Archives

Author Archive for totalcy

Pinus halepensis

Όνομα: Πεύκη η χαλέπιος

Επιστημονικό όνομα: Pinus halepensis Mill

Κοινό όνομα: Πεύκος

 

 

 

Περιγραφή

Δέντρο μόνοικο και αειθαλές ύψους μέχρι 30m. Στρεβλοί κλάδοι. Φύλλα ανοικτοπράσινα 2 ειδών, μεμβρανώδη σε βραχυκλάδια και βελονοειδή αναπτυσσόμενα ανά 2 σε μακροκλάδια.. Άνθη μονογενή( μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά) και ανεμογαμή ( επικονιάζονται με τον άνεμο). ΄Ανθιση Μάρτιος-Απρίλιος. Αρσενικοί κώνοι κίτρινοι, θηλυκοί πορφυροκαστανοί. Καρποί στενοί και ξυλώδεις κώνοι που σχηματίζουν οξεία γωνία με τα κλαδιά. Αρχικά πράσινοι, τελικά (στην ωρίμανση μετά από 2 χρόνια) καστανοκόκκινοι.

Ξενικό είδος που έχει εγκλιματιστεί στην Κύπρο. Απαντάται σε πεδινές αλλά και σε ξηρές ασβεστολιθικές ορεινές περιοχές μέχρι 1000m και είναι σύνηθες φυτό σε αυλές σπιτιών και πάρκα πόλεων.

 

Saponaria orientalis

Όνομα: Σαπονάρια η ανατολική.

Επιστημονικό όνομα: Saponaria orientalis L

Οικογένεια: CARYOPHYLLACEAE

 

 

 

Περιγραφή

Μονοετής όρθια πόα ύψους 8-25cm. Βλαστοί κοκκινωποί, κυλινδρικοί, αδενώδεις και διακλαδισμένοι. Διχαλωτή διακλάδωση αμέσως μετά τη βάση. Φύλλα αντίθετα, ελλειπτικά-λογχοειδή, γλαυκά, άτριχα και με μικρό μίσχο. Ταξιανθία χαλαρή κυματοειδής. Κάλυκας επιμήκης , αδενώδης , με οδοντωτή κορυφή. Πέταλα πέντε, με κοίλη κορυφή, ρόδινα, με ορατά τρία   εντονότερα νεύρα, με παχύτερο το μεσαίο. Άνθιση Ιούνιος – Αύγουστος. Καρπός κάψα. Απαντάται σε βραχώδεις πλαγιές , σε δάση μαύρης πεύκης και σε πρανή δρόμων σε υψόμετρο 1500-1850m.

Lamium garganicum ssp striatum

Ονομα:Λάμιον το γαργανικόν υπ. το γραμμωτόν

Επιστημονικό όνομα: Lamium garganicum ssp striatum – (Sm). Hayek

Οικογένεια: LABIATAE

 

 

 

Περιγραφή

Πολυετής πόα ύψους μέχρι 0.5m με τετράγωνους βλαστούς χρώματος ελαφρά κόκκινου ή πορφυρού. Φύλλα ωοειδή-καρδιοειδή, τριχωτά, οδοντωτά. Διάταξη ανθέων κατά σπονδύλους. Άνθη άσπρα-ρόζ με κοκκινωπές γραμμώσεις, τριχωτά. Ανθίζει Φεβρουάριο-Απρίλιο.

Ενδιαίτημα

Απαντάται σε σχισμές ασβεστολίθων, σε υγρούς τοίχους, κοντά σε ρυάκια και βραχώδεις πλαγιές σε υψόμετρο από 600-1000m και είναι σπάνιο φυτό.

Ονομασία – Εξάπλωση

Το όνομα Lamium προέρχεται από την λέξη Λάμια λόγω του ανοικτού άνθους που μοιάζει με στόμα.(Στην Ελληνική μυθολογία η Λάμια ήταν μια όμορφη βασίλισσα από τη Λιβύη αλλά μεταμορφώθηκε σε τέρας και καταβρόχθιζε μικρά παιδιά.). Κατά τον Αριστοφάνη το όνομα Λάμια προέρχεται από την ελληνική λέξη λαιμός(λάμια) λόγω της συνήθειας να καταβροχθίζει τα παιδιά άλλων. Το όνομα garganicum το πήρε από το βουνό Garganico της Νότια Ιταλίας. Εξ αιτίας των ραβδώσεων του άνθους πήρε το όνομα striatum(γραμμωτό)

Το συναντούμε στη Νότια Ευρώπη από τη Νότια Γαλλία και προς ανατολάς μέχρι την Τουρκία, την Κρήτη και την Κύπρο.

 

Hedysarum cyprium

Name/Όνομα: Χετύσαρον το κύπριον

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Hedysarum cyprium.Boiss

Family/Οικογένεια: FABACEAE

 

Description

Hedysarum cyprium is a perennial subshurb growing up to 30cm.  Stem is erect or spreading, much branched, angled and covered with whitish hairs.  Leaves alternate, compound, oblong in outline, odd-pinnate, petiolate; leaflets simple, entire, opposite (except terminal), elliptic, dark green, hairy on both sides, margin pale green, petiolulate short, yellowish, base cuneate, apex  acute or round.  Flowers many, zygomorphic, hermaphrodite in dense, axillary racemes; corolla pink, pea-shaped, petals 5 (standard, wings, keel);  the standard is erect and wide, obovate, emarginate, red-veined, pilose; wings consisted of 2 lateral, oblong, with rounded apex sepals; keel consisted of 2 wide petals with rounded apex and auriculate base; calyx campanulate, 5-teethed, teeth green, triangular and hairy; penducles and pedicels hairy; stamens 10, diadelphus ( 9 filaments fused, 1 free); ovary superior; stigma capitate.  Flowering time February-May (early June).  The fruit is a flat, articulated pod, enclosing kidney-shaped and flat seeds.  Rare endemic subshurb in Cyprus, on rocky ground and hillsides from 175-600m alt.

Περιγραφή

Πολυετής ημίθαμνος ύψους μέχρι 30cm.  Βλαστός όρθιος ή απλωμένος, πολύκλαδος, γωνιώδης και καλυμμένος με ασπριδερές τρίχες.  Φύλλα κατ εναλλαγή, σύνθετα, με γενικά πρόμηκες περίγραμμα, περιττόληκτα και έμμισχα.  Φυλλάρια, απλά, ακέραια, αντίθετα (εκτός του τελευταίου), ελλειπτικά, πράσινα, τριχωτά και στις 2 επιφάνειες, με κοντό και κιτρινωπό μίσχο, με βάση οξεία και κορυφή μυτερή ή στρογγυλή.  Άνθη πολλά, ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα, σε πυκνούς μασχαλιαίους βότρεις.  Στεφάνη σε χαρακτηριστικό σχήμα που έχουν όλα τα Ψυχανθή φυτά (ψυχή=πεταλούδα), είναι ρόδινη με 5 πέταλα (πέτασος, πτέρυγες και τρόπιδα).  Ο πέτασος είναι πλατύς και όρθιος, αντωειδής ( δηλ. ανάποδα ωοειδής) , με μικρή εγκοπή στην κορυφή, χνουδωτός και με κοκκινωπή νεύρωση.  Οι πτέρυγες είναι 2, επιμήκεις και με στρογγυλή κορυφή.  Η τρόπιδα αποτελείται από 2 πέταλα με στρογγυλή κορυφή, ενώ η βάση μοιάζει με διχάλα.  Κάλυκας καμπανοειδής με 5, πράσινα, τριχωτά, μυτερά και τριγωνικά δόντια.  Ποδίσκοι ταξιανθίας και ανθέων τριχωτοί.  Στήμονες 10, δίδεσμοι ( 9 νήματα συμφυή και 1 ελεύθερο), ωοθήκη επιφυής και στίγμα κεφαλωτό.  Άνθιση Φεβρουάριος-Μάιος ( αρχή Ιουνίου).  Ο καρπός είναι ένας επίπεδος, και αρθρωτός χέδρωψ, που περικλείει επίπεδα και νεφροειδή σπέρματα.  Σπάνιο ενδημικό φυτό της Κύπρου και απαντάται σε πετρώδη εδάφη και σε λοφώδεις περιοχές, από 175m-600m υψόμετρο.

Gladiolus triphyllus

Όνομα: Γλαδίολος ο τρίφυλλος

Επιστημονικό όνομα: Gladiolus triphyllus.(Sm) Ker-Gawler

Οικογένεια: IRIDACEAE

 

 

 

Περιγραφή

Πολυετής όρθια πόα με ωοειδή κόνδυλο και ύψος μέχρι 30cm. Φύλλα και βλαστός γλαυκοπράσινα. Φύλλα κατ` εναλλαγή, απλά, ακέραια, γραμμοειδή, τα κατώτερα μεγαλύτερα από τα ανώτερα. Άνθη ζυγόμορφα, άμισχα, αρωματικά, με περιάνθιο αποτελούμενο από 6 πεταλοειδή ρόδινα μέρη εκ των οποίων τα κατώτερα με ασπριδερή απόχρωση. Βράκτια γραμμοειδή οξύκορφα. Ανθήρες κίτρινοι, επιμήκεις και κυλινδρικοί. Καρπός κάψα.

Άνθιση Μάρτιος – Μάιος. Κοινό φυτό. Απαντάται σε θαμνώδεις βουνοπλαγιές, αραιά πευκοδάση και φρυγανότοπους ασβεστολιθικών ή πυριγενών περιοχών μέχρι 1200m.

Φυτό ενδημικό της Κύπρου μέχρι τώρα, αλλά βρέθηκε πρόσφατα και στο Λίβανο

 

Geranium tuberosum

Όνομα: Γεράνιο το κονδυλώδες

Επιστημονικό όνομα: Geranium tuberosum.L

Οικογένεια: GERANIACEAE

 

 

 

Περιγραφή

Πολυετής όρθια πόα με κόνδυλο και ύψος μέχρι 40cm. Φύλλα σύνθετα, παράρριζα, παλαμοσχειδή διαιρεμένα σε λογχοειδείς λοβούς που φέρουν τριχίδια. Άνθη ερμαφρόδιτα. Ποδίσκοι ανθέων τριχωτοί με ροζ-καφέ αποχρώσεις (προς την κορυφή).   Πέταλα 5 με ροζ χρώμα και κόκκινες κατά μήκος νευρώσεις. Βάση   πετάλων στενή, κορυφή πλατύτερη δίλοβη. Σέπαλα 5 πράσινα και τριχωτά, με κατά μήκος νευρώσεις πιο σκούρου πράσινου χρώματος και ρόδινες αποχρώσεις στην περιφέρεια ή και στην κορυφή τους, η οποία καταλήγει σε μυτερή ή κυλινδρική επιμήκυνση . Στήμονες 10 σε 2 σειρές. Νήμα στημόνων ροζ, ανθήρες λευκόχρωμοι. Στίγμα πενταμερές με βαθύ ροζ ή κόκκινο χρώμα. Καρπός σύνθετος.

Άνθιση Φεβρουάριος – Απρίλιος. Κοινό φυτό.

Απαντάται σε φρυγανότοπους, σε καλλιεργημένη και χέρσα γη μέχρι 750m.

Acinos troodi ssp troodi

Name/ΌνομαΆκινος του τροόδους υποείδ. τροόδους   

Scientific name/Επιστημονικό όνομαAcinos troodi (Post) Leblebici subsp. troodi

Common name/Κοινό όνομα:  Άκινος    

Family/Οικογένεια:  LAMIACEAE  

 

Description

Plant:  Perennial herb growing up to 5cm high.

Stem/s:  Spreading, creeping or sprawling, glandular, reddish, downy, slightly squared.

Leaves:  Opposite, spreading, broadly ovate or elliptic, simple, hairy, entire or slightly wavy, obscurely nerved, acute, petiolate.

Flowers:  Zygomorphic and hermaphrodite in few-flowered whorls; calyx tubular, green, hairy, 2-lipped, 5-toothed; lips unequal; teeth linear or triangular, pointed, purple, hairy; corolla funnel-shaped, pink or purplish, narrower and yellowish below, hairy externally, 2-lipped, 5-parted; upper lip 2-lobed, emarginated, lower lip 3-lobed, the median larger; beyond the white base of the median lip, there are conspicuous white bristles; stamens 4, (2 short + 2 tall), the 2 tall exserted,  filaments white, glabrous, anthers 2-thecous, bluish; ovary superior, style exserted, stigma 2-lobed, lobes white, unequal.

Flowering time:  June-August

Fruit:  Nutlets.

NativeRare endemic to Cyprus and it is found at serpentine ground, rocky slopes and Pinus nigra forests, from 1500-1950 m alt.

Περιγραφή

Φυτό:  Πολυετής πόα ύψους μέχρι 5cm.

Βλαστός:  Βλαστοί απλωτοί ή έρποντες, κοκκινωποί, χνουδωτοί και ελαφρά τετράγωνοι.

Φύλλα:  Αντίθετα, απλωμένα, απλά, ακέραια ή ανεπαίσθητα κυματοειδή, ωοειδή ή ελλειπτικά, άμισχα, χνουδωτά και στις δυο επιφάνειες, οξύκορφα, με αφανή νεύρωση.

Άνθη:  Ζυγόμορφα και ερμαφρόδιτα σε ολιγοανθείς σπονδύλους.  Kάλυκας σωληνοειδής, πράσινος, τριχωτός, 2-χειλος με 5 δόντια.  Χείλη άνισα.  Δόντια τριγωνικά ή γραμμοειδή, τριχωτά, μυτερά και πορφυρά.  Στεφάνη χοανοειδής, ρόδινη ή πορφυρή, κιτρινωπή και στενότερη χαμηλά, εξωτερικά τριχωτή, 2-χειλη και πενταμερής.  Άνω χείλος 2-λοβο με μικρή εγκοπή στο άνω μέρος, κάτω χείλος 3-λοβο με μεσαίο λοβό μεγαλύτερο.  Πιο πέρα από τη λευκή βάση του μεσαίου λοβού υπάρχουν εμφανείς λευκές αδρότριχες.  Στήμονες 4, οι 2 ψηλότεροι εξέρχονται της στεφάνης, νήμα γυμνό και λευκό, ανθήρες 2-θηκοι με ελαφρό μπλε χρώμα.  Ωοθήκη επιφυής, στύλος εξερχόμενος της στεφάνης, στίγμα 2-λοβο, λοβοί άνισοι και λευκοί. Βράκτια ομοιόχρωμα με τα φύλλα, χνουδωτά μέσα-έξω, καταλήγοντα σε 5 κοκκινωπές σουβλοειδείς και άνισες απολήξεις.

Άνθιση:  Ιούνιος – Αύγουστος.

Καρπός:  Κάρυα.

Πατρίδα:  Είναι σπάνιο ενδημικό φυτό της Κύπρου και απαντάται σε θαμνώνες, σερπεντινόφιλα λιβάδια και δάση μαύρης πεύκης στη περιοχή της χιονίστρας σε υψόμετρο 1500-1950m.

 

 

 

Ephedra foeminea

 Επιστημονικό όνομα: Ephedra foeminea. Forssk

Κοινό όνομα: Πολυτρίχι

Οικογένεια: EPHEDRACEAE

 

 

 

Περιγραφή

Αναρριχώμενος πολυετής θάμνος ύψους μέχρι 2 μέτρα, με διακλαδιζόμενους, πράσινους στην αρχή και γκρίζους τελικά, κυλινδρικούς και αρθρωτούς βλαστούς. Φύλλα αντίθετα ή σε σπονδύλους.

Άνθη ερμαφρόδιτα πρασινοκίτρινα.

Άνθιση: Απρίλιος – Οκτώβριος. Καρπός ράγα με κόκκινο χρώμα.

Εξάπλωση –   Τοξικότητα

Απαντάται σε δάση και θαμνότοπους χωρών της Νότιας Ευρώπης και Μέσης Ανατολής

από την Ιταλία μέχρι την Ιορδανία αλλά και πιο πέρα μέχρι τη Σαουδική Αραβία.

Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα φυτά που ανήκουν στα Γυμνόσπερμα επικονιάζονται με τον άνεμο (ανεμογαμή), η Εφέδρα επικονιάζεται τόσο με τον άνεμο όσο και με τα έντομα και μάλιστα

τα νυκτόβια.

Όλα τα είδη της οικογένειας μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα λόγω της ουσίας

εφεδρίνης, η οποία επηρεάζει το καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα τόσο σε ανθρώπους

όσο και σε ζώα. Τα συμπτώματα είναι κούραση, ταχυπαλμία και ψηλή πίεση.

E.foemina 1E.FOEMINA 2E.FOEMINA 3

Euphorbia lemesiana

Name/Όνομα: Ευφόρβια η Λεμεσιανή

Scientific name/Επιστημονικό όνομα: Euphorbia lemesiana Hadjik, Hand, Christodoulou & Frajman

Family/Οικογένεια: EUPHORBIACEAE

 

*Formerly known as  ” Euphorbia hierosolymitana

Description

 

Plant:  Perennial shrub with milky latex growing up to 2.5m high.

Stem/s:  Erect, sparsely branched, reddish or purplish, finally with brown color.

Leaves:  Sessile, obtuse or subacute, with a prominent whitish midvein, hairless; cauline leaves opposite or alternate, simple, entire, obovate-elliptic; leaves on the first branching rays are whorled; cyathial leaves( second branching rays) are opposite or whorled, ovate-elliptic or obovate;

Flowers:  Yellowish-green cyathia with 1 female flower surrounded by 5 male flowers with a single stamen and 4-5 kidney-shaped green glands (each cyathium); female flowers bear 3 styles (united at the base) with 3, pinkish 2-lobed stigmas (apparently 6 stigmas).   

Flowering time:  January-April.

Fruit:  Globular, purple capsule covered with rounded warts.

Habitat:  Dry limestones, phrygana and open forests at 200-600m alt.

Native:  Rare endemic to Cyprus.

 

 

Περιγραφή

Φυτό:  Πολυετής θάμνος με γαλακτώδη χυμό και με ύψος μέχρι 2,5 μ. 

Βλαστός:  Όρθιοι, αραιά διακλαδωμένοι, κοκκινωποί ή πορφυροί αλλά τελικά με καφέ χρώμα.    

Φύλλα:  Άμισχα, πλατύκορφα ή σχεδόν οξύκορφα με εμφανές ασπριδερό μέσο νεύρο, άτριχα.  Φύλλα βλαστού αντίθετα ή κατ εναλλαγή, απλά, ακέραια, αντωειδή-ελλειπτικά, φύλλα πρωτογενών ακτίνων σε σπονδύλους, φύλλα δευτερογενών ακτίνων αντίθετα ή σπονδυλωτά, ωοειδή-ελλειπτικά ή αντωειδή.

Άνθη:  Πρασινοκίτρινα κυάθια, κάθε κυάθιο φέρει 1 θηλυκό άνθος περιτριγυρισμένο από 5 αρσενικά άνθη που φέρουν ένα μόνο στήμονα και 4-5 νεφροειδείς πρασινωπούς αδένες.  Τα θηλυκά άνθη φέρουν 3 στύλους ενωμένους στη βάση τους, που καταλήγουν σε 3, δίλοβα και ροζ στίγματα, ώστε φαινομενικά να εμφανίζονται ως 6 στίγματα.

Άνθιση:  Ιανουάριος-Απρίλιος. 

Καρπός:  Περίπου σφαιρική  και πορφυρή κάψα με εξογκώματα.   

Ενδιαίτημα:  Ξηροί ασβεστολιθικοί σχηματισμοί, θαμνώνες και ανοικτά πευκοδάση στα δάση Λεμεσού και Σταυροβουνίου μέχρι 600μ υψόμετρο.   

Πατρίδα:  Σπάνιο και πρόσφατα ανακηρυχθέν ως ενδημικό της Κύπρου

 

 

 

 

Eryngium campestre

Όνομα: Ερύγγιον το πεδινό

Επιστημονικό όνομα: Eryngium campestre L

Κοινό όνομα: Μοσχάγκαθο

Οικογένεια: APIACEAE

 

 

Περιγραφή

Όρθια πολυετής και άτριχη πόα ύψους μέχρι 70cm. Φύλλα βάσης έμμισχα, βαθειά διαιρεμένα σε 3 κύρια ακανθωτά τμήματα. Τα ανώτερα είναι μικρότερα ασπροπράσινα, σκληρά και ακανθωτά.Τα άνθη είναι κιτρινοπράσινα σε πυκνά κεφάλια με ακανθώδη βράκτια. Άνθιση Μάιος – Ιούλιος.

Η ονομασία «ερύγγιον» προέρχεται από το ρήμα «ερυγγάνω», κοινός πεζός και Αττικός τύπος του ρήματος «ερεύγομαι» και «ρεύγομαι», που σημαίνει: «εκπέμπω διά του στόματος αέρα εκ του στομάχου». (H. Liddle-R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσας).