers on shorter racemes, with an inferior, inflated and ovoid ovary, divided above into 6 almost free, short and greenish lobes, styles 3, recurved, each one terminating in 2-lobed stigmas.

Flowering time:   March-June.

Fruit:   Spherical or subglobose red berries.   

Habitat:  Roadsides, field margins, Pine forests, from 0-1300 m alt.

Native:  Mediterranean region, Western Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:   Πολυετής, δίοικη και βολβώδης πόα, με μήκος που φθάνει τα 4 μ.

Βλαστός/οί:   Αναρριχόμενοι, αριστερόστροφοι (περιελισσόμενοι αντίθετα με τους δείκτες του ρολογιού), με ή χωρίς διακλάδωση, ελαφρά ραβδωτοί, πράσινοι και άτριχοι, γινόμενοι ξυλώδεις και με καφέ χρώμα με την ηλικία.

Φύλλα:     Κατ εναλλαγή, απλά, με σκούρο πράσινο χρώμα, λαμπερά και άτριχα, με μακρύ μίσχο και με ποικίλο σχήμα, μπορεί να είναι έντονα 3-λοβα ή καρδιόσχημα, με 3-9 καμπύλα νεύρα.  Μεσαίος λοβός προμήκης και κάπως πιο στενός, που καταλήγει σε μικρή και μυτερή προεξοχή.

Άνθη:   Μονογενή δηλ. αρσενικά ή θηλυκά-που βρίσκονται σε ξεχωριστά φυτά- σε χαλαρούς μασχαλιαίους βότρεις.  Αρσενικά άνθη με 6 προμήκεις, απλωμένους, ενωμένους κατά το ήμισυ, πρασινωπούς και άτριχους λοβούς και με 6 στήμονες, με άτριχο νήμα και κίτρινους ανθήρες.  Θηλυκά άνθη σε κοντύτερους βότρεις, με μια υποφυή, ωοειδή και διογκωμένη ωοθήκη, που διαιρείται ψηλά σε 6 σχεδόν ελεύθερους, κοντούς και πρασινωπούς λοβούς, 3 στύλους με λυγισμένα προς τα πίσω άκρα, που ο καθένας καταλήγει σε δίλοβο στίγμα.

Άνθιση:   Μάρτιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Σχεδόν σφαιρικές και κόκκινες ράγες.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, όρια χωραφιών και πευκοδάση, από 0-1300 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ασία.

Bosea cypria

Name/Όνομα:   Μπόσεα η κυπρία

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Bosea cypria Schinz & Autran

Common name/Κοινό Όνομα:   Ζουλατζιά, Ζουλάτζιν, Ζαλατζιά

Family/Οικογένεια:   AMARANTHACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:   Evergreen, monoecious or dioecious shrub, growing up to 2 m high.  

Stem/s:  Much-branched; young shoots erect or hanging, ± squared or ribbed, glabrous, pale to dark green, older branches ridged and cylindrical.

Leaves:  Alternate, simple, entire, broadly-lanceolate or elliptical, green, often partly reddish, (margins and the main nerve on the lower surface), petiolate, apex acute or obtuse, sometimes mucronulate, base cuneate; prominent venation beneath.

Flowers:  Very small, actinomorphic, hermaphrodite or unisexual, sessile, in branched, axillary or terminal spikes; perianth-segments 5, broadly ovate, erect, greenish-brown, strongly concave, subtended at the base with about 4 imbricate bracteoles; stamens 5, anthers yellow, 2-thecous, filaments erect, exserted; ovary superior, style 1, stigmas 2.

Flowering time:  April-July.

Fruit:  Red, globose and shining berry, containing 1 subglobose black seed; Maturity time: August-September.

Habitat:   Rocky and stony banks and cliffs, old walls, from 0-600 m alt.

Native:  Worldwide there are only 3 species of Bosea, Canarian Islands, Himalayas and Cyprus, where is a common endemic shrub. These 3 species are found along the costs of Tethys Ocean (ancient sea during Mesozoic).

 

Περιγραφή

Φυτό:   Αειθαλής μόνοικος ή δίοικος θάμνος, με ύψος μέχρι 2 μ.

Βλαστός/οί:   Πολύκλαδοι.  Νεαροί κλάδοι όρθιοι ή κρεμάμενοι, ± τετράγωνοι ή ραβδωτοί, με ανοικτό ή σκούρο πράσινο χρώμα.  Παλαιότεροι κλάδοι κυλινδρικοί και ραβδωτοί.

Φύλλα:    Κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, πλατειά-λογχοειδή ή ελλειψοειδή, πράσινα αλλά συχνά εν μέρει κοκκινωπά, κυρίως στα χείλη και στο κύριο νεύρο της κάτω επιφάνειας, έμμισχα, κορυφή μυτερή ή πλατειά, βάση μυτερή.  Πολύ εμφανής η νεύρωση της κάτω επιφάνειας.

Άνθη:   Πολύ μικρά, ακτινόμορφα, ερμαφρόδιτα ή μονογενή, άμισχα, σε διακλαδωμένους, μασχαλιαίους ή επάκριους στάχεις.  Τμήματα περιανθίου 5, πλατειά-ωοειδή, πρασινοκαστανά, όρθια, έντονα κοίλα, καλυπτόμενα στη βάση από 4 αλληλεπικαλυπτόμενα βρακτίδια,  Στήμονες 5, εξερχόμενοι, ανθήρες κίτρινοι, 2-θηκοι.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος 1, στίγματα 2.

Άνθιση:   Απρίλιος-Ιούλιος.

Καρπός:   Κόκκινη στρογγυλή και γυαλιστερή ράγα που περιέχει 1 υποσφαιρικό και μαύρο σπέρμα.  Περίοδος ωρίμανσης:  Αύγουστος-Σεπτέμβριος.

Ενδιαίτημα:   Βραχώδεις και πετρώδεις πλαγιές και λόφοι, παλαιοί τοίχοι, από 0-600 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Υπάρχουν μόνο 3 είδη Bosea σε όλο τον κόσμο, στις Καναρίους νήσους, Ιμαλάΐα όρη και στην Κύπρο όπου είναι κοινός ενδημικός θάμνος.  Αυτά τα 3 είδη υπάρχουν κατά μήκος της Τηθύος θάλασσας που ήτο μια αρχαία θάλασα ή ωκεανός κατά την περίοδο του Μεσοζωΐκού αιώνα.

 

Plantago major

Name/Όνομα:  Πλάνταγον το μείζον 

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:   Plantago major L.  

Common name/Κοινό Όνομα:  Greater plantain, broadleaf plantain,

Family/Οικογένεια:  PLANTAGINACEAE  

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Perennial herb, growing up to 50 cm high.    

Stem/s:  Stemless.

Leaves:  All leaves in basal rosette; alternate, simple, entire or irregularly undulate with tooth-like projections, ovate to broadly-elliptical, ± glabrous, apex acute or obtuse, with 5-9, longitudinal veins, petiole flat, as long as the blade; scape as high as the leaves or higher, cylindrical or slightly striate.   

Flowers:  Actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, elongated, ± glabrous, spikes; bracts ovate ± glabrous;  sepals 4, 1-nerved, green and glabrous with membranous margins; corolla tube ovate and glabrous; lobes 4, spreading, ovate or lanceolate, acute, glabrous, incurved; stamens 4, exserted, alternating with corolla lobes, anthers oblong and yellow, facing inwards; ovary superior, ovate and glabrous, style 1, stigma 1.

Flowering time:  March-October.  

Fruit:   Ovoid capsule enclosing flat seeds.    

Habitat:  Field limits, roadsides, stream-banks, moist places, from 0-1300 m alt.  

Native:  Europe, Northern and Central Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Πολυετής πόα με ύψος μέχρι 50 εκ.    

Βλαστός:  Χωρίς βλαστό.

Φύλλα:  Όλα τα φύλλα βρίσκονται στη βάση σε ροζέτα.  Είναι κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια ή με άνισα κυματοειδή χείλη που φέρουν προεξοχές που μοιάζουν με δόντια, είναι ωοειδή ή πλατειά-ελλειψοειδή, ± άτριχα, με  μυτερή ή πλατειά κορυφή, με 5-9 επιμήκη νεύρα, με επίπεδο μίσχο που είναι περίπου ισομήκης με το έλασμα του φύλλου.  Ανθοφόρος βλαστός ισοϋψής ή ψηλότερος του επιπέδου των φύλλων, κυλινδρικός ή ελαφρά ραβδωτός.

Άνθη:  Ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα , σε πολυανθείς, επιμήκεις, ± άτριχους σπάδικες.  Βράκτια ωοειδή ± άτριχα.  Σέπαλα 4, με ένα νεύρο, πράσινα και άτριχα και με μεμβρανώδη χείλη.  Σωλήνας στεφάνης ωοειδής, και άτριχος.  Λοβοί 4, απλωμένοι, ωοειδείς ή λογχοειδείς, μυτεροί, άτριχοι και στραμμένοι προς τα πίσω.  Στήμονες 4, εκτός στεφάνης, ανθήρες προμήκεις και κίτρινοι, με μέτωπο προς το κέντρο του άνθους.  Ωοθήκη επιφυής, ωοειδής και άτριχη, στύλος 1, στίγμα 1.   

Άνθιση:   Μάρτιος-Οκτώβριος.

Καρπός:   Ωοειδής κάψα περικλείοντας επίπεδα σπέρματα.

Ενδιαίτημα:   Όρια χωραφιών, κατά μήκος δρόμων, όχθες ρυακιών και γενικά κοντά σε υγρές περιοχές, από 0-1300 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Ευρώπη, Κεντρική και Βόρεια Ασία.

 

 

Rumex pulcher subsp. anodontus 

Name/Όνομα:  Ρούμεξ ο ωραίος υποείδ. άδοντος 

Scientific name/Επιστημονικό όνομαRumex pulcher subsp. anodontus (Hausskn.) Rech. f. 

Common name/Κοινό Όνομα:  Λάπαθο   

Family/Οικογένεια:  POLYGONACEAE

 

* άδοντος εννοείται με λίγα δόντια, είναι όπως η έννοια αβαθής, δε σημαίνει ότι δεν έχει βάθος.  Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

Description

 

Plant:  Perennial with thick root, growing up to 80 cm high.    

Stem/s:  Erect, much-branched, ribbed, angled, articulated with zig-zag tension, glabrous, green, often tinged red during flowering time, branches several, spreading; ochreae (sheaths surrounding the stem) tubular, close-fitting, glabrous.  

Leaves:  Alternate, oblong or oblong-lanceolate, simple, margins entire or irregularly undulate, glabrous, apex acute, base cuneate, sometimes truncate, petiolate, venation clearly visible especially beneath.   

Flowers:  Inflorescences in terminal panicles; flowers actinomorphic and hermaphrodite, in many-flowered, evenly spaced, whorls; pedicels articulated; perianth with 6 segments, in 2 whorls; outer perianth segments oblong or oblong-ovate, concave, remain small, the inner ovate-deltoid, longer, entire, with spinulose margins and rather few teeth near the base, enveloping the fruit; stamens in 2 whorls of 3; ovary superior, styles 3.

Flowering time:  April-July.  

Fruit:  3-sided, dark reddish, Achene.         

Habitat:  Stream banks, lake shores, moist places, from0-900 m alt.  

Native:  Europe, Mediterranean region, Western Asia.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Πολυετές φυτό με χοντρή ρίζα και ύψος μέχρι 80 εκ.

Βλαστός:  Όρθιος, διακλαδωμένος, ραβδωτός, γωνιώδης, αρθρωτός με τάση ζιγκ-ζαγκ, άτριχος, πράσινος, με χροιά κόκκινη κατά την ανθοφορία, κλάδοι αρκετοί και απλωμένοι. Τα παράφυλλα συμφύονται και δημιουργούν ένα άτριχο και εφαρμοστό σωλήνα γύρω από τον βλαστό.  

Φύλλα: Κατ εναλλαγή, προμήκη ή προμήκη-λογχοειδή, απλά, ακέραια ή χείλη ανομοιόμορφα κυματοειδή, άτριχα, οξύκορφα, βάση οξεία, κάποτε ευθύγραμμη, έμμισχα, νεύρωση πολύ εμφανής κυρίως στην κάτω επιφάνεια.

Άνθη:  Ταξιανθίες σε επάκριους βότρεις.  Άνθη ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πολυανθείς και σχεδόν σε ίσες αποστάσεις τοποθετημένους σπονδύλους.  Ποδίσκοι αρθρωτοί.  Περιάνθιο με 6 τμήματα, σε 2 σειρές των 3, εξωτερικά τμήματα προμήκη ή προμήκη-ωοειδή, κοίλα, παραμένουν μικρά σε μέγεθος, τα εσωτερικά είναι μεγαλύτερα, ωοειδή-δελτοειδή, ακέραια με αγκαθωτά χείλη και συνήθως με λίγα δόντια στη βάση τους, παραμένουν και περιβάλλουν τον καρπό.  Στήμονες σε 2 σειρές των 3.  Ωοθήκη επιφυής, στύλοι 3.

Άνθιση:  Απρίλιος-Ιούλιος.

Καρπός:   Τρίπλευρο και κοκκινωπό αχαίνιο.

Ενδιαίτημα:   Όχθες ρυακιών, γύρω από λίμνες, υγρές περιοχές, από 0-900 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:  Ευρώπη, Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ασία.

Filago pyramidata

Name/Όνομα:  Φιλάκο  η πυραμιδοειδής.*  

Scientific name/Επιστημονικό όνομαFilago pyramidata L.

Common name/Κοινό όνομα:  Broad leaved cudweed.   

Family/Οικογένεια:  ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

Plant:  Annual herb growing up to 30 cm high.  

Stem/s:  Erect, spreading, or decumbent, ± branched, nearly cylindrical, covered with ± dense grey-white indumentum.  

Leaves:  Alternate, erect, numerous, simple, entire, oblong, oblanceolate or spathulate, sessile, acute or obtuse, ± densely covered with grey-white indumentum, margins sometimes undulate, central vein distinct beneath.

Flowers:  Male, female or hermaphrodite flowers, in terminal capitula, on forked branches; capitula yellow, numerous, subglobose in outline, surrounded by floral leaves; florets tubular,   equal or topped by the subtending floral leaves; receptacle scales (bracts) 5, erect, ovate-acuminate, membranous, radically arranged along the radius of the floret, so that several florets form a 5-angled, pyramidal capitulum; outer florets female without pappus, inner florets female or hermaphrodite with pappus or functionally male; stamens 5, anthers linear; ovary inferior, style 1, branched.  

Flowering time:  March-June.  

Fruit:  Achenes.       

Habitat:  Roadsides, dry slopes, waste ground, cultivated fields, open forests, from 0-1600 m alt.  

Native:  Mediterranean region, Western and Central Asia.  

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 30 εκ.

Βλαστός/οί:  Όρθιοι, απλωμένοι ή αναπτυσσόμενοι κοντά στο έδαφος, σχεδόν κυλινδρικοί,    και καλυμμένοι με ± πυκνό γκρίζο ή ασπριδερό χνούδι.

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, όρθια, πολυάριθμα, απλά, ακέραια, προμήκη, αντιλογχοειδή ή σπατουλοειδή, άμισχα, μυτερά ή πλατύκορφα,  με ± πυκνό γκρίζο ή ασπριδερό χνούδι, με ευδιάκριτο το κύριο νεύρο στην κάτω επιφάνεια και κάποτε με κυματοειδή χείλη.     

Άνθη:  Αρσενικά. θηλυκά ή ερμαφρόδιτα, σε επάκρια κεφάλια, πάνω σε διχαλωτούς κλάδους.  Κεφάλια πολυάριθμα, κίτρινα, υποσφαιρικά στο περίγραμμα, περιβαλλόμενα από αρκετά ανθοφόρα φύλλα.  Ανθίδια σωληνοειδή, στο ίδιο ή χαμηλότερο ύψος από τα υποκείμενα ανθοφόρα φύλλα.  Βράκτια 5, μεμβρανώδη, όρθια, ωοειδή και μυτερά, ακτινωτά τοποθετημένα κατά μήκος της ακτίνας του ανθιδίου έτσι ώστε αρκετά ανθίδια, σχηματίζουν ένα 5-γωνικό και σε σχήμα πυραμίδας κεφάλιο.  Τα εξωτερικά ανθίδια είναι θηλυκά χωρίς πάππο, τα εσωτερικά είναι θηλυκά ή ερμαφρόδιτα με πάππο ή δρώντα ως αρσενικά.  Στήμονες 5, ανθήρες γραμμοειδείς.  Ωοθήκη υποφυής, στύλος 1, με διακλάδωση.

Άνθιση:  Μάρτιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνια.

Ενδιαίτημα:  Ξηρές πλαγιές, κατά μήκος δρόμων, σε άγονα εδάφη και ανοικτά δάση, από 0-1600 μ υψόμετρο.  

Πατρίδα:  Μεσογειακή ζώνη, Κεντρική και Δυτική Ασία.

Filago eriocephala

Name/Όνομα:  Φιλάκο  η εριοκέφαλη*.  

Scientific name/Επιστημονικό όνομα:  Filago eriocephala Guss.

Common name/Κοινό όνομα:  Woollyhead cudweed.   

Family/Οικογένεια:  ASTERACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Annual growing up to 35 cm high.  

Stem/s:  Erect, single below, branched at the upper part, cylindrical, and covered with ± dense grey-white indumentum (wooly hairs).  

Leaves:  Alternate, erect, numerous, simple, entire, appressed, oblong to lanceolate, woolly, acute, with undulate margins.      

Flowers:  Male, female or hermaphrodite flowers, in subglobose clusters of terminal capitula, on forked branches; capitula numerous and crowded, surrounded by rather dense woolly hairs.; florets tubular, exceeding flower leaves, the outer female, the inner female or hermaphrodite or functionally male; bracts erect, ovate-acuminate; stamens 5, anthers linear; ovary inferior, style 1, branched.  

Flowering time:  April-June.  

Fruit:  Achenes.       

Habitat:  Coastal habitats, garigue, roadsides, dry hillsides, calcareous soil, from 0-600 m alt.  

Native:  Mediterranean region, Western Asia.  

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετές με ύψος μέχρι 35 εκ.

Βλαστός:  Όρθιος, χαμηλά απλός, διακλαδωμένος ψηλά, κυλινδρικός και καλυμμένος με ± πυκνό γκρίζο ή ασπριδερό χνούδι από βαμβακερές τρίχες.

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, όρθια, πολυάριθμα, απλά, ακέραια, παράλληλα με τον βλαστό, προμήκη ή λογχοειδή, με κυματιστά χείλη.    

Άνθη:  Αρσενικά. θηλυκά ή ερμαφρόδιτα, σε υποσφαιρικές δέσμες από  επάκρια κεφάλια, πάνω σε διχαλωτούς κλάδους.  Κεφάλια πολυάριθμα και συνωστισμένα, περιβαλλόμενα με κάπως πυκνές εριώδεις τρίχες.  Ανθίδια σωληνοειδή υπεράνω των ανθοφόρων φύλλων, τα εξωτερικά θηλυκά, τα εσωτερικά θηλυκά, ερμαφρόδιτα ή δρώντα ως αρσενικά.  Βράκτια όρθια, ωοειδή και οξύληκτα.  Στήμονες 5, ανθήρες γραμμοειδείς.  Ωοθήκη υποφυής, στύλος 1, με διακλάδωση.

Άνθιση:  Απρίλιος-Ιούνιος.

Καρπός:   Αχαίνια.

Ενδιαίτημα:  Συνήθως σε παράκτιες περιοχές, γκαρίγκες, ξηρές πλαγιές, κατά μήκος δρόμων, σε ασβεστολιθικά εδάφη, από 0-600 μ υψόμετρο.  

Πατρίδα:  Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ασία.

Lagoecia cuminoides

Name/Όνομα: Λακοέκια η κυμινοειδής *

Scientific name/Επιστημονικό όνομαLagoecia cuminoides L.  

Common name/Κοινό Όνομα:  Lagoecia, fluffy thimbleweed   

Family/Οικογένεια:  APIACEAE

 

* Η απόδοση του είδους στα Ελληνικά είναι εισήγηση του συγγραφέα.

 

Description

 

Plant:  Annual herb growing up to 40 cm high.

Stem/s:  Erect, slender, branched and glabrous,, with longitudinal narrow grooves, green,  becoming purplish with age.  

Leaves:  Alternate, simple, oblong in outline, divided into opposite or nearly so, lobes; lobes obovate, thick, subglabrous or scabrid, sessile, terminating into 3 triangular-aristate segments, with rather long, whitish and membranous sheaths at the base.

Flowers:  Aromatic, numerous, actinomorphic and hermaphrodite, in lateral and terminal compound sciadia*(umbels); peduncles at first nodding, becoming erect later; bracts leaf-like, bracteoles with comb-like projections; sepals 5, erect, ovate, green, with comb-like projections at apex; petals 5, obovate, white, minute, with 2 long awns at apex; stamens 5, alternate with petals; ovary inferior, style 1 , stigma 1, capitate.

Flowering time:  March-May.

Fruit:  Mericarps.       

Habitat:  Roadsides, waste ground, stony hillsides and cultivated fields, from 0-1000 m alt.

Native:  Mediterranean region, Western Asia.

 

Περιγραφή

Φυτό:  Μονοετής πόα με ύψος μέχρι 40 εκ.  

Βλαστός:  Όρθιος, λεπτός, άτριχος , με διακλάδωση, και με επιμήκεις στενές ραβδώσεις, πράσινος στην αρχή, πορφυρός μετά.  

Φύλλα:  Κατ εναλλαγή, απλά, προμήκη στο περίγραμμα, διαιρεμένα σε αντίθετους ή σχεδόν αντίθετους λοβούς.  Λοβοί αντωειδείς, χοντροί, σχεδόν άτριχοι ή με κοντές και σκληρές τρίχες, άμισχοι, με 3 πολύ εμφανή, τριγωνικά και με αθέρα στην κορυφή τους τμήματα, με μάλλον μακρύ, ασπριδερό και μεμβρανώδη κολεό στη βάση τους.       

Άνθη:  Αρωματικά, πολυάριθμα, ακτινόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πλάγια και επάκρια, σύνθετα σκιάδια.  Ποδίσκοι στην αρχή με κλίση προς τα κάτω, αργότερα όρθιοι.  Βράκτια παρόμοια των φύλλων, βρακτίδια με κτενοειδείς προεξοχές.  Σέπαλα 5, όρθια, ωοειδή, πράσινα, με κτενοειδείς προεξοχές στην κορυφή.  Πέταλα 5, αντωειδή, πολύ μικρά, με 2 μικρούς αθέρες στην κορυφή τους.  Στήμονες 5, κατ εναλλαγή με τα πέταλα.  Ωοθήκη υποφυής, στύλος 1, στίγμα 1, κεφαλωτό.

Άνθιση:  Μάρτιος-Μάιος. 

Καρπός:   Μερικάρπια.

Ενδιαίτημα:   Κατά μήκος δρόμων, άγονα εδάφη, χαλικώδεις πλαγιές και καλλιεργημένα χωράφια, από 0-1000 μ υψόμετρο.

Πατρίδα:   Μεσογειακή ζώνη, Δυτική Ασία.