Ficus sycomorus

August 26, 2016 by savvas

Ficus sycomorus

Name/Όνομα:  Συκιά η συκομουριά

Scientific name/Επιστημονικό όνομαFicus sycomorus L.

Common name/Κοινό όνομα: Wild fig, Stranglerfig, Sycamore, bush fig, fig-mulberry Sykomore, Συκομορέα, συκομουριά,Τουμπεζιά

Family/Οικογένεια: MORACEAE

Description

Evergreen or semi-deciduous large tree up to 20m tall, with spreading branches and open canopy; trunk short and thick, occasionally supported, with gray to pale brown bark, sometimes with orange-yellowish loose scales; young branches pale green, thinly pilose; older branches scattered with scars and grooves with pale pink slashes,; Leaves alternate, simple, entire, ovate, apex obtuse, base heart-shaped, petiole greenish to pale brown, thinly hairy.  All parts exude milky latex when broken or wounded.  Flowers monoecious, small, greenish and inconspicuous inside the fruit ( edible fig) which in reality is an obovate, suborbicular, fleshy and soft syconium*, with a small hole on the upper end.  Most fig cultivars need no pollination.  Pollination, where is needed, is very complicated and is carried out by a specific wasp.  Figs solitary or in pairs, are born from leafless short branches, on leaf axils or on old branches or on trunks; figs are almost glabrous, with soft and sweet yellowish flesh; at first they are green, turning to yellowish-red and finally to reddish purple. Flowering period March-August.  Native to east Africa.

*syconium* a compound fruit containing many ovaries

 Περιγραφή

Αειθαλές ή εν μέρει αειθαλές μεγάλο δένδρο ύψους μέχρι 20m, με απλωτούς κλάδους και ανοικτή κόμη.  Κορμός κοντός και χοντρός, περιστασιακά υποστηριζόμενος.  Φλοιός με γκρίζο προς ανοικτό καστανό χρώμα, κάποτε με πορτοκαλοκίτρινες χαλαρές λεπιοειδείς επιφάνειες που τελικά αποχωρίζονται από τον κορμό.  Πολύ νεαροί κλάδοι είναι πρασινοκαστανοί και πολύ ελαφρά χνουδωτοί, ενώ οι παλαιότεροι είναι γκριζωποί και γυμνοί με αρκετά αυλάκια, σχισμές και ουλές.  Όλα τα μέρη του αποβάλλουν γαλακτώδη χυμό εάν κοπούν ή τραυματισθούν.  Φύλλα κατ εναλλαγή, ωοειδή, απλά, ακέραια, με στρογγυλή κορυφή και καρδιοειδή βάση, με ελαφρά τριχωτό μίσχο και με πολύ εμφανή  κιτρινωπά νεύρα στην κάτω επιφάνεια.  Άνθη μονογενή, μικρά, πρασινωπά και άσημα, εγκλωβισμένα μέσα στο ώριμο «σύκο» που είναι ένα αντωειδές, σαρκώδες και υποσφαιρικό συγκάρπιο, με ένα μικρό άνοιγμα στο άνω μέρος.  Οι περισσότερες ποικιλίες σύκων δε χρειάζονται επικονίαση, αλλά εκεί όπου απαιτείται είναι μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη και επιτυγχάνεται από ένα συγκεκριμένο έντομο.  Άνθιση-καρπός Μάρτιος-Αύγουστος.  Οι ώριμοι καρποί, μεμονωμένοι ή σε ζεύγη, εκφύονται από μασχαλιαίους οφθαλμούς, από παλαιούς κλάδους ή από τον κορμό, πάνω σε άφυλλα μικρά κλαδιά και είναι σχεδόν γυμνοί, με μαλακή, γλυκιά και κιτρινωπή σάρκα, είναι αρχικά πράσινοι, μετά κιτρινορόδινοι και τελικά ρόδινοι προς κοκκινωποί  Πατρίδα του η  Δυτική Αφρική.

Comments are closed.